Μέρος Η’
Χωρίς τον κυρ Μιχάλη και το καΐκι του, η επιστροφή στα Πηγάδια αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Τελικώς καταφέραμε να πείσουμε έναν ψαρά απ’ τα Παλάτια (όχι τον Γιώργη, έναν άλλο), ο οποίος όμως δε δεχόταν να μας πάει πιο πέρα απ’ το Διαφάνι, το βόρειο λιμάνι του νησιού δηλαδή, μα τουλάχιστον είχε και την αξιοπρέπεια να μη μας ζητήσει ούτε δραχμή γι’ αυτό το σύντομο ταξίδι. Από κει ανηφορίσαμε ως την Όλυμπο, ένα άγριο χωριό που έμοιαζε να είχε μείνει στάσιμο στο χρόνο, με τις γυναίκες να φορούν ακόμα τις παλιές, βυζαντινές στολές τους –δεν είχα ξαναδεί κάτι αντίστοιχο σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν καθίσαμε βέβαια πολύ εκεί, μονάχα φάγαμε σ’ ένα καφενείο να πάρουμε δυνάμεις, γεμίσαμε τα παγούρια μας με νερό από τη βρύση του χωριού, κι έπειτα, μη βρίσκοντας εναλλακτική, πήραμε το μακρύ και δύσκολο δρόμο μέχρι τα Σπόα (ένα άλλο χωριό, το κοντινότερο στην Όλυμπο). Ευτυχώς η μέρα ήταν συννεφιασμένη και δροσερή, μα και πάλι, έπρεπε να περπατήσουμε για περισσότερες από τέσσερις ώρες.
Στη διαδρομή εγώ προσπαθούσα ν’ αποφύγω τα πολλά λόγια, φοβούμενος ότι θα εξαντληθώ γρηγορότερα αν μιλάω παράλληλα με το περπάτημα, μα ο Μηνάς είχε όρεξη για κουβέντα.
«Τα κατάφερα καλά εκεί με τη μαγκούρα, ε σερ;» έκανε περήφανος με τον εαυτό του. «Δεν το περίμενε αυτό».
«Όντως, Μηνά».
«Δεν καταλαβαίνω όμως, σερ. Θέλω να πω, μου φαίνεται κάπως περίεργο. Θα μπορούσε να σε σκοτώσει για έναν θησαυρό που δεν έχουμε βρει καν, δεν ξέρουμε καν αν στ’ αλήθεια υπάρχει».
«Ναι. Κάποιοι άνθρωποι υποθέτω μπορούν να κάνουν πολλά για το χρήμα, η σκέτη ιδέα ενός πιθανού θησαυρού μπορεί να τους οδηγήσει στις πιο φρικτές πράξεις».
«Και κάποιος να σε ακολούθησε εδώ από τόσο μακριά μόνο και μόνο γι’ αυτό, και να βαλε και τον κυρ Μιχάλη να κάνει ένα τέτοιο πράμα… δεν ξέρω».
«Μπορεί να μη με ακολούθησε τελικά κανείς, μπορεί ο κυρ Μιχάλης να ήθελε απλά να με ληστέψει και τίποτε παραπάνω».
«Μα είπες…».
«Ξέρω τι είπα. Ήταν απλά μια υπόθεση. Κάνω πολλές υποθέσεις στο μυαλό μου, μα αυτό δε σημαίνει ότι είναι όλες βάσιμες ή ότι μπορώ να τις αποδείξω. Και φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να τις ξέρεις εσύ όλες».
«Καλά, σερ. Εγώ απλά ρώτησα…». Έστρεψε το βλέμμα αλλού, απογοητευμένος απ’ την ενόχληση που είχα δείξει, μα η περιέργεια του επέμενε. «Έχεις εχθρούς, σερ;».
Έμεινα μια στιγμή να το σκεφτώ. Συνειδητοποίησα, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή μου πως, κατά πάσα πιθανότητα, είχα όντως εχθρούς. Ποτέ μου δεν υπήρξα άγιος, ούτε βέβαια ήμουν και κανάς αχρείος, μα σίγουρα είχα κάνει πράματα κι είχα επιδείξει συμπεριφορές που μπορούσαν να κάνουν κάποιους ανθρώπους να με αντιπαθήσουν, ίσως ακόμα και να με μισήσουν. Και όμως, ποτέ ξανά δεν είχα σταθεί να αναλογιστώ το γεγονός ότι πρέπει, όντως, να είχα εχθρούς. «Όλοι μας έχουμε, Μηνά,» απάντησα τελικά.
«Όχι! Εγώ δεν έχω!» είπε σχεδόν θυμωμένος. «Και ξέρω κι άλλους που δεν έχουν! Γιατί λες ότι όλοι έχουμε εχθρούς, δεν είναι αλήθεια».
«Πιστεύω ότι μετά από μια ηλικία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν εχθρούς. Μπορεί να κάνω και λάθος όμως».
«Εσύ γιατί έχεις, σερ; Είσαι κακός άνθρωπος;» είπε, και πραγματικά με ξάφνιασε με την αφέλεια της ερώτησής του· απ’ την άλλη βέβαια, στο κάτω κάτω, δεν ήταν παρά μονάχα ένα παιδί.
«Όχι, Μηνά. Δε θα έλεγα πως είμαι κακός άνθρωπος. Απλά να, κάποιες φορές, όλοι μας… δηλαδή, οι περισσότεροι από μας, έχουμε κάνει πράγματα για το οποία δεν είμαστε περήφανοι, κι αν μπορούσαμε να γυρνούσαμε το χρόνο πίσω και να τα αλλάζαμε… ίσως και να το κάναμε. Πράματα που μπορεί να θύμωσαν ή να πλήγωσαν άλλους ανθρώπους, εννοώ».
«Εσύ σαν τι έχεις κάνει δηλαδή; Πες μου μια ιστορία».
Έβγαλα έναν πνιχτό αναστεναγμό. Εικόνες απ’ το παρελθόν άρχισαν να γεμίζουν όλες τις γωνίες του μυαλού μου, μνήμες που δεν είχα ξεχάσει ολότελα ποτέ, μα ούτε είχα θελήσει και ποτέ να τις μοιραστώ με κανέναν. Δεν είναι ότι ντρεπόμουν, όχι. Δε ντρεπόμουν για τίποτα που είχα κάνει στη ζωή μου, μα υπήρχαν γεγονότα που… δεν ξέρω. Υποθέτω θα τα χα χειριστεί λίγο διαφορετικά.
«Όπως ήδη ξέρεις, Μηνά, εγώ είμαι αρχαιολόγος. Ήμουν μάλλον, όχι πια. Ως αρχαιολόγος λοιπόν υπήρξα το δεξί χέρι του σερ Λέοναρντ Γούλεϊ, όταν κάναμε τις ανασκαφές στο Ιράκ. Έχεις ακούσει ποτέ για την πόλη Ουρ; Των Σουμέριων;».
«Ουρ; Όχι, αλλά έχω διαβάσει κάπου για τους Σουμέριους που είπες. Είναι αρχαίος λαός».
«Ακριβώς. Η Ουρ ήταν μια απ’ τις σπουδαιότερες πόλεις τους. Είχε θαφτεί μέσα στην έρημο για χρόνια, κι εγώ, πριν μπόλικα χρόνια, μαζί με τον σερ Γούλεϊ και την ομάδα μας, την ξεθάψαμε. Κι ήταν ένα πραγματικό θαύμα, ακόμα κι έτσι, γκρεμισμένη, ερειπωμένη, σκεπασμένη με άμμο. Μια αληθινά εντυπωσιακή ανακάλυψη. Κάποια μέρα πρέπει να πας εκεί, να δεις τους τάφους και τα ζιγκουράτ, Μηνά, θα μείνεις μ’ ανοιχτό το στόμα».
«Τι είναι τα ζιγκουράτ, σερ;».
«Είναι κάτι τεράστια κτίσματα, γεμάτα σκαλιά, με πολλά επίπεδα, τριγωνικά, κάπως σαν τις πυραμίδες της Αιγύπτου, όχι ακριβώς μα στο περίπου, και πιο παλιά ακόμα».
«Κατάλαβα. Αλλά που το κακό σ’ αυτό; Ανακάλυψες μια αρχαία πόλη, γιατί είναι κακό αυτό;».
«Όχι, δεν είναι κακό αυτό. Απλά, μαζί με την πόλη ανακαλύψαμε και πολλά άλλα πράματα. Κεραμικά σκεύη, κοσμήματα, ακόμα και μουσικά όργανα. Κάτι σαν λύρες για την ακρίβεια. Το λοιπόν, έκρινα ότι κάποια απ’ αυτά τα ευρήματα, για την ακρίβεια μια λύρα και δυο περιδέραια από ατόφιο χρυσάφι, θα ήταν άξια ανταμοιβή για τους κόπους μου –μην ξεχνάς ότι η όλη διαδικασία των ανασκαφών κράτησε πάνω κάτω μια δεκαετία, πολύς καιρός. Οπότε… τα πήρα. Ο σερ Γούλεϊ με κατέκρινε πολύ σκληρά γι’ αυτό. Είπε ότι τα κτίσματα ανήκουν στους ντόπιους, τα ευρήματα που μπορούσαν να μεταφερθούν ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο, και σε μας, τους αρχαιολόγους, ανήκει η δόξα και μόνο. Δεν το δέχτηκα. Η προοπτική της δόξας δε μου κακοφαινόταν, αλλά πάντα έβλεπα τον εαυτό μου πρωτίστως ως συλλέκτη –αυτό είχε τη μεγαλύτερη σημασία για μένα: να μαζεύω μικρά πραματάκια από δω κι από κει, ενθύμια των περιπετειών μου, κειμήλια ολόκληρου του ανθρώπινου πολιτισμού… Τέλοσπάντων, δεν υπάρχει λόγος να μπω σε λεπτομέρειες, μα τσακωθήκαμε έντονα γι’ αυτό το ζήτημα, και κανείς απ’ τους δυο μας δεν έλεγε να υποχωρήσει. Τελικά τα κράτησα. Από τότε ο σερ Γούλεϊ όχι μόνο δε μου ξαναμίλησε, μα προσπάθησε να με μειώσει και να με διαβάλλει στους συναδέλφους μου. Δεν αποκάλυψε ποτέ δημόσια τι ακριβώς είχε συμβεί (έξαλλου δεν είναι ασύνηθες οι αρχαιολόγοι να κρατάμε ευρήματα για την προσωπική μας συλλογή), μα έγραψε ένα άρθρο στο οποίο με συκοφάντησε αισχρά, και μου έσυρε κάθε λογής κατηγορίες, πράγματα που τα περισσότερα δεν ήταν καν αλήθεια. Πραγματικά ένιωσα εκείνη την περίοδο ότι με μισεί. Φυσικά το συμβάν ξεχάστηκε σχετικά σύντομα, η αξιοπιστία μου ως αρχαιολόγος δεν πλήχτηκε τελικώς καθόλου, μα ο Λέοναρντ δε μου το συγχώρησε ποτέ. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω».
Ο Μηνάς έμεινε για λίγη ώρα σκεφτικός και σιωπηλός. Τελικά είπε: «Εντάξει, σερ. Δεν ακούγεται και τόσο κακό. Δηλαδή ναι, είσαι λίγο κανάγιας, αλλά ως εκεί…».
Γέλασα δυνατά. «Μάλλον έχεις δίκιο. Δεν είναι και τόσο κακό… Μα ας σταματήσουμε τώρα τις κουβέντες γιατί νιώθω πως κουράζομαι, και δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα με κρατούν τα πόδια μου».
«Μην ανησυχείς, σερ. Να, δες εκεί. Φτάσαμε σχεδόν».
Και πραγματικά, προς μεγάλη μου ανακούφιση, ευθεία μπροστά μας, στο ύψωμα, άρχισε να διαγράφεται καθαρά το χωριό των Σπόων. Από κει, λίγο αργότερα, θα ναυλώναμε μαζί με κανα δυο ντόπιους ένα καμιόνι και θα γυρνούσαμε στα Πηγάδια.
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ
Διαβάστε το τρίτο μέρος εδώ
Διαβάστε το τέταρτο μέρος εδώ
Διαβάστε το πέμπτο μέρος εδώ
Διαβάστε το έκτο μέρος εδώ
01.10.2022