Ο Θησαυρός του Ιαπετού (Μέρος Γ') γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν

Ο Θησαυρός του Ιαπετού (Μέρος Γ') γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν

Μέρος Γ’

Ξύπνησα με μια αίσθηση ελαφριάς αμηχανίας που δε μπορούσα να εξηγήσω. Ίσως να έφταιγε ότι μέσα απ’ τον λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο τοίχο μπορούσα ν’ ακούσω όλη τη νύχτα την βαριά αναπνοή ενός άλλου επισκέπτη, γεγονός που οριακά τάραξε τον ούτως ή άλλως ευαίσθητο ύπνο μου. Δεν έδωσα όμως περισσότερη σημασία. Το πρωί πήγα πάλι στο καφενεδάκι να πιω έναν τούρκικο και να φάω λίγο γιαούρτι για πρωινό.

Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός και ιδιαίτερα ζεστός, γεγονός που στην αρχή ενόχλησε το βρετανικό, ευερέθιστο δέρμα μου, μα γρήγορα το συνήθισα. Σκέφτηκα έπειτα ότι η όλη επιχείρηση ήταν μάλλον ανόητη και θα έψαχνα για κάποιο, πιθανώς ανύπαρκτο, πειρατικό σεντούκι χωρίς καμία σχεδόν ένδειξη για το που μπορεί να βρίσκεται –μ’ εξαίρεση εκείνη την ασαφή λίστα τοποθεσιών του Ιταλού. Δεν πτοήθηκα όμως. Είχα έρθει για την περιπέτεια κι όχι για να γεμίσω τις τσέπες μου. Θα κατάστρωνα σιγά σιγά ένα σχέδιο για το πως ακριβώς θα κινηθώ, αφού πρώτα εγκλιματιζόμουν λίγο στο νησί. Μόλις τελείωσα τον καφέ μου εμφανίστηκε κι ο Μηνάς, με τα ίδια ρούχα όπως και χτες, ξυπόλητος.

 «Καλημέρα, σερ,» μου φώναξε από μακριά. «Είμαι έτοιμος, ξεκινάμε όποτε θες».

 «Έτοιμος είσαι; Μ’ αυτά τα ρούχα;».

 Ο πιτσιρίκος έστρεψε τα μάτια του χαμηλά, κοίταξε τα κουρέλια στο σώμα του γεμάτος απογοήτευση. «Δεν έχω άλλα, σερ,» είπε τελικά χαμηλόφωνα.

 «Εντάξει,» τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. «Μη σε ανησυχεί αυτό. Ούτως ή άλλως πρέπει να ψωνίσω κάποια πράματα. Θα σου αγοράσω και καινούρια ρούχα, θα τ’ αφαιρέσω απ’ το μισθό σου φυσικά. Και παπούτσια βέβαια».

 Ο Μηνάς έμεινε σκεπτικός για λίγο, μα τελικά χαμογέλασε και μ’ ευχαρίστησε. Έπειτα του εξήγησα πως χρειάζομαι έναν χάρτη του νησιού, μια αξίνα, ένα φτυάρι κι ένα κόσκινο.

 «Θα σκάψουμε, σερ;» με ρώτησε.

 «Ναι. Εσύ θα σκάψεις δηλαδή, όταν στο ζητήσω. Είναι κι αυτό μες στα καθήκοντα του μεταφραστή».

 «Δεν έχω θέμα. Σε λίγο που θ’ ανοίξουν τα μαγαζιά θα πάμε να πάρουμε ό,τι χρειάζεσαι. Τα ρούχα και τα παπούτσια όμως θα πρέπει να τα παραγγείλουμε απ’ τον ράφτη και τον τσαγκάρη. Αυτά θα πάρουν μερικές μέρες».

 «Δεν βιάζομαι, έχω άπλετο χρόνο μπροστά μου,» του είπα.

 «Τι ακριβώς θα κάνουμε, σερ; Ψάχνουμε κάτι;».

 «Θα τα μάθεις όλα σιγά σιγά Μηνά. Προς το παρών λέω να περάσω ένα διάστημα εδώ, στα Πηγάδια, και όταν είμαι έτοιμος θα σου πω που πάμε και τι ψάχνουμε».

 Λίγο αργότερα ξεκινήσαμε για ν’ αγοράσω τ’ απαραίτητα. Έπειτα πήγαμε και στον ράφτη και στον τσαγκάρη για να πάρουν τα μέτρα του Μηνά και να του ετοιμάσουν τα καινούρια του ενδύματα. Τέλος, κατά το μεσημεράκι πια, πήγαμε σ’ ένα ταβερνάκι και καθίσαμε να φάμε –ο μικρός έμοιαζε λες κι είχε να φάει καμιά βδομάδα.

 «Κερνάς, σερ;» με ρώτησε με μια παράδοξη μείξη ντροπαλότητας και θράσους.

 «Κερνάω,» τον βεβαίωσα.

 Ο μικρός έκανε ένα νόημα στον σερβιτόρο-μάγειρα-ιδιοκτήτη, και μετά από λίγο μας έφερε ντολμαδάκια, κολοκυθανθούς, φάβα και μια τοπική σπεσιαλιτέ, τις μακαρούνες, ένα είδος χειροποίητου ζυμαρικού με τσιγαρισμένο κρεμμύδι και τριμμένη μυζήθρα. Φαίνονταν, και ήταν, όλα λαχταριστά. Μας έφερε ακόμα κι ένα κανάτι λευκό κρασί, που ο Μηνάς άρπαξε με προθυμία και γέμισε τα ποτήρια και των δυο μας.

 «Ε, για κάτσε, δεν είσαι λίγο μικρός για να πίνεις κρασί;» τον ρώτησα.

 «Μικρός; Είμαι δεκαέξι χρονών, σερ, και θα γίνω δεκαεφτά σε πέντε μήνες,» απάντησε με βλέμμα απορίας εκείνος. Τον κοίταξα τότε εξονυχιστικά, και διαπίστωσα πως η υποανάπτυκτη και σκελετωμένη του όψη που μ’ έκανε να πιστέψω πως ήταν 12-13 χρονών οφειλόταν σε υποσιτισμό.

 «Ελπίζω να μπορείς τουλάχιστον να σκάψεις,» σχολίασα.

 «Μη φοβάσαι, σερ, άμα τρώω καλά γίνομαι πολύ δυνατός,» είπε μπουκωμένος, καθώς άρπαζε βουλιμικά φαγητό απ’ όλα τα πιάτα ταυτόχρονα.

 Όταν τελειώσαμε το νοστιμότατο γεύμα μας έβγαλα τον χάρτη του νησιού να του ρίξω μια ματιά. Ο Μηνάς άπλωσε το δάχτυλο σ’ ένα σημείο και είπε: «Αυτό είναι το χωριό μου. Μενετές».

 Τον δίπλωσα και τον έχωσα στην τσέπη μου χωρίς να δώσω πολλή σημασία.

 «Πώς και μιλάς τόσο καλά αγγλικά;» τον ρώτησα.

 «Απ’ το θείο μου,» απάντησε ο μικρός και κατέβασε μια γερή γουλιά κρασί. «Είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη. Τώρα είναι στην Αθήνα, αλλά κατεβαίνει συχνά. Μου τα μαθε μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, πριν τέσσερα χρόνια, και μετά με γέμισε βιβλία, κάποια στα ελληνικά μα τα περισσότερα στα εγγλέζικα, κι εγώ τα διάβαζα όλα. Ακόμα μου στέλνει κάθε τόσο με το ταχυδρομείο. Και λογοτεχνία και ιστορία και διάφορα».

 «Είσαι μορφωμένος δηλαδή,» παρατήρησα.

 «Ε, όχι και μορφωμένος. Μέχρι την πρώτη γυμνασίου πήγα. Εγώ ήθελα να συνεχίσω, αλλά ο πατέρας μου δε μ’ άφηνε. Το παράτησα το σχολείο και τώρα βοηθάω στο χωράφι που χουμε όσο μπορώ. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Λίγες ελιές όλες κι όλες,» είπε και παρήγγειλε άλλη μια κανάτα κρασί. Το ήπιαμε γρήγορα, χωρίς ν’ ανταλλάξουμε πολλές κουβέντες.

 «Το λοιπόν, Μηνά,» έκανα κάποια στιγμή, «δε θα σε χρειαστώ άλλο σήμερα. Μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου».

 «Εντάξει, σερ,» απάντησε ο μικρός. «Κι αφού δε θα φύγουμε τόσο σύντομα, άμα θες έλα αύριο απ’ το χωριό, στο σπίτι μου, να σου φτιάξουμε ένα φαγητό. Θα χαρούν να σε γνωρίσουν οι δικοί μου».

 «Ακούγεται εξαιρετική ιδέα. Θες να έρθεις να με πάρεις το πρωί;».

 «Ναι σερ, θα έρθω ίδια ώρα όπως και σήμερα».

Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ

Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ