karpathiakanea.gr

Το υποθετικό τώρα, της Ζωής Σαμαρά

Το υποθετικό τώρα, της Ζωής Σαμαρά

Βικτωρία Καπλάνη, «Μεταίχμιο», εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2021

Με­ταίχ­μιο. Ανά­με­σα σε ποια αντί­θε­τα ση­μεία;

Το ένα ας εί­ναι το οπι­σθό­φυλ­λο. Ας το αφή­σου­με να πε­ρι­μέ­νει την ολο­κλή­ρω­ση της ανά­γνω­σης. Οι σκέ­ψεις που πε­ρι­κλεί­ει δεν βρί­σκο­νται τυ­χαία στο τέ­λος, όπως δεν εί­ναι τυ­χαίο ότι το πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής κα­θο­δη­γεί τον ανα­γνώ­στη.
Το νέο βι­βλίο της Βι­κτω­ρί­ας Κα­πλά­νη αρ­χί­ζει με το ποι­η­τι­κό εγώ κά­τω από τις λέ­ξεις, στα πα­ρα­σκή­νια του ποι­ή­μα­τος, σαν σε σκη­νι­κές οδη­γί­ες, να σκια­γρα­φεί κά­ποιον που «Ακρο­πα­τεί σ’ ένα στε­νό περ­βά­ζι». Στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος, η ανα­φο­ρά στο κε­ντρι­κό πρό­σω­πο πα­ρα­μέ­νει τρι­το­πρό­σω­πη, αλ­λά χω­ρίς μά­σκα. Εί­ναι ο δη­μιουρ­γός, το κα­τε­ξο­χήν πρώ­το πρό­σω­πο στην ποί­η­ση, η ποι­ή­τρια στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση: «θα πε­τά­ξει / θα πά­ει στο κε­νό / ή θα πε­ρι­μέ­νει ακί­νη­τη το θαύ­μα;» Η τολ­μη­ρή ει­κο­νι­κή κί­νη­σή της, σαν άνε­μος, ση­κώ­νει τα βι­βλία ψη­λά, «αδειά­ζουν τις λέ­ξεις τους», τα γράμ­μα­τά τους, «τυ­λί­γο­νται στα πό­δια των πε­ρα­στι­κών» (σ. 5). Η ποί­η­ση δεν εί­ναι πο­τέ μό­νη. Τό­τε για­τί το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο απου­σιά­ζει από το ποί­η­μα, κρύ­βε­ται στο με­ταίχ­μιο, ανά­με­σα στην κί­νη­ση –το πέ­ταγ­μα στο κε­νό– και την ακι­νη­σία – το θαύ­μα; Ο τί­τλος του βι­βλί­ου επι­βάλ­λει τη θε­μα­τι­κή από τον πρώ­το στί­χο.
Στο επό­με­νο ποί­η­μα (σ. 9), «στο με­ταίχ­μιο της άλ­λης μέ­ρας», το ξη­μέ­ρω­μα, στιγ­μή ανα­χώ­ρη­σης των ετοι­μο­θά­να­των στη λο­γο­τε­χνία, πε­ρι­γρά­φε­ται με το λο­γο­παί­γνιο των με­γά­λων μας τρα­γι­κών, ως «αιών δυ­σαί­ων», βί­ος αβί­ω­τος. Και το ολι­γό­στι­χο ποί­η­μα, πι­θα­νή εξει­κό­νι­ση της εφή­με­ρης ζω­ής μας, τε­λειώ­νει με την εμ­φά­νι­ση μιας μαύ­ρης πε­τα­λού­δας, που συμ­βο­λί­ζει συ­νή­θως τη με­ταμ­φί­ε­ση, μια μορ­φή αιω­νιό­τη­τας, αλ­λά εδώ πα­ρα­μέ­νει μαύ­ρη. Δυ­σαί­ων και ο δι­κός της αιών, δεν τον σώ­ζει η ει­κο­νι­κή μα­κρο­ζω­ία του.

Ο θά­να­τος ανα­τρέ­πει τους συμ­βο­λι­σμούς, η σκά­λα δεν ση­μα­το­δο­τεί εδώ την ανά­τα­ση, δεν προ­φυ­λάσ­σει από την πτώ­ση:

Πε­σμέ­νος στη σκά­λα
με τη βα­λί­τσα στο χέ­ρι

ανα­χώ­ρη­σε τα ξη­με­ρώ­μα­τα σιω­πη­λός
ένας ακό­μη άν­θρω­πος
(σ. 16).

Και ενώ οι ονο­μα­σί­ες κα­τέ­χουν ση­μα­ντι­κή θέ­ση στο βι­βλίο, ποι­ή­μα­τα κά­τω από τον ίδιο γε­νι­κό τί­τλο εί­ναι κα­τ’ ου­σί­αν άτι­τλα, με μό­νη έν­δει­ξη ένα λα­τι­νι­κό αριθ­μό. Κα­θώς ο τί­τλος εί­ναι όνο­μα, Λό­γος, και τα φω­νή­μα­τά του δη­μιουρ­γούν έν­νοιες ή και αντι­κεί­με­να, η απου­σία ταυ­τό­τη­τας δη­λώ­νει την πρό­θε­ση της ποι­ή­τριας να προ­φυ­λά­ξει το ποί­η­μα και την ιε­ρή ανά­γνω­σή του από οποια­δή­πο­τε εξω­τε­ρι­κή δύ­να­μη που θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει τον ανα­γνώ­στη σε κοι­νούς ή απλώς γνω­στούς τό­πους.

Ου­σια­στι­κή, η λέ­ξη «νή­μα» επα­νέρ­χε­ται στη συλ­λο­γή, αλ­λά όχι με δη­μιουρ­γό την Αριά­δνη, όπως σε προη­γού­με­νες ποι­η­τι­κές συν­θέ­σεις τής Κα­πλά­νη. Και εδώ μας οδη­γεί από το σκό­τος στο φως, από το θά­να­το στη ζωή με όλες τις επι­πλο­κές και τις αυ­το­α­ναι­ρέ­σεις της, αλ­λά και αντι­τί­θε­ται στο με­ταίχ­μιο. Ενώ το νή­μα συν­δέ­ει και κα­θο­δη­γεί, το με­ταίχ­μιο διαι­ρεί και εξο­στρα­κί­ζει. Με­ταίχ­μιο δεν εί­ναι μο­νά­χα η ελά­χι­στη από­στα­ση που χω­ρί­ζει τη μια μέ­ρα από την άλ­λη. Δεί­χνει την αντί­στα­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, την άρ­νη­σή της να με­τα­βεί σε μια ανώ­τε­ρη σφαί­ρα:

Ποιος κι­νεί τα νή­μα­τα
οι πο­λί­τες, ο Θε­ός
ή μή­πως οι αό­ρα­τοι άλ­λοι;
(σ. 12)

Η επα­νά­λη­ψη της λέ­ξης «νή­μα» μάς θυ­μί­ζει ότι εί­μα­στε μα­ριο­νέ­τες στα χέ­ρια κά­ποιου αό­ρα­του όντος, κά­ποιου αό­ρα­του χει­ρι­στή των νη­μά­των μας (σ. 65), «Μα­ριο­νέ­τες οι άν­θρω­ποι / τρο­μαγ­μέ­να που­λιά» (σ. 15).

Η ανά­γνω­ση άλ­λων ποι­η­τών ανά­με­σα στις λέ­ξεις της Κα­πλά­νη, κυ­ρί­ως αρ­χαί­ων, υπεν­θυ­μί­ζει μια παι­δεία άλ­λων επο­χών, που τα­ξι­δεύ­ει με ού­ριο άνε­μο μέ­σα στην ποί­η­ση. O Baudelaire κά­νει επί­σης την εμ­φά­νι­σή του με άρω­μα αλ­λη­λου­χί­ας, με δέ­ντρα-γλυ­πτά να επι­κοι­νω­νούν με τους δια­βά­τες:

Δέ­ντρα λα­ξεύ­ει με βία ο και­ρός
γλυ­πτά στο μου­σείο του δρό­μου

ταγ­μέ­να να προ­σεύ­χο­νται
για τους δια­βά­τες
(σ. 39).

Η πέ­τρα κα­τέ­χει κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση, επα­να­φέ­ρο­ντας στο προ­σκή­νιο τον Δευ­κα­λί­ω­να και την Πύ­ρα, την πέ­τρα ως πη­γή ζω­ής:

Λέ­ξεις έπε­σαν στην πέ­τρα
πέ­τρω­σαν
φω­νή­μα­τα μπλέ­χτη­καν στα δό­ντια
απο­βλή­θη­καν
ιδέ­ες πή­γαν ν’ αν­θί­σουν στις παύ­σεις
μα­ρά­θη­καν
[…]
στί­χοι ψά­χνουν δύ­σβα­τα μο­νο­πά­τια να χα­θούν (σ. 23).

Η πέ­τρα και ο βρά­χος μα­γνη­τί­ζουν τις λέ­ξεις, τις εξου­δε­τε­ρώ­νουν. «Άτα­φες λέ­ξεις μο­λύ­νουν τα σώ­μα­τα» (σ. 11). Η λέ­ξη πρέ­πει να πε­ρά­σει από τη Σταύ­ρω­ση και την Τα­φή για να γί­νει Λό­γος, «λό­για θραύ­σμα­τα της ιε­ρής σιω­πής» (σ. 60). Η σιω­πή πριν από τη δη­μιουρ­γία, «Πό­λη άλα­λη αλα­λά­ζου­σα» (σ. 11). Η σχέ­ση του ποι­η­τή με τη λέ­ξη εί­ναι η σχέ­ση του πι­στού με τη θρη­σκεία του. «Οι λέ­ξεις δεν σου ανή­κουν σε φι­λο­ξε­νούν γεν­ναιό­δω­ρα» (σ. 57).

Η μυ­θο­λο­γία του θα­νά­του πε­ρι­πλέ­κει τη ζωή μας. Πώς απο­δε­χό­μα­στε το θά­να­το; Τι γί­νε­ται όταν τον ανα­μέ­νου­με και δεν έρ­χε­ται; Η πα­ρά­δο­ξη ιστο­ρία της ζω­ής μας σε δύο στί­χους, ιστο­ρία του νε­κρού που χά­νει το δρό­μο του:

Κι αν ένα ολί­σθη­μα σε πά­ει εκεί
άθυρ­μα του μύ­θου δί­χως οβο­λό;
(σ. 32)

Τρέ­μου­με το θά­να­το όσο θα τρέ­μα­με στη σκέ­ψη ότι μπο­ρεί να μην πε­θά­νου­με πο­τέ. Υπάρ­χει πά­ντα ένας «λάκ­κος έτοι­μος για τον και­νού­ριο ένοι­κο» (σ. 17). Κλει­δο­κρά­το­ρας του άλ­λου κό­σμου, κρύ­βει το κλει­δί «στο πα­νω­φό­ρι του» (σ. 37).

Το με­ταίχ­μιο εί­ναι μια αντί­θε­ση μέ­σα στο χώ­ρο αλ­λά και μια ισορ­ρο­πία μέ­σα από την ποί­η­ση. Εξι­σώ­νει την ύπαρ­ξη με την ανυ­παρ­ξία, μας κά­νει να βλέ­που­με τη ζωή ακό­μη βρα­χύ­τε­ρη, άρα πιο πο­λύ­τι­μη. Μας προ­σκα­λεί «να ανα­κα­λύ­ψου­με πά­λι την ομορ­φιά σαν ένα θαύ­μα» (σ. 44). Μια μα­τιά τώ­ρα πλέ­ον επι­τρέ­πε­ται στο οπι­σθό­φυλ­λο. Αρ­χί­ζει με τους δύο τε­λευ­ταί­ους στί­χους της προη­γού­με­νης συλ­λο­γής, Η άγνω­στη φί­λη, που προ­ε­τοι­μά­ζουν την αλ­λα­γή της κυ­ριαρ­χί­ας του από­ντος εγώ. Και τώ­ρα μπο­ρού­με να απα­ντή­σου­με ότι το νέο ποι­η­τι­κό προ­σω­πείο βρή­κε την έστω ει­κο­νι­κή ή υπο­θε­τι­κή του ταυ­τό­τη­τα, δεν «χά­θη­κε μέ­σα σε ρό­λους αλ­λό­τριους / [δεν] μι­λού­σε με τα λό­για των άλ­λων».

πηγή www.hartismag.gr