Το μπαλόνι. Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

Το μπαλόνι. Διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη

 

Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Ο πατέρας μου ήταν σακάτης και η μάνα μου, αν και ήταν πρόθυμη και εργατική, δεν ήξερε πώς βγαίνουν τα λεφτά. Με μια μικρή αναπηρική σύνταξη του πατέρα πληρώναμε το νοίκι και τους λογαριασμούς. Για τα υπόλοιπα –φαγητό, ρούχα…– είχε φορές που περίσσευαν λίγα λεφτά και τρώγαμε και ντυνόμασταν, είχε φορές που πεινούσαμε. Για βόλτες και παιχνίδια… ούτε λόγος.
Εγώ ζήλευα τα παιδάκια που είχαν μπάλες, στρατιωτάκια και άλλα παιχνίδια. Λάτρευα τη λάμψη τους, τα χρώματά τους…
Μια μέρα πήγα με τη μαμά σε μια πλατεία. Με έπαιρνε συχνά εκεί να κάνω τσάμπα κούνια στη δημοτική παιδική χαρά να μου φεύγει το μαράζι. Δυο τρεις πλανόδιοι έμποροι πλεύριζαν τα παιδιά και τους γονείς. Πουλούσαν ζαχαρωτά, γλειφιτζούρια και παιχνίδια. Προσπαθούσαν να ξελογιάσουν τα παιδιά και αυτά έσερναν απ’ τα φουστάνια τις μανάδες τους στον πάγκο τους.
-Μα αγοράστε ένα παιχνιδάκι, κυρία μου. Δε βλέπετε που κλαίει το παιδί; Δεν αξίζει δυο ευρώ το χαμόγελο του βλασταριού σας; έλεγε εκείνος στις μαμάδες, σαν να νοιαζόταν περισσότερο για το χαμόγελο των παιδιών παρά για την τσέπη του.
Ζητούσα κι εγώ επίμονα από τη μάνα μου να μου αγοράσει ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Ο έμπορας έλεγε πως ήταν γεμισμένο με ήλιο και γι’ αυτό πετούσε ψηλά.
-Μαμά, πάρε μου ένα μπαλόνι με… ήλιο μέσα! κλαψούριζα εγώ και την τραβούσα από το φουστάνι.
Νόμιζα πως είχαν κόψει απ’ τον ήλιο ένα κομμάτι και είχαν γεμίσει με αυτό το μπαλόνι. Ήθελα να έχω κι εγώ μια φετούλα αληθινό ήλιο να παίζω.
-Δε μ’ αγαπάς! Ποτέ δε μου αγόρασες ένα αληθινό παιχνίδι! της φώναξα.
Με εκείνο το «δε μ’ αγαπάς» είχα ακουμπήσει την πιο ευαίσθητη χορδή της καρδιάς της μάνας μου.
– Σ’ αγαπώ, βλαστάρι μου, μα…!
-Δείξτε με πράξεις την αγάπη σας, κυρία μου! σιγόνταρε από δίπλα ο πωλητής.
Η μάνα μου υποχώρησε. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα κέρμα και πλήρωσε.
-Ποιο μπαλόνι σ’ αρέσει; Διάλεξε!
Πήρα το πιο όμορφο. Η μάνα μου έδεσε τον σπάγκο στο χέρι μου για να μη μου φύγει. Περπατούσα δίπλα της και δεν κοιτούσα πια τη γη. Μόνο τον ουρανό κοιτούσα και καμάρωνα το μπαλόνι μου.
Τότε έγινε το απρόσμενο. Το μπαλόνι με τράβηξε ψηλά. Η μάνα μου άπλωσε το χέρι να με κρατήσει μα είχα ήδη υψωθεί πάνω απ’ την πλατεία.
-Αγόρι μου! άκουσα τρομαγμένη τη φωνή της.
Εγώ όμως δεν είχα τρομάξει. Αντίθετα γελούσα ευτυχισμένος. Πίστευα πως το κομμάτι του ήλιου, με το οποίο είχαν γεμίσει το μπαλόνι, τραβούσε για τον μπαμπά του, τον ήλιο, κι έπαιρνε κι εμένα μαζί. Έβλεπα τη γη από ψηλά και δε σταματούσα να γελώ. Ακόμα κι όταν νύχτωσε κι άναβαν τα φώτα της πολιτείας, συνέχισα να γελώ ευτυχισμένος.
Κάποτε η κούραση με νίκησε. Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα ψηλά στον ουρανό, με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.
Ξύπνησα στο κρεβάτι μου. Στην καρέκλα είδα δεμένο το μπαλόνι μου.
Ήπια το γάλα μου και βγήκα στην αλάνα να καμαρώσουν τα παιδιά το πιο όμορφο μπαλόνι της γης, που ήταν δικό μου. Τους είπα πως με είχε ταξιδέψει την προηγούμενη νύχτα ψηλά στον ουρανό. Γέλασαν. Δε με πίστεψαν. Η χαρά μου θάμπωσε.
Έτρεξα βουρκωμένος στο σπίτι.
-Μαμά, τα παιδιά δεν πιστεύουν πως πέταξα στ’ αλήθεια με το μπαλόνι μου στον ήλιο!
Εκείνη χαμογέλασε.
-Μη βάζεις έγνοια, αγόρι μου. Εγώ σε πιστεύω. Ήσουν τόσο χαρούμενος… που πέταξες αλήθεια ως τον ήλιο!

Γ΄ Βραβείο στον 9ο Διαγωνισμό Διηγήματος Ε.Π.Ο.Κ. (2018)

πηγή: blogs.sch.gr/vagergats/tag/mikrodiigima-flash-fiction/