Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης έχει πει: «Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος από αυτά που έχει αφομοιώσει».
Ασφαλώς το ίδιο συμβαίνει και με τους συγγραφείς. Ο συγγραφέας, κατά τη διαδικασία της γραφής, ανακαλεί βιώματα, ακούσματα και γεγονότα, τα οποία τον διαμόρφωσαν ως άνθρωπο, επηρέασαν τη σκέψη του και καθόρισαν τη τέχνη του.
Όσο όμως κι αν εμπιστεύεται ο δημιουργός τα βιώματα του, ποτέ δεν περιορίζεται σε αυτά. Εκείνο που τελικά θα βάλει τη σφραγίδα ποιότητας στο έργο του είναι η ίδια η φαντασία του, η μόνη αναμάρτητη λειτουργία του ανθρώπινου νου. Αυτές τις σκέψεις καταθέτω με αφορμή το διήγημα που ακολουθεί, στο οποίο πολλοί συμπατριώτες μου θα βρουν ομοιότητες με πρόσωπα και γεγονότα. Ωστόσο, τα πραγματικά γεγονότα είναι μόνο η σπίθα που πυροδότησε τη φαντασία.
Το μπαλκόνι
Δέκα χρόνια μόνο έλειψα από το νησί, μα όταν γύρισα όλα είχαν αλλάξει, θαρρείς κι είχε περάσει ένας αιώνας από ‘κείνο το πρωινό που μπήκα στο καράβι με τους γονιούς μου, αναζητώντας στον Καναδά μια καλύτερη ζωή.
Οι χωματόδρομοι που είχα οργώσει με το πατίνι μου είχαν ασφαλτοστρωθεί, στις αλάνες που παίζαμε ποδόσφαιρο υψώνονταν τώρα ξενοδοχεία κι οι άνθρωποι…. αλλιώτικοι μου φάνηκαν κι αυτοί.
Ακόμα και το σπίτι μου τρόμαξα να γνωρίσω. Δεν ήταν πια εκείνο το θεόρατο, όπως μου φαινόταν τότε, διώροφο που ξεχώριζε μες τα χαμόσπιτα, ήταν ένα μικρό σπίτι με ξεφτισμένους τοίχους, ανάμεσα σ’ άλλα, μεγαλύτερα και ψηλότερα. Μόνο το μπαλκόνι με τα χτιστά κολονάκια μου φάνηκε ίδιο. Κοιτούσε ακόμα, περήφανο σαν και τότε, από ψηλά τη γη…
Την άλλη μέρα σηκώθηκα πριν να φέξει. Κατέβηκα στον παραλιακό δρόμο και μέτρησα ένα ένα τα δέκα οκτώ αρμυρίκια. Έφτασα στο λιμάνι κι από κει τα βήματά μου, ασυναίσθητα σχεδόν, μ’ έφεραν ως το μικρό κοιμητήρι.
Το μνήμα του Ανέστη ήταν όπως το θυμόμουν. Γεμάτο λουλούδια, καθαρό, με αναμμένο το καντήλι. Από σύμπτωση θες, από τερτίπι της μοίρας ίσως, δίπλα στου Ανέστη ήταν το μνήμα της Βάσαινας. Τό ‘χαμε ακούσει στον Καναδά πως πέθανε και τότε μάλιστα πρωτόμαθα πως τ’ όνομά της ήταν Βαγγέλα και πως το Βάσαινα ήταν παρατσούκλι, η γυναίκα του Βάσου, δηλαδή.
Έρημο και σκεβρωμένο ήταν το μνήμα της Βάσαινας, όπως ήταν κι η ίδια όσο ζούσε. Έβγαλα τη φωτογραφία της μέσα από το ντουλαπάκι του τάφου και την κοίταξα. Είχε ξεθωριάσει η μορφή της, κάποιος άλλος μπορεί να μην την αναγνώριζε. Μα εγώ τη θυμόμουν καλά…
Με το σπίτι της Βάσαινας είχαμε μεσοτοιχία. Η πρώτη εικόνα της που φέρνω στη μνήμη μου ήταν εκείνη τη μέρα- θα ’μουν κοντά δέκα χρονώ- που μπήκε φουριόζα στο σπίτι μας κι άρχισε να φωνάζει στη μάνα μου.-Να χτίσεις διπλό τούβλο, Ερήνη, έτσι λέει ο νόμος, τ’ ακούς;
Σηκώναμε όροφο στο σπίτι μας εκείνη την εποχή. Θα ’τανε το πρώτο σπίτι στη γειτονιά με δεύτερο πάτωμα κι εγώ περίμενα με ανυπομονησία να τελειώσει, για να ‘χουμε μπαλκόνι να βάζουμε τη σημαία μας τις γιορτές ν’ ανεμίζει σαν τη σημαία του Δημαρχείου ψηλά, φάτσα στο λιμάνι. Κι έγινε το μπαλκόνι μας. Καμαρωτό, με τ’ άσπρα του τα κολονάκια, ψηλά πάνω από τη γη.
-Ένα τούβλο θα χτίσουμε, Βάσαινα, κι όταν με το καλό κάμεις κι εσύ πανωσήκωμα, θα χτίσεις άλλο ένα κολλητά. Έτσι γίνεται στις μεσοτοιχίες, είπε η μάνα μου με ‘κείνη τη φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση.
-Και τα νερά της βροχής πού θα πέφτουν, σαν γλιστρούν από τα κεραμίδια σου, Ερήνη, στην ταράτσα μου; Εγώ έχω πράματα εκεί πάνω. Ακριβά πράματα!
Όλη η ταράτσα της ήταν γεμάτη κουτιά και μπόγους παραφουσκωμένους. Τα ’χε σκεπασμένα με μουσαμάδες και χαρτόνια, αλλά όταν έπαιρνε να φυσά η τραμουντάνα τα σήκωνε και τα στριφογύριζε σαν ξερόκλαδα, πάνω κάτω.
Ανέβαινε τότε η Βάσαινα στην ταράτσα της, αδιάφορο αν γινόταν χαλασμός κόσμου, αν ήταν μεσάνυχτα ή ξημέρωμα, και στερέωνε τους μουσαμάδες με πέτρες ή κατέβαζε μερικούς μπόγους για να τους φυλάξει στο σπίτι της.
Σιγά- σιγά η ταράτσα της γέμισε και δεν ήταν μήτε μια σπιθαμή άδεια να πατήσει το πόδι της γάτας.-Τι έχει, καλέ, η Βάσαινα μες στις κούτες; ρώταγα τη μάνα μου.
-Τον κακό της τον καιρό έχει, μού ’λεγε εκείνη χωρίς άλλη εξήγηση.Κάποτε βρήκα το κουράγιο και ρώτησα την ίδια.
-Τι έχεις μέσα στις κούτες, Βάσαινα;
Με κοίταξε μια στιγμή συνοφρυωμένη σαν να προσπαθούσε να με ψυχολογήσει. Ύστερα το πρόσωπό της γαλήνεψε και σχεδόν μου χαμογέλασε.
– Πράματα έχω, καμάρι μου, του γιου μου. Μού ’γραψε πως θα ’ρθει να παντρευτεί κι ετοιμάζω τα προικιά του.Το τι μπορούσε να κρύβει η Βάσαινα μέσα στα καλοσκεπασμένα κουτιά ήταν η καθημερινή συζήτηση με τους φίλους μου, σαν παραμεγαλώσαμε λιγάκι.
-Λες νά ‘χει τίποτε καλά ρουλεμάν για πατίνια; αναρωτιόταν ο Κωστής.
-Μπα, έλεγε ο Ζαφείρης, πού ήταν να τα βρει τα ρουλεμάν η γριά; Εγώ λέω μήπως έχει τίποτε δίσκους γραμμοφώνου από την εποχή που ήταν εδώ ο γιος της.
Ο θείος μου που ήταν συμμαθητής του, μού ’πε πως ο γιος της ο Θανάσης είχε το καλύτερο γραμμόφωνο εκείνη την εποχή. Του τό’ χε, λέει, στείλει ο του πατέρας του από την Αμερική.Εγώ, τον άντρα και το γιο της Βάσαινας δεν τους είχα δει ποτέ.
Από τις κουβέντες που είχα ακούσει ήξερα πως ο άντρας έφυγε για την Αμερική και δεν ξαναγύρισε πίσω στο νησί μας. Λέγανε μάλιστα πως ήταν ξαναπαντρεμένος εκεί με μια σπανιόλα κι είχε και παιδί μαζί της. Για το γιο της πάλι ήξερα πως είχε πάει κι αυτός στην ξένη χώρα να βρει τον πατέρα του για να προσπαθήσει, λέει, να πάρει κι εκείνος μερίδιο από την περιουσία που είχε φτιάξει εκεί. Μήτε κι αυτός είχε ξαναφανεί.
Ώρες καταστρώναμε σχέδια πώς να φτάσουμε στην ταράτσα της Βάσαινας και να βρούμε το θησαυρό που πιστεύαμε πως κρύβει.
Αρχηγός μας ήταν ο Ανέστης, ο μοναχογιός του Καλύμνιου του ψαρά, ένα μαυριδερό και μπρατσωμένο παλικάρι που μας είχε και στεκόμασταν σούζα μπροστά του. Δεκάξη χρονών ήτανε τότε ο Ανέστης κι εμείς στα δεκατέσσερα.
-Εγώ είμαι, ρε, ο Αλή Μπαμπάς και σεις οι σαράντα κλέφτες μου. Ακούτε;
Θα το πάρουμε το πράμα, πού θα πάει, έλεγε ο Ανέστης.
Και περνούσαν οι μήνες και περιμέναμε την κατάλληλη ευκαιρία να χτυπήσουμε το στόχο.Η Βάσαινα δεν είχε πολλά λόγια με κανένα, αν εξαιρέσεις εμάς τα παιδιά που πότε- πότε μας καλομίλαγε. Όλη μέρα ήταν κλειδωμένη στο σπίτι της, με αμπαρωμένα τα παραθυρόφυλλά της.
Μα σαν σουρούπωνε κι ανάβανε τα φώτα στους στύλους, έβγαινε σκυφτή και σιωπηλή κρατώντας ένα χοντρό κλαδί για μαγκούρα από το ένα χέρι και μια μεγάλη πάνινη τσάντα από το άλλο. Γύριζε στις γειτονιές και μάζευε ό,τι έβρισκε.
Χαρτόνια, πεταμένες πλαστικές λεκάνες, μπουκάλια της χλωρίνης. Τι τα ’κανε δεν είδα ποτέ γιατί, ώσπου να ‘ρθει από τη γύρα της, εγώ είχα κοιμηθεί.Μια μέρα, ήτανε Μεγάλη Τετάρτη θυμάμαι, ήρθε η Αστυνομία έξω από το σπίτι της.
Ο χωροφύλακας φώναζε ώρα απ’ έξω.
-Κυρά Βάσαινα, έβγα έξω να σου μιλήσω. Με τα πολλά πρόβαλε στην πόρτα.
-Τι είναι που θέλεις, λεβέντη μου;
-Κυρά Βάσαινα, έχω καταγγελία πως από το σπίτι σου βγαίνουν αρουραίοι και πρέπει να κάνω έρευνα να δω. Αν είναι να φέρουμε το Υγειονομικό να κάμει μιαν απολύμανση.
Η Βάσαινα άναψε και κόρωσε από θυμό.-Που να τους φάσι οι αρουραίοι τα μάτια αυτονών που τα λένε. Να μη σώσουνε να κάμουν Ανάσταση, οι αμαρτωλοί που λένε τα ψόματα.
Το όργανο άρχισε να εκνευρίζεται.
-Άνοιξε να ρίξω μια ματιά κι αν δεν τρέχει τίποτε θα την κλείσω την υπόθεση.Η Βάσαινα πήρε το γλυκό της.
-Θα σ’ άνοιγα, καμάρι μου, που να σε χαρεί που σ’ έχει, μα δεν μπορώ σήμερα. Ασβεστώνω, γιε μου, τους τοίχους μέρες που’ ναι κι έχω τα πράματα μες τη μέση. Μη τους ακούς τους κακούς ανθρώπους, βασιλόπουλό μου, και δεν έχω ’γω ποντικούς στο σπίτι μου. Εγώ ’χω δυο γάτες καλές που δεν αφήνουν τέτοιο πράμα μέσα. Που να σε χαίρεται η μάνα σου και να σε δει καλοπαντρεμένο, άμε στην ευχή του Θεού.
Έφυγε ο χωροφύλακας κι εμείς χάσαμε την ευκαιρία να δούμε τι έκρυβε το κλειδαμπαρωμένο σπίτι της γειτόνισσας.Το ίδιο βράδυ μας μάζεψε ο Ανέστης.
-Λέω να κάνουμε τη δουλειά, μεθαύριο, τη Μεγάλη Παρασκευή.Ένας φόβος μπήκε στην ψυχή μου ξαφνικά. Ένα κακό προαίσθημα. Προσπάθησα να φέρω αντίρρηση.
-Μα, θα πάμε στον Επιτάφιο….
-Θα πάμε λίγο στην αρχή, αλλά μόλις πάρει το δρόμο για το νεκροταφείο, εμείς θα στρίψουμε και θα γυρίσουμε πίσω, μ’ έκοψε ο Ανέστης.
-Μα, θα με γυρεύει η μάνα μου….
-Θα της πεις πως θα ’σαι μπροστά να κρατάς εξαπτέρυγο. Δε μου λες ρε, μπας και φοβάσαι; Κουνέλια δε θέλω στην παρέα μου.Κουνέλι! Μεγάλη προσβολή να την αντέξουν τα δεκατέσσερα χρόνια μου. Κι ήταν κι άλλοι που με κοίταγαν και κούναγαν τα κεφάλια τους.
-Εντάξει, είπα. Μεθαύριο! Ξημέρωσε η Μεγάλη Παρασκευή χωρίς ήλιο.
Ένα αεράκι κουνούσε απαλά τα αρμυρίκια της προκυμαίας. Οι χωριανοί ετοιμάζονταν για τη μεγάλη νύχτα κι οι τσέπες μας ήταν γεμάτες στράκες που περιμέναμε να τις παίξουμε την ώρα της Ανάστασης. Εγώ στριφογύριζα όλη μέρα έξω από σπίτι της Βάσαινας. Σε μια στιγμή βγήκε στην αυλή της και πότισε τα βασιλικά της. Με κοίταξε.
-Ε Μανολή, δεν επήγες εσύ να δεις που στολίζουνε τον επιτάφιο; Πάρε, γιε μου, αυτά τα βασιλικά να τα βάλουνε κάτω ν’ ακουμπήσουνε πάνω το Σταυρωμένο.Αισθανόμουνα μουδιασμένο το σώμα μου και τα πόδια μου καρφωμένα στο χώμα σαν του Σταυρωμένου στο ξύλο.
– Α, δε κατεβαίνω τώρα στην εκκλησία. Το βράδυ θα πάω . Εσύ θα πας;
-Δεν μπορώ, καμάρι μου, και με πονούν τα πόδια μου τα ρημαδιασμένα. Μεγάλη η χάρη του, μα δε θα πάω, είπε και σταυροκοπήθηκε.Εγώ έτρεξα με χαρά να βρω τους άλλους που παίζανε γκαζές έξω από το σπίτι του Ανέστη
-Δε γίνεται απόψε η δουλειά ! Η Βάσαινα δε θα πάει στον Επιτάφιο.
Για μια στιγμή βουβάθηκαν όλοι. Ύστερα ο Κωστής που έξυνε όλη την ώρα σκεφτικός το κεφάλι του, είπε.
-Να της πούμε ότι είδαμε πεταμένες κούτες στο συνεργείο του Μπούκουρα. Μέχρι να πάει να τις φέρει εμείς θά ’χουμε τελειώσει τη δουλειά.Ο Ανέστης συμφώνησε και είπε να της πω εγώ για τις κούτες. Δεν μπόρεσα να φέρω αντίρρηση.Βραδάκι βγήκα από το σπίτι με τη λαμπάδα στο χέρι. Η Βάσαινα ήταν έξω με το θυμιατό και θύμιαζε τις γλάστρες της.
-Ε, Βάσαινα, είδα προχτές εκεί στο συνεργείο του Μπούκουρα κάτι γερές κούτες. Είναι από γερμανικά ανταλλακτικά, πολύ γερές σου λέω. Έλεγα μήπως τις ήθελες για την προίκα του γιου σου.Με κοίταξε με καλοσύνη.
-Ω, που νά ‘χεις καλή τύχη, Μανολή μου, να σε χαίρονται οι γονέοι σου και να σε καμαρώσουν γιατρό τελειωμένο. Τις θέλω τις κούτες, καμάρι μου, και μόλις κατεβάσω το τσουκάλι από τη φωτιά που βράζω μερικά λάχανα, θα πάω να τις φέρω. Η ευχή μου στα είκοσί σου νύχια, είπε και μπήκε στο σπίτι της.
Πίσσα σκοτάδι, όλο το χωριό ακολουθούσε τον Επιτάφιο κι εμείς, τέσσερα παιδιά, μπήκαμε στο σκοτεινό σπίτι μου.
– Θα πηδήξω στη ταράτσα της από το μπαλκόνι σας, είχε βγάλει απόφαση ο Ανέστης. Δεν ήτανε εύκολο πράμα. Έπρεπε να πατήσει πάνω στα κολονάκια του μπαλκονιού, ύστερα να περπατήσει λίγο πάνω στη γύψινη κορνίζα και μετά να ρίξει πήδο μέχρι την ταράτσα. Τα κατάφερε κι έφτασε ο Ανέστης, αλλά μας φώναξε:-Εσείς περιμένετε εκεί, είναι απόσταση μπορεί να μη τα καταφέρετε.
Μείναμε οι τρεις στο μπαλκόνι και κοιτάγαμε. Ο Ανέστης άρχισε να ανοίγει τα κουτιά.-Βρίσκεις τίποτε;-Τίποτε, να πάρει… Κουρέλια έχει μέσα η παλιόγρια.
-Κοίτα και τους μπόγους, είπε ο Κωστής. Ο Ανέστης άνοιξε και τους μπόγους. Τίποτε κι εκεί.
-Είναι τρελή η γριά, σας λέω, σκουπίδια έχει μέσα, σάπια πράματα που σκυλοβρωμάνε.Ο Ανέστης συνέχιζε να ψάχνει όταν ξαφνικά μέσα στην απόλυτη ησυχία, ακούστηκε η στριγγλιά.
-Κλέφτες! Αστυνομία! Γειτόνοι, προφτάσετε, κλέφτες! Η Βάσαινα είχε εμφανιστεί αθόρυβα στην ταράτσα κραδαίνοντας το ραβδί της. Την είδα να τρέχει σαν μαύρος καλικάντζαρος μέσα στο σκοτάδι και πάγωσαν από τον τρόμο οι ρίζες των μαλλιών μου.
Ο Ανέστης πηδώντας πάνω από μπόγους και κασόνια έφτασε στη μεσοτοιχία. Ανέβηκε στο περβάζι της ταράτσας, ζυγιάστηκε για μια στιγμή με τα χέρια ανοιγμένα και πήδηξε προς το μπαλκόνι μας. Εκείνη την ώρα θυμήθηκα ξαφνικά και κάτι ακόμα που είχε πει η Βάσαινα στη μάνα μου τη μοναδική φορά που ήρθε στο σπίτι μας να μιλήσει για τη μεσοτοιχία.«Και το μπαλκόνι, Ερήνη, να μην το φτάσετε κοντά στην ταράτσα μου, μη πάει και πηδήσει καμιά ώρα κανένας και μου πάρει τα πράματά μου».Αυτή ήταν η μόνη χάρη που της έκανε η μάνα μου. Έφτιαξε το μπαλκόνι μας πολύ μακριά από την ταράτσα της. Αλλά ο Ανέστης δεν το ‘ξερε….