γράφει η Σοφία Παράσχου Χατζηδημητρίου
Στα Δωδεκάνησα, αυτή τη νοτιανατολική άκρη της Ελλάδας και της Ευρώπης που η μοίρα έταξε να είναι η γενέθλια γη μας, η γυναίκα από τα πολύ παλιά χρόνια ως σήμερα κατέχει μια διακριτή όσο και σημαντική θέση στην οικογενειακή και κοινωνική ιεραρχία.
Οι αρχέγονες καταβολές της μητριαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά και τα νεότερα μητροτοπικά ήθη και έθιμα των νησιών μας προσέδωσαν στη γυναικεία ταυτότητα πολλαπλές όψεις, έτσι ώστε η Δωδεκανήσια γυναίκα να διακρίνεται μέσα στην ελλαδικό χώρο ως μια κοινωνική οντότητα άξια προσοχής και σεβασμού.
Δεν αποτελεί αυτάρεσκη άποψη αλλά τεκμηριωμένη διαπίστωση ότι, ιδιαίτερα στην Κάρπαθο, η γυναίκα είναι και θεωρείται η συνεκτική δύναμη μέσα στον ευρύτερο οικογενειακό ιστό. Η Καρπαθιά γυναίκα ως μάνα, σύζυγος, κόρη, αδελφή στηρίζει το οικογενειακό οικοδόμημα τόσο με τη συνετή όσο και με τη δυναμική εμπλοκή της στα δρώμενα του σπιτιού και του τόπου της.
Στοργική μάνα για τα παιδιά της, συμπαραστάτρια του άντρα της, στήριγμα των γονιών της και προστάτης των αδελφών της, η γυναίκα στην Κάρπαθο δεν έλειψε ποτέ από τις χαρές και από τις λύπες της ζωής.
Γεννά, ανατρέφει και παντρεύει παιδιά, κηδεύει γονιούς, παλεύει για μια καλύτερη ζωή με τα χέρια και το νου της, πάντοτε με ακάματη δύναμη και κουράγιο. Κι όταν κάποτε έρχεται η ώρα να υπερασπιστεί όλους αυτούς τους ρόλους για τους οποίους την προόρισε ο τόπος της, τότε μια άλλη ταυτότητα έρχεται να προστεθεί στη πολύτροπη δράση της, αυτή της ηρωικής ελληνίδας, η οποία αντιστέκεται σε κάθε δύναμη που απειλεί τη ζωή, την τιμή και την ευτυχία της οικογένειάς της.
Η σκοτεινή περίοδος της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής στο νησί μας ανέδειξε την ηρωική όψη της καρπαθιάς γυναίκας. Τότε, που για πρώτη φορά οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας αντίκρισαν το αποτρόπαιο πρόσωπο του φασισμού, ανέλαβαν μια νέα αποστολή, να υπερασπιστούν με κάθε τρόπο την ελευθερία και την αξιοπρέπεια τους.
Η προχθεσινή λαμπρή εκδήλωση είναι αφιερωμένη στα εβδομηντάχρονα της πάνδημης καρπαθιακής επανάστασης της 5ης Οκτωβρίου 1944 για την αποτίναξη του ιταλικού ζυγού. Ο πρόεδρος του συλλόγου των παγκαρπαθίων κύριος Γιάννης Καραιτιανός επεφύλαξε σε μένα την τιμή να μιλήσω για την γυναίκα της Καρπάθου, η οποία βίωσε τα δεινά του πολέμου και της κατοχής του νησιού και συμμετείχε στα γεγονότα που οδήγησαν στην απελευθέρωσή του.
Θα αναφερθώ λοιπόν στη συνέχεια με συντομία στην αντιστασιακή και φιλελεύθερη στάση των γυναικών αρχίζοντας από τις μικρότερες ηλικίες.
Η αντίσταση των νεαρών κοριτσιών στην διάρκεια της ιταλοκρατίας υπήρξε σε πρώτη φάση παθητική. Αυτή η παθητική αντίσταση μεταφράζεται στην άρνηση των μαθητριών να παρακολουθήσουν μαθήματα στα δημοτικά σχολεία τα οποία είχαν οργανώσει οι Ιταλοί στη βάση της εκμάθησης της ιταλικής γλώσσας.
Ο προφανής στόχος των κατακτητών ήταν ασφαλώς η ιταλοποίηση των Δωδεκανήσων. Από αφηγήσεις γυναικών που βίωσαν τον εξαναγκασμό της ιταλικής παιδείας μαθαίνουμε ότι τα πολλά κορίτσια διέκοπταν εντελώς τη φοίτησή τους, ή αρνούνταν κατηγορηματικά να απαγγείλουν ποιήματα μπροστά στην ιταλική σημαία, ή προσποιούνταν αδυναμία κατανόησης του γλωσσικού μαθήματος.
Η μητέρα μου, μαθήτρια δημοτικού στην Αρκάσα στη δεκαετία του 1920 μου έλεγε ότι ο απηυδησμένος από την αγραμματοσύνη των μαθητριών του Ιταλός δάσκαλος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μαθήτριες ήταν ανεπίδεκτες μαθήσεως έως και μικρονοϊκές, αφού ούτε το ιταλικό αλφάβητο δεν μπορούσαν να αποστηθίσουν. Αυτή η προσποιητή αδυναμία στην εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας νομίζω ότι ήταν ένα ευφάνταστο μποϋκοτάζ από την πλευρά των μικρών κοριτσιών.
Όσον αφορά στις νέες κοπέλες, η στάση τους απέναντι στους Ιταλούς στρατιώτες ήταν αυτή που η οικογενειακή τιμή αυστηρά επέβαλλε και συνοψίζεται σε μια φράση: Καμία επικοινωνία, καμία σχέση. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η αγοραπωλησία των ειδών πρώτης ανάγκης προϋπέθετε τον συγχρωτισμό με τους Ιταλούς, τηρούνταν, κατά κανόνα, όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσχήματα ώστε να μην μπορεί να κατηγορηθεί η νεαρή κοπέλα για παρέκκλιση από το δρόμο της αρετής.
Εδώ όμως, πρέπει να δεχτούμε και μια εξαίρεση.
Η εξαίρεση του κανόνα οφείλεται στην ατιθάσευτη δύναμη του έρωτα, ο οποίος σε μερικές περιπτώσεις σάρωσε όλες τις επιφυλάξεις. Ένας μικρός, αλλά ικανός αριθμός νέων γυναικών της Καρπάθου, συνήψαν σχέσεις ζωής με ιταλούς αξιωματούχους και δημιούργησαν ευτυχισμένες οικογένειες, οι οποίες αποτελούν, επιτρέψτε μου να πω, τον θρίαμβο της αγάπης πάνω στη βιαιότητα του μίσους. Ένα ευτυχές παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια Καβαλλάρο με τους δυο γιους της μενεδιάτισσας Γεωργίας Κουμούτσου να νιώθουν πατρίδα τους το νησί μας.
Η καρπαθιά γυναίκα από ιδιοσυγκρασία, αλλά και από παράδοση, εκδηλώνει την ενέργειά και τη δυναμικότητά της μέσα σπίτι της και στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον. Δεν συναντούμε στην Κάρπαθο περιστατικά αντίστασης με κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα.
Συμμετοχή μεμονωμένων γυναικών μπορούμε να δούμε μόνο όταν η γυναίκα συνεργάζεται με το σύζυγο ή τον πατέρα της σε κάποια αντιστασιακή δράση, όπως π.χ,. συνέβη με τις αδερφές Τρεμπέλα. τη Μαρία και τη Σοφία, οι οποίες βοήθησαν την κατασκοπευτική δράση καρπάθιων και συμμάχων κατασκόπων. Μάλιστα η δασκάλα Μαρία Τρεμπέλα οδηγήθηκε το 1941 μαζί με τον άντρα της δάσκαλο Ιωάννη Οθείτη από τις Μενετές σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας και φυλακίστηκε στη Ρόδο. Στα Πηγάδια επίσης η Μαριγούλα Αντιμησάρη κατάφερε μαζί με τον πατέρα της, Μιχάλη, να καταστρέψουν τα καλώδια εμποδίζοντας την επικοινωνία των Ιταλών.
Αντίθετα, συναντούμε στην Κάρπαθο μαζικές κινητοποιήσεις των γυναικών εναντίον των κατακτητών, με στόχο να αποτραπούν ενέργειες που θα έβαζαν σε κίνδυνο τις οικογένειές τους.
Μια τέτοια δυναμική μαζική αντίσταση απέναντι στα ιταλικά σχέδια επέδειξαν οι γυναίκες της Ολύμπου. Όπως αναφέρει ο Μανόλης Μακρής στο σχετικό με την ιταλική κατοχή βιβλίο του, ένα ιταλικό διάταγμα όριζε ότι τη λαμπροβδομάδα του 1936 θα γινόταν η απογραφή του πληθυσμού της Ολύμπου. Αυτήν την απογραφή αποφάσισαν οι ιθύνοντες της Ολύμπου να τη ματαιώσουν γιατί πίστευαν ότι ο απώτερος στόχος της ήταν να καταγραφεί ο στρατεύσιμος πληθυσμός του χωριού.
Τη ματαίωση ανέλαβαν αποκλειστικά οι γυναίκες θεωρώντας ότι οι ιταλοί καραμπινιέροι δύσκολα θα χτυπούσαν γυναίκες. Άρχισε, λοιπόν, το πρώτο συνεργείο απογραφής το έργο του πηγαίνοντας στην Οξω Καμάρα στο σπίτι Θετεκούλας, συζύγου του Νικολή Παυλίδη. Της ζήτησαν πληροφορίες για τον ξενιτεμένο σύζυγό της και τα παιδιά της κι εκείνη ξέσπασε σε γοερές κραυγές που ήταν το σύνθημα να αρχίσουν και οι άλλες γυναίκες, ντυμένες όλες στα μαύρα, να θρηνούν γοερά τρέποντας κυριολεκτικά σε φυγή τους Ιταλούς απογραφείς.
Να σημειώσω εδώ ότι αντίστοιχη πράξη ομαδικής αντίστασης έχουμε και στην Κάλυμνο το 1935 στον περίφημο «πετροπόλεμο των γυναικών» που εμπόδισαν τους καραμπινιέρους να πάρουν τον παπά του χωριού, ο οποίος αντιτίθετο στα σχέδια των Ιταλών να αποσπαστεί η εκκλησία της Δωδεκανήσου από το οικουμενικό πατριαρχείο ώστε σιγά σιγά να υπαχθεί στην παπική εξουσία.
Ένα άλλο περιστατικό στο οποίο πρωταγωνίστησαν γυναίκες από τα χωριά Όθος και Απέρι είναι γνωστό ως η «διαμαρτυρία των κανακαρών». Σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία της Ρηγοπούλας Διακίδη, δυο κανακαρές από το Όθος, η Βαρβάρα η Εφταμπελούσα, και η Μαριγώ του Νικολαΐδη μαζί με την απερίτισσα Μαριγώ του Χατζημανώλη, κατέβηκαν στα Πηγάδια και πήγαν να διαμαρτυρηθούν στις Ιταλικές αρχές για το γεγονός της απαγόρευσης διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και την επιβολή υψηλής φορολογία. Είχαν από πριν συνεννοηθεί να αρνηθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις των Ιταλών χρησιμοποιώντας την κωδική λέξη « αρνί». Το αποτέλεσμα αυτής της διαμαρτυρίας ήταν να κρατηθούν για μια νύχτα στα κρατητήρια των Πηγαδίων και να επιστρέψουν την άλλη μέρα στα σπίτια τους.
Η μανία των κατακτητών γινόταν ανεξέλεγκτη με την πάροδο του χρόνου. Αποκορύφωμα παραφροσύνης και σκληρότητας είναι η σύλληψη στα 1940 γυναικών της Καρπάθου, αλλά και άλλων νησιών, με την κατηγορία ότι έγραφαν γράμματα στους ξενιτεμένους συζύγους του και περιέγραφαν τις συνθήκες ζωής τους στο νησί. Αυτό θεωρήθηκε διαρροή πολεμικών μυστικών και αφού τις πέρασαν από στρατοδικείο τις οδήγησαν στις φυλακές Κοσκινού και Κατταβιάς της Ρόδου. Ήταν οι καρπαθιές: Άννα Καραδημητρίου (το γένος Μανωλακάκη μετέπειτα πρεσβυτέρα) , Ρήνα Οικονομίδου- Γεωργιάδη, Καλλιόπη Κοντού, Μαριγώ Παχούντη, Ποθητή Μαντινάου, Κυραννια Αντιμησάρη.
Αυτήν την περιπέτεια του πολέμου και τα βάσανα της άδικης φυλακής περιγράφουν ποιητικά η Αννίτσα Καραδημητρίου και η Ποθητή Μαντινάου και οι στίχοι έφτασαν στα χέρια μου με τη φροντίδα του Μανόλη Κασσωτη τον οποίο θερμά ευχαριστώ. Παραθέτω απόσπασμα από την ποιητική αφήγηση της Αννίτσας, η οποία φυλακίστηκε επειδή είχε γράψει στον άντρα της στο Σουδάν ότι είδε να ξεφορτώνουν κοντά στο σπίτι της κανόνια και πολεμοφόδια…
Σήμερο θε να κάμω αρχή τα πάθη μου να γράψω
Της φυλακής τα βάσανα τραγούδια να συντάξω
Ήτανε μια Παρασκευή μετά τη μεσημβρία
όταν μου εφωνάξανε εις την αστυνομία
Πέντε Ιουλίου ήτανε εκείνη την ημέρα
την είδηση την θλιβερή ωσάν μου την εφέρα.
Στον Μαρισάλο πήγαμε κι έτρεμα σαν καλάμι
Διότι δεν εγνώριζα τι σφάλμα είχα κάμει
Σινιόρα με ρώτησε το γράμμα είν δικό σου;
Μ αυτά γιατί τα έγραφες εσύ στο σύζυγό σου;
Το πράγμα μη γνωρίζοντας πως ήτανε σπουδαίο
Στο σύζυγό μου τα γραψα μ αφέλεια του λέω.
Αυτό απαγορεύεται πολύ που κάθε άλλο
και μάθε πως το έγκλημα είναι πολύ μεγάλο.
Εμπόλεμος κατάστασις πως είναι δε γνωρίζεις;
και ότι απαγορεύεται νέα να διαδίδεις;
Τους νόμους δεν εγνώριζα σινιόρο Παρισάλο
κι έγραψα μη γνωρίζοντας έγκλημα ότι κάνω
Δεν βγάλατε προκήρυξη έξω να την ιδούμε
στη θέση αυτή τη δύσκολη τώρα να μη βρεθούμε
Άδικα παν σινιόρα μου τα λόγια τα δικά σου
μονάχα εις την φυλακή θα πας και ετοιμάσου.
Σαν άκουσα για φυλακή μού ρθε μεγάλη ζάλη
και εις τον πάτο έπεσα και σπάραζα σαν ψάρι.
Σαν μου πάνε για φυλακή ταράχθη το μυαλό μου
και δακρυσμένη γύρισα κι είδα τον αδερφό μου.
Και τότε περισσότερο λιγώθη η ψυχή μου
κι απελπισμένη φώναξα θεέ μου το παιδί μου.
Πού να τα άφήσω μοναχό σαν ορφανό στο δρόμο
και πού να βρω παρηγοριά τώρα σε τέτοιο πόνο;
Την ίδια αγωνία για το μικρό της γιο που άφησε πίσω εκφράζει και η Ποθητή Μαντινάου σε γράμμα προς τους γονείς της.
Πολυαγαπημένοι μου και σεβαστοί γονείς μου
την καταδίκη κλάψετε της νιότης της δικής μου
Δυο χρόνια μας δικάσανε κι ακόμα δύο μήνες
και άδικα επήγανε όλες μας οι ελπίδες
Μα μη χολιάς μητέρα μου και μη παραπονάσε
βλέπε τον Κωσταντίνο μου για να παρηγοράσε
Ντύσε Φραγκίτσα το παιδί τώρα το νέο έτος
και πάρε το στην εκκλησιά σαν ορφανό εφέτος.
Παρά τον πόνο του αποχωρισμού όμως το γράμμα της Ποθητής καταλήγει σε μια κραυγή υπερηφάνειας και μια πίστη στη δικαιοσύνη του Θεού.
Αθώες την υπέστημεν αυτή την τιμωρία
μάλλον τιμή μας έφερε παρά κατηγορία
Και δεν πιστεύω ο Θεός πως δεν θα μας λυτρώσει
και σαν αθώες πού μαστε να μας ελευθερώσει
Τραγικά θύματα της κατοχής υπήρξαν οι γυναίκες των αντρών που είχαν κατηγορηθεί ως κατάσκοποι.
Η Μαρία Λυτού, σύζυγος του Χριστόφορου Λυτού από τη Βωλάδα μεγάλωνε τα πέντε παιδιά της μόνη αφού ο άντρας της είχε αναλάβει επικίνδυνη κατασκοπευτική δράση, διοχετεύοντας πληροφορίες στους συμμάχους στη Μεση Ανατολή.
Για ένα διάστημα έξι μηνών ο Λυτός βρισκόταν σε αποστολή στην Κάρπαθο και κρυβόταν στην περιοχή της Λάστου, χωρίς να αποκαλυφθεί ποτέ η παρουσία του, γεγονός που οφείλεται και στην εχέμυθη συμπαράσταση των γυναικών. Η Μαρία Λυτού δεν συνάντησε ποτέ τον άνδρα της και εκείνος δεν πήγε ούτε μια φορά στο σπίτι να δει τα παιδιά του, για να μη βάλει σε κίνδυνο την αποστολή του.
Με την κατασκοπευτική δράση του Λυτού συνδέεται ένα περιστατικό στο οποίο πρωταγωνιστεί μια ανώνυμη γυναίκα και το οποίο μου αφηγήθηκε ο γιατρός Μανόλης Σακελλαρίδης. Μια νύχτα ο Λυτός κατάφερε να ξεφύγει από το γερμανικό κλοιό και να φτάσει στη Βολάδα στο σπίτι του γιατρού Ιωάννη Οικονομίδη (Γιανναγά ) για ανταλλαγή πληροφοριών. Κάποια γυναίκα, η οποία προφανώς τον είχε δει, πέρασε το ξημέρωμα έξω από το σπίτι του Γιανναγά και φώναξε τη φράση «να σηκωθούνε τα πρόβατα να φύγουνε να πάνε να βοσκήσουνε τώρα που δεν κάνει ζέστη». Ήταν, φυσικά, ένα σύνθημα για να φύγει ο Λυτός πριν κάνουν έρευνα στα σπίτια ο Γερμανοί.
Τα τραγικότερα θύματα ανάμεσα στις γυναίκες της Καρπάθου είναι νομίζω δυο γυναίκες, η Σοφία Κυζούλη από το Μισοχώρι και η Μαριγώ Δεσποτάκη από τις Μενετές. Αυτές οι δυο γυναίκες οδηγήθηκαν από τους Γερμανούς, το 1942, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Γουδί όπου έμειναν κρατούμενες για μεγάλο διάστημα. Η Μαριγώ Δεσποτάκη, φυλακίστηκε μαζί με τα τέσσερα παιδιά της, από τα οποία το μικρότερο ήταν μόλις τεσσάρων χρονών, για τη μοναδική αιτία ότι ο άντρας της βρισκόταν στην Αγγλία. Έμειναν ενάμιση χρόνο στο στρατόπεδο χωρίς να γνωρίζει κανείς στις Μενετές αν ζουν ή αν έχουν πεθάνει. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς τα όσα έζησε μέσα στο γερμανικό στρατόπεδο η Μαριγώ Χατζηδημητρίου-Δεσποτάκη, αδελφή του πατέρα μου και αγαπημένη θεία μου.
Και φθάνουμε στο οριακό γεγονός της επανάστασης της 5ης Οκτωβρίου 1944.
Με την κήρυξη της επανάστασης μέσα στην εκκλησία των Μενετών εκείνο το πρωινό της Πέμπτης, απ’ άκρη σε άκρη σ’ όλη την Κάρπαθο οι γυναίκες ξεδίπλωσαν τις σημαίες που είχαν κρύψει στα σεντούκια, έραψαν καινούριες κόβοντας πανιά από την προίκα τους, κρέμασαν άσπρα σεντόνια στα καμπαναριά των εκκλησιών, άνοιξαν τα σπίτια τους να γίνουν οι συγκεντρώσεις των επαναστατημένων και βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν το μήνυμα της απελευθέρωσης.
Στο κάλεσμα της επαναστατικής επιτροπής που συγκροτήθηκε στις Μενετές το πρωί της 5ης Οκτωβρίου, ανταποκρίθηκε πρώτο το κοντινό χωριό της Αρκάσας, και μια ομάδα αντρών κατευθύνθηκε προς τις Μενετές για να ενωθεί με τους επαναστάτες. Σε αυτό το σημείο έχουμε μια πολύτιμη μαρτυρία του λαϊκού ποιητή Αριστείδη Παπουτσάκη από τις Μενετές, η οποία μαρτυρία αναδεικνύει τη μοναδική περίπτωση, από όσο γνωρίζω, ένοπλης συμμετοχής μιας γυναίκας. Είναι η νεαρή πασιονάρια Πόπη Γερογιάννη από τις Μενετές η οποία είχε εκπαιδευτεί στο χειρισμό του όπλου και αυτοδίκαια οι επαναστάτες την κάλεσαν να συμμετάσχει στην εξέγερση.
Ως τελευταίο θύμα των κατακτητών θα αναφέρω την περίπτωση της μενεδιάτισσας μαμμής Μαρίκας Χατζημιχάλη-Αλεξιάδη. Όπως σημειώνει σε σχετικό δημοσίευμά του ο Μανόλης Δημελλάς, το φθινόπωρο του 1944, λίγες μέρες πριν την αναχώρηση των Γερμανών, ακούστηκε ότι γινόταν μεγάλο πλιάτσικο στο επιταγμένα σπίτια στο Σταυρί.
Η Μαρίκα, θαρραλέα αλλά και απόκοτη, πήγε στο σπίτι της να μαζέψει κάποια πράγματα, ένα μακρύ ξύλο όπως αφηγείτο η ίδια. Ένας Γερμανός που την παρακολουθούσε, από μίσος ή για να διασκεδάσει, απασφάλισε μια χειροβομβίδα κα την έριξε στα πόδια της. Από την τρομακτική έκρηξη τα πόδια της Μαρίκας τραυματίστηκαν άσχημα στέλνοντάς την για τρεις μήνες στο νοσοκομείο.
Στην καρπαθιά γυναίκα και τη δράση της μέσα κι έξω από το σπίτι έχουν αναφερθεί πολλοί μελετητές. Τιμής ένεκεν θα αναφέρω εδώ τρεις γυναίκες, την Αθηνά Ταρσούλη, την Ευρη Βαρίκα Μοσχόβη, και τη σύγχρονη συγγραφέα με καταγωγή από το Απέρι, Τίτσα Πιπίνου.
Η ιστορία δεν σταματά ωστόσο. Καταγράφει και σε καιρούς ειρηνικούς τα έργα των ανθρώπων. Πολλά γυναικεία σωματεία καρπάθιων γυναικών έχουν πάρει τη σκυτάλη στον καλό αγώνα της υπεράσπισης των τοπικών μας ιδανικών, της αλληλοβοήθειας, της διατήρησης των ηθών και εθίμων, της ανατροφής των παιδιών με τα πατροπαράδοτα νάματα.
Και πάλι τιμητικά θα αναφέρω εδώ το δωδεκανησιακό σύλλογο γυναικών «Η Μέλισσα» στον οποίο εμείς οι καρπαθιές έχουμε δώσει ικανά στελέχη.
Ολοκληρώνοντας εδώ αυτή τη σύντομη αναφορά στο μέγιστο γεγονός της ηρωικής αντίστασης των γυναικών της Καρπάθου και με το αίσθημα υπερηφάνειας που μου επιτρέπει η καταγωγή μου, συνοψίζω:
Στα πέτρινα χρόνια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής, η γυναίκα της Καρπάθου ανέλαβε ένα εθνικό στόχο, να κρατήσει όρθιο το σπιτικό της περιφρουρώντας την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική ταυτότητα των παιδιών της. Δεν κράτησε μόνο ζωντανή την παράδοση του νησιού, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά έδωσε και το δικό της αγωνιστικό “παρών” στην επανάσταση της 5ης Οκτωβρίου.
Είτε πασιονάρια κόρη μέσα στη δίνη της επανάστασης , είτε συμπαραστάτρια του άντρα της, είτε εμψυχώτρια του αδερφού της, αλλά και ως μάνα-κουράγιο και ως γιαγιά-υπομονή, έχει κερδίσει επάξια τη θέση της μέσα στο βιβλίο της τοπικής μας ιστορίας.
Η ίδια η Κάρπαθος έχει τη δική της λαμπρή σελίδα στη νεότερη ελληνική ιστορία, αφού, αν και είναι ένα μικρό σε έκταση νησί, επέδειξε θάρρος, τόλμη, ψυχή, μεγαλοσύνη. Άλλωστε όπως μας λέει ο εμβληματικός στίχος του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά,
Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα,
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.
Γράφει η Σοφία Χατζηδημητρίου-Παράσχου στο menetes.org