Ο Θησαυρός του Ιαπετού (Μέρος Ε') γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν

Ο Θησαυρός του Ιαπετού (Μέρος Ε') γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν

Μέρος Ε’

 

Το σαββατοκύριακο κύλησε κάπως νωθρό και ήσυχο. Δε βγήκα πολύ απ’ το ξενοδοχείο, προτίμησα να κάτσω μέσα και να μελετήσω περισσότερο το χάρτη του νησιού καθώς και το γράμμα του Ιταλού για το θησαυρό του Ιαπετού. Όταν ψάχνεις κάτι τόσο δυσεύρετο και συγκεκριμένο, η κάθε πληροφορία, η παραμικρή λεπτομέρεια μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας.

Η περιοχή της Σαρίας –η πιθανότερη τοποθεσία της λίστας– είναι ουσιαστικά ένα ξεχωριστό νησάκι στα βόρεια της Καρπάθου. Είναι αρκετά ογκώδες νησί, γεγονός που προφανώς θα έκανε την αναζήτηση ιδιαίτερα δύσκολη. Υπάρχει εκεί ένας μικρός οικισμός με το όνομα Παλάτια, κι εκεί πιθανώς θα έβρισκα κάποιον που να έχει μια στοιχειώδη γνώση των όρμων στους οποίους συνήθιζαν να προσαράζουν οι πειρατές τα παλιότερα χρόνια –αν και δεν ήταν απίθανο να μη γνώριζε και κανείς. Στο γράμμα αναφερόταν πως, κατά κανόνα, οι πειρατές έθαβαν τα λάφυρα που δεν έπαιρναν μαζί τους κοντά σε ακτές, έτσι ώστε να ναι ευκολότερο να τα βρουν όταν θα επέστρεφαν. Αλλά το ενδεχόμενο να σκάψουμε σε όλες τις παραλίες της Σαρίας ήταν βέβαια αδύνατον. Έπρεπε να περιορίσω τις έρευνές μου σε συγκεκριμένα σημεία. Παρόλα αυτά, το γράμμα συνέχιζε λέγοντας πως υπάρχει ένας εγκαταλελειμμένος, μεσαιωνικός οικισμός με παράξενα, θολωτά κτίσματα, κοντά στα Παλάτια, ο οποίος χρησίμευε, πιθανότατα, ως ορμητήριο Σαρακηνών πειρατών. Οπότε αυτό ήταν ένα ακόμα μέρος που θα έπρεπε να ερευνήσω.

Επιπλέον, γνώριζα από προσωπικές μου αναζητήσεις, πως οι πειρατές έτειναν να θάβουν τα σεντούκια τους δίπλα από κάτι χαρακτηριστικό, όπως, για παράδειγμα, έναν παράξενο βράχο ή κάποιο ιδιαίτερο δέντρο. Φυσικά δεν αγνοούσα το γεγονός ότι ο θησαυρός χρονολογείται περίπου στον 12ο μ.Χ. αιώνα, κάτι που σημαίνει ότι το τοπίο μπορεί να είχε αλλάξει αισθητά στο πέρασμα των χρόνων, τα δέντρα να έχουν κοπεί και ούτω καθεξής. Όπως και να χει, η αναζήτηση του χαμένου θησαυρού του Ιαπετού θα ξεκινούσε από κει, και μάλιστα σύντομα.

Κατά τ’ άλλα, μπορώ να πω ότι η αίσθηση που μου είχε γεννηθεί τις προηγούμενες μέρες, αυτή δηλαδή ότι κάποιος με παρακολουθεί, είχε καταλαγιάσει. Δεν ξαναένιωσα κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια των σύντομων περιπάτων μου στα Πηγάδια και στο λιμάνι, αλλά φυσικά δεν εφυσηχάστικα. Είχα πάντοτε στο νου μου ότι όταν ένας ξένος με μια φαινομενικά οικονομική άνεση παρουσιάζεται σ’ έναν φτωχό και απομονωμένο τόπο, γίνεται εύκολα στόχος. Από την άλλη, δεν επέτρεψα κιόλας σ’ αυτή τη μικρή ανησυχία να με ταράξει και ιδιαίτερα. Στη χειρότερη θα μου κλέβαν τις λίγες δραχμές και τις ακόμα λιγότερες λίρες που είχα στις τσέπες μου, και ως εκεί.

Το πρωί της Δευτέρας βρέθηκα πάλι με το Μηνά. Καθίσαμε λίγο να του εξηγήσω την κατάσταση και το που θέλω να πάω, χωρίς βέβαια να του πω το τι ακριβώς ψάχνω. Δεν είναι ότι δεν τον εμπιστευόμουν, το αντίθετο μάλιστα, είχα αρχίσει να εκτιμάω στ’ αλήθεια το χαρακτήρα αυτού του λιπόσαρκου νεαρού, μα πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις ισχύει το ρητό που λέει πως όσοι λιγότεροι ξέρουν τόσο το καλύτερο. Μου αποκάλυψε πως δεν είχε πάει ποτέ στη Σαρία, ούτε και στη βόρεια μεριά του νησιού γενικότερα, μα γνώριζε έναν βαρκάρη που θα την έκανε αυτή τη διαδρομή, με το αζημίωτο πάντα. Μου είπε επίσης ότι ίσως να υπήρχε κάποιο μπακάλικο στον οικισμό εκεί, μα θα ήταν πιο σοφό να φέρουμε τις δικές μα προμήθειες από νερό και φαγητό –κάτι που ούτως ή άλλως το χα σκεφτεί και μόνος μου. Κι όσο για το που θα κοιμηθούμε, ε, καλό θα ήταν να πάρω από το ράφτη και κανένα σεντόνι για να στρώσουμε σε κάποια παραλία.

Τον έστειλα για να κανονίσει όλες αυτές τις υποθέσεις, πρώτα τις προμήθειες (μαζί και μια μαγκούρα που θα με βοηθούσε στις μεγάλες αποστάσεις που θα πρεπε να περπατήσουμε), έπειτα το σεντόνι, και τέλος τον βαρκάρη. Εκείνος ζήτησε, για να μας πάει μονάχα, πέντε λίρες, ποσό που μου φάνηκε εξωφρενικό και με ανάγκασε να πάω να τον αντιμετωπίσω προσωπικά.

«Αν ήταν Έλληνας θα του ζητούσες τα ίδια λεφτά;» μετέφρασε τα λόγια μου ο Μηνάς στον λεγόμενο καπετάν Μιχάλη.

«Αν ήταν Έλληνας δε θα μου ζητούσε να τον πάω στη Σαρία,» απάντησε εκείνος.

«Λέει ότι δε σου δίνει περισσότερες από δυο λίρες, κι αν δεν τις δεχτείς θα βρει άλλον τρόπο να πάει».

Ο βαρκάρης κατσούφιασε, μα στο βάθος ήξερε πως και δυο λίρες ήταν καλή προσφορά, και τελικά τις δέχτηκε. «Πότε θέλετε να φύγουμε;» ρώτησε.

«Πότε θα είναι έτοιμα τα ρούχα σου, Μηνά;» απευθύνθηκα στο μικρό.

«Μου είπαν αύριο, σερ».

«Εντάξει λοιπόν. Πες του ότι την Τετάρτη στις 8 το πρωί θα μαστε εδώ. Αύριο πήγαινε να πάρεις τα ρούχα σου, μα εγώ δε θα σε χρειαστώ».

Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ

Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ

Διαβάστε το τρίτο μέρος εδώ

Διαβάστε το τέταρτο μέρος εδώ