"Το μεταξένιο παρασόλι", διήγημα της Άννας Ρηγοπούλη Λιατήρη

"Το μεταξένιο παρασόλι", διήγημα της Άννας Ρηγοπούλη Λιατήρη

 

Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου η ζωή το λέει πεταλούδα.

Λάο Τσε, 6ος αιώνας π. Χ.,

Κινέζος φιλόσοφος

Στον αγαπημένο Παναγιώτη

1

Περίπου πεντακόσια πενήντα χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού, κάπου εκεί κοντά στην πόλη Σιάν της κεντρικής Κίνας, η κινέζα Πι Λανγκ, ντυμένη με το πιο φίνο και εντυπωσιακό κιμονό, κατέφτασε αεράτη και με περίσσεια αυτοπεποίθηση στην Παγόδα της υπέργηρης Βασίλισσας Μινγκ Γιου.

«Μεγαλειότατη, έλαβα το μήνυμα από το πνεύμα του παντογνώστη μάγου, που επικοινωνεί με τους προγόνους σας», είπε σκύβοντας το κεφάλι με χάρη.

Σκοπός της εμφάνισής της μπροστά στη Βασίλισσα ήταν να αναλάβει βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη που εγκαταστάθηκε στη βασιλική Παγόδα, η οποία είχε πολλά δωμάτια, υπερυψωμένους ορόφους και άλλα τόσα υπόγεια. Από τα λόγια της Πι Λανγκ η Βασίλισσα Μινγκ Γιου πείστηκε πως η νέα γυναίκα είχε στη συλλογή της αμέτρητους παπύρους, τους οποίους είχε διαβάσει όλους και ήταν σε θέση να γνωρίζει πολλές επιστήμες την εποχή εκείνη, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Μάλιστα, η Πι Λανγκ υποσχέθηκε να προσφέρει αρκετούς παπύρους για να εμπλουτιστεί η βασιλική βιβλιοθήκη.

Το επόμενο ραντεβού με την Πι Λανγκ κλείστηκε σε δέκα μέρες και η Μινγκ Σου θα υποδεχόταν τη νέα βιβλιοθηκάριο στο υπαίθριο πέτρινο σαλόνι με τις πολυθρόνες μπαμπού και τα μεταξένια μαξιλάρια, που βρισκόταν στον ίσκιο κάτω από τις μουριές. Αρχές Απρίλη και ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ξέχασε να έρθει στους κήπους της Βασίλισσας Μινγκ Γιου.

«Αύριο θα έρθει η νέα βιβλιοθηκάριος. Θέλω να είναι όλα έτοιμα, για να αναλάβει αμέσως δουλειά. Έφτασε πια η ώρα της τακτοποίησης των βιβλίων σε ράφια. Απ’ όταν ανέλαβα το Βασίλειο, μικρή πριγκιποπούλα ήμουν, δεν κατάφερα να τα βάλω σε μόνιμη θέση. Κουβαλήσατε τα βιβλία απ’ το υπόγειο στο ψηλότερο επίπεδο της Παγόδας;. Τα βάλατε κατά θέμα; Τα τοποθετήσετε με προσοχή, ανάλογα με το ύψος, ώστε να φαίνονται όμορφα πάνω στα ράφια; Και… να σας πω; Φαντάζομαι να μην τα στριμώξατε το ένα με το άλλο, αλλά να αφήσατε κενό ανάμεσα. Για να αναπνέουν, καταλάβατε;»

«Ναι, Μεγαλειότατη. Όλα είναι έτοιμα σύμφωνα με τις υποδείξεις σας», υποκλίθηκε ο υπηρέτης.

«Για να δούμε, θα είναι συνεπής στην υπόσχεσή της; Το μόνο που ζήλεψα ήταν το κιμονό της. Ένα τέτοιο κιμονό λείπει από τη γκαρνταρόμπα μου. Θα της το ζητήσω!» σκέφτηκε και ένιωσε την ανάγκη να ξεκουράσει την πλάτη της.

«Γέρασα, μόνο όταν ακουμπώ σ’ αυτό το μαξιλάρι απαλύνονται οι πόνοι μου. Καλή ήταν η ιδέα σου να φυτέψουμε μουριές! Απολαμβάνω την αγαλλίαση από τα χάδια τους, τώρα που βρίσκομαι κάτω από τον ίσκιο τους, αν και είναι μικρές ακόμη. Είναι δεν είναι τέσσερα χρόνια που τις φυτέψαμε, ε; Αχ, να είμαι καλά να τις δω σε σχήμα ομπρέλας και να ευχαριστιέμαι παχύ ίσκιο. Θυμάσαι τι σου είπα για το κλάδεμα τους;», δεν σταματούσε να μιλάει στον υπηρέτη, καθώς τη βοηθούσε να καθίσει.

«Μεγαλειότατη, ξέχασες πως σε προίκισε με την ακτινοβολία της η σελήνη και μόνο αν γεράσει η σελήνη, θα γεράσεις κι εσύ;» απάντησε πειστικά ο υπηρέτης. Κόμπιασε λίγο και συνέχισε: «Μα φυσικά, μεγαλειότατη, τον Ιανουάριο που τις κλάδεψα άφησα οχτώ βλαστούς γύρω γύρω, ώστε να γίνουν οχτώ βραχίονες, που θα βλαστάνουν και θα μεγαλώνουν κάθε χρόνο. Πίστεψέ με, θα χάνεται ο ήλιος, όταν κάθεσαι στον ίσκιο τους».

Μετά από λίγο ο υπηρέτης είδε τα μάτια της κλειστά και στο πρόσωπό της απλώθηκε κάτι σαν γλυκύτητα νιότης. «Ελαφρύς ύπνος χαλάρωσε την αγωνία της», σκέφτηκε.

Αγέρας φύσηξε ξαφνικά. Η Βασίλισσα άνοιξε τα μάτια της. Αμέτρητα μακρόστενα μπαλάκια, κυρίως άσπρα έως ανοιχτό γκρι χρώμα, βρισκόντουσαν στο γρασίδι και στην πολυθρόνα. Πολλά σκάλωσαν και στο καπέλο της. Η Βασίλισσα δεν κατάλαβε τι ήταν. Όλα είχαν απέξω σκόρπιο πυκνό χνούδι σαν λεπτές κλωστές. Ο υπηρέτης δυσκολευόταν να καταλάβει το σχήμα τους.

«Μεγαλειότατη, εδώ είμαι μπροστά σας», υποκλίθηκε η Πι Λανγκ που κατάλαβε. «Είναι ο μεταξοσκώληκας στην άγρια μορφή του», σκέφτηκε.

Ωστόσο όταν η Βασίλισσα είδε μερικές γκριζόασπρες πεταλούδες, αρκετά θρεμμένες, πεσμένες πάνω στα ρούχα της, τρόμαξε, έχασε την ψυχραιμία της και δεν χαιρέτησε την Πι Λανγκ. Άρχισε να τρέμει.

«Μην ανησυχείτε, Μεγαλειότατη. Εγώ θα τα μαζέψω και θα σας πλέξω με τα χέρια μου ένα τεράστιο μεταξένιο παρασόλι με οχτώ ακτίνες και μακρύ κοντάρι, για να μην σας ενοχλεί οτιδήποτε ούτε ο ήλιος ούτε η βροχή, αλλά και να χαίρεστε τον ίσκιο κάτω από τις μουριές. Με τα περισσεύματα θα φτιάξω μια κούκλα και θα την αφιερώσω στο άγαλμα του Βούδα. Ξέρει αυτός γιατί».

Ω, ευχαριστώ. Θα είναι χρήσιμο για την υγεία μου», απάντησε η Βασίλισσα ευχαριστημένη.

Ύστερα από λίγο η Μινγκ Γιου έβαλε τη Βασιλική βούλα στη συμφωνία τους. Το μόνο που ζήτησε η Πι Λανγκ ήταν να ελευθερώσουν τον χώρο που βρισκόταν στο τέλος της σκάλας που ανέβαινε στη βιβλιοθήκη.

«Είναι τόσο βολικός αυτός ο χώρος, για να απομονώνομαι λίγο για ξεκούραση», είπε στη Βασίλισσα Μινγκ Γιου.

«Μα, ο χώρος αυτός είναι γεμάτος αγάλματα, αδύνατον», απάντησε στραβομουτσουνιάζοντας.

Η βιβλιοθηκάριος θυμήθηκε τα λόγια του προστάτη – Θεού της.

«Μην εναντιωθείς στη Βασίλισσα. Είναι από τα λίγα Βασίλεια που δεν γνωρίζουν τον τρόπο που γίνεται το μετάξι ούτε και έχουν νόμους θανατικής ποινής για την εξαγωγή σπόρου μεταξοσκώληκα σε άλλες χώρες. Πρόσεχε, θα χάσεις την ευκαιρία να βγάλεις χρήματα, εφόσον το θέλεις».

«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατη. Μήπως είναι δυνατό να φέρνετε πότε πότε ένα πέτρινο δοχείο με κάρβουνα, για να μην υποφέρω από υγρασία τα κρύα βράδια στη μοναξιά μου;» ρώτησε κομπιάζοντας με παρακαλετό ύφος.

«Πολλά ζητάει! Τη μοναξιά, βέβαια, την έχω νιώσει στο πετσί μου και τη συμμερίζομαι. Ήδη της αρνήθηκα την ελευθέρωση του χώρου της σκάλας από τα αγάλματα. Αλλά κι εμένα επιθυμία μου είναι να λειτουργήσει η βιβλιοθήκη για τους υπηκόους μου, που με καίει σαν καυτό σίδερο σε τρυφερό άτριχο δέρμα. Τώρα που την βρήκα να την διώξω;» σκέφτηκε κι άφησε τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους.

2

Η βιβλιοθηκάριος Πι Λανγκ έφτασε στην Παγόδα της βασίλισσας Μινγκ Γιου κρατώντας μια τσάντα από μεταξοκλωστή που είχε μέσα μόνο έναν πάπυρο. Παρόλο που η Βασίλισσα είχε περιέργεια να δει τον πάπυρο, η Πι Λανγκ δεν την άφησε επειδή είχε μουλιάσει από βροχή στο ταξίδι και κινδύνευε να καταστραφεί. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη. Η βιβλιοθηκάριος είχε σχέδιο να μεγαλώσει μεταξοσκώληκες στο χώρο που άφηνε η σκάλα της βιβλιοθήκης κι έκρυψε στις σελίδες του πολλές εκατοντάδες αβγά. Κουβαλούσε και διάφορα αυτοσχέδια όργανα για να μετράει τη θερμοκρασία, την υγρασία, το οξυγόνο του χώρου, τον φωτισμό, ένα καθρεφτάκι για να επικοινωνεί με το Θεό της, ένα μαχαίρι για να κόβει μουρόφυλλα και άλλα χρειαζούμενα για το μεγάλωμα των σκουληκιών.

Η άρνηση της βιβλιοθηκάριου να δείξει τον πάπυρο στη Μινγκ Γιου την εκνεύρισαν. Τα μάτια της ανοιγόκλεισαν νευρικά κι άγγιξε ασυναίσθητα το καπέλο της.

«Έκανα πολλές υποχωρήσεις. Καλά, ανέβα στη βιβλιοθήκη και θα έρθω αργότερα να δω τον πάπυρο», απάντησε.

«Όχι, σας παρακαλώ, θέλω μέρες για να τακτοποιηθώ. Όταν όλα είναι έτοιμα, θα σας ειδοποιήσω», υποκλίθηκε.

Έτσι, η Πι Λανγκ εγκαταστάθηκε στη βιβλιοθήκη με τα πολλά ράφια, με μεγάλο ελεύθερο χώρο, αλλά και πολλά τραπέζια και καρέκλες για διάβασμα και μελέτη.

«Ευτυχώς, υπάρχουν και μεγάλα παράθυρα για να αερίζονται οι αγάπες μου και με τα κάρβουνα θα διώχνω την υγρασία, για να μην αρρωστήσουν από μύκητες και βακτήρια, τα ακριβά μου», σκέφτηκε τρίβοντας τα χέρια της.

Σε ένα μεγάλο τραπέζι άφησε τα αβγά να εκκολαφθούν και μετά από δέκα μέρες περίπου βγήκαν από τα αβγά μικροσκοπικά σκουληκάκια, που έπρεπε να φάνε τρυφερά φύλλα μουριάς. Έτσι, κατέβαινε από τη σκάλα, τα έκοβε, γέμιζε τη μεταξένια τσάντα, την έκρυβε στη φαρδιά φούστα του κιμονό της και ανέβαινε για τάισμα.

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο η Πι Λανγκ φρόντιζε τους μεταξοσκώληκες με Θεϊκή προσοχή.

«Ναι, μπράβο, πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός! Ήρθε η ώρα να αλλάξετε δέρμα. Πώς είναι δυνατόν να κρατάτε το ίδιο δέρμα καθώς μεγαλώνετε και χοντραίνετε; Να είστε προσεχτικοί όμως, ακούσατε; Αν δεν καθίσετε ακούνητοι και κολλήσει πάνω σας το παλιό δέρμα, δεν θα μπορούν να ξετυλίξουν το κουκούλι της μεταξοκλωστής. Ακούσατε;» πίστευε πως τους χάιδευε.

Την ανησυχούσε, είναι αλήθεια, η επιθυμία της Βασίλισσας να ανέβει στη βιβλιοθήκη, αλλά ήταν αισιόδοξη. «Δεκαπέντε μέρες περίπου έμειναν για να πάρω το μετάξι. Λες να έρθει νωρίτερα; Είναι και δυσκίνητη μπορεί και να το ξεχάσει», την έβγαλε από το μυαλό της και φρόντιζε τους μεταξοσκώληκες.

Πολλές φορές ερχόντουσαν στη μνήμη της οι σκέψεις του Θεού της για τον μεταξοσκώληκα. Την τελευταία φορά που επικοινώνησαν κάτω από το άγαλμα του Βούδα, που την προστάτευε, προσπάθησε να την πείσει να ασχοληθεί με την παραγωγή ρυζιού, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη. Ήθελε να βγάλει λεφτά.

«Άκουσε Πι Λανγκ. Αυτές οι κάμπιες τρώνε του σκασμού σ’ όλη τους τη ζωή και κοντά στο τέλος φτύνουν μετάξι από το στόμα για να φτιάξουν το μοναδικό σε ασφάλεια και πλούτη σπίτι τους: ένα κουκούλι από μεταξοκλωστή! Μεγάλο κατόρθωμα! Μετά έρχεται η ώρα να το ρίξουν έξω, να χαρούν, να ξεδώσουν, να παίξουν ερωτικά παιχνίδια, να ερωτευτούν, να ζευγαρώσουν με πολλούς μνηστήρες. Και τότε επικρατεί πυρετός στο σπίτι. Αλλάζουν, για να απολαύσουν όλα αυτά. Δεν γίνεται αλλιώς. Γίνονται χρυσαλλίδες και μετά πεταλούδες, για να έρθεις εσύ να τις πνίξεις σε καυτό νερό και να τους κλέψεις το πολύτιμο σπίτι. Δεν χάρηκαν τίποτε απ’ όσα είχαν ονειρευτεί. Δεν θαύμασε ούτε ένας εραστής τα αργυρά ευαίσθητα φτερά τους ούτε τις κυνήγησαν παιδιά ούτε κατάφεραν να γεννήσουν αβγά. Δεν προβληματίζεσαι γι’ αυτό; Πάντως, αν βρεις τρύπια κουκούλια, να τα σεβαστείς, επειδή είναι από πεταλούδες που έζησαν, ερωτεύτηκαν και χάρηκαν. Μην τα πετάξεις, κάτι θα βρεις να τα κάνεις. Πολλοί τα κάνουν κάδρα, άλλοι στολίζουν κορμούς δέντρων, κάποιοι φτιάχνουν κούκλες κι άλλοι διακοσμούν τοίχους με όση φαντασία έχουν».

3

Ο πατέρας της Βασίλισσας Μινγκ Γιου, ο Σιάν, είχε πάθος με τα βιβλία κι αγαπούσε το διάβασμα. Είχε το Βασίλειο πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά των Ιμαλαίων. Μια ηλιόλουστη μέρα ερωτεύτηκε την πιο λαμπερή αχτίδα του ήλιου και από τη συνεύρεση τους γεννήθηκαν δύο παιδιά, πρώτος ο Ρου και μετά η Μινγκ Γιου, που ήταν πολλά χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της. Η ακτίδα του ήλιου όμως ερωτευόταν κάθε μέρα και άλλον και ο βασιλιάς μαράζωσε από ζήλια. Εκείνη, για να τον καλοπιάσει, έστειλε στην κόρη του μια Παγόδα γεμάτη βιβλία, ίδρυσε την πόλη Σιάν, έχρησε τη Μινγκ Γιου Βασίλισσα και την εγκατέστησε να βασιλεύει στην Παγόδα με τα βιβλία. Τον Ρου, που τον ονόμασε Μάγο των Ιμαλαίων, φρόντισε να τον μορφώσουν οι Θεοί και τον έκανε αθάνατο να επικοινωνεί με τον πατέρα του και να συμβουλεύει τη Βασίλισσα αδελφή του. Μόνο μια τελευταία υποχρέωση έμεινε: Η αποξένωση των δύο αδελφών. Βρήκε τον τρόπο. Τους έστειλε φωτεινές λάμψεις από συννεφιασμένο ουρανό.

Η Βασίλισσα Μινγκ Γιου, αφού εγκαταστάθηκε στην Παγόδα, μάζεψε όλα τα βιβλία και τα στοίβαξε στα υπόγεια της. Η αχτίδα του ήλιου θύμωσε και έκαψε όλες τις τρίχες από το κεφάλι και το σώμα της. Η Βασίλισσα από τότε πήρε την κάτω βόλτα. Έκανε παρακλήσεις στα Θεία όντα όλων των θρησκειών, χωρίς αποτέλεσμα. Έκανε προσφορές στον ήλιο και στ’ αστέρια, οι οποίοι δεν τις έλαβαν ποτέ. Καιγόντουσαν μέχρι να φτάσουν ή λοξοδρομούσαν και χανόντουσαν στο άπειρο. Έστελνε δώρα προς τον πατέρα της και επέστρεφαν. Γέρασε με την καρδιά και την ψυχή γεμάτη από αγιάτρευτες πληγές και μαράζωσε πριν την ώρα της από μοναξιά.

Από την ημέρα όμως που έκατσε στον ήσκιο της μουριάς και εμφανίστηκε στην Παγόδα η βιβλιοθηκάριος άλλαξαν όλα.

«Ας είναι και τώρα», σκέφτηκε.

Η Μινγκ Γιου αγάπησε το μεταξένιο παρασόλι που της έπλεξε η βιβλιοθηκάριος. Πάντα, το κρατούσε ο υπηρέτης της όταν τη συνόδευε σε περιπάτους στους κήπους του Βασιλείου. Όσο περνούσε ο καιρός, την σκλάβωσε. Όλο και πιο απαραίτητο της φαινόταν, τόσο, που δεν μπορούσε να πάει πουθενά χωρίς αυτό.

Η βιβλιοθηκάριος κατασκόπευε πολλές φορές τη Βασίλισσα, αν και δεν είχε και τόση σημασία. Το έργο της εξελισσόταν με επιτυχία. Απλά, όταν τύχαινε να βρίσκεται σε παράθυρο της βιβλιοθήκης μειδιούσε με ικανοποίηση για τις ικανότητες και την ευρεσιτεχνία της.

«Το μεταξένιο παρασόλι δείχνει ανά πάσα ώρα και στιγμή το σημείο όπου βρίσκεται η Βασίλισσα. Πώς να μην δείχνει αφού οι ακτίνες του είναι οχτώ σημεία του ορίζοντα;» αυτοθαυμαζόταν.

4

Εκείνο το βράδυ, μετά από είκοσι μέρες περίπου από την εγκατάσταση της βιβλιοθηκάριου, η Βασίλισσα Μινγκ Γιου έκανε ανήσυχο ύπνο. Πολλά της έλεγε η διαίσθησή της, που συνήθως δεν λάθευε. Ένιωθε πως κάτι περίεργο συνέβαινε στη βιβλιοθήκη, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να ήταν αυτό ούτε και να το προσδιορίσει. Έτσι, όταν πήρε το πρωινό της, ετοιμάστηκε για τη βιβλιοθήκη κρατώντας το αγαπημένο της παρασόλι. Ο υπηρέτης βρέθηκε μπροστά της και υποκλίθηκε.

«Να κρατάω το σταθερό σου χέρι, που με στηρίζει», του είπε.

Η βιβλιοθηκάριος ετοιμαζόταν να κατέβει για μουρόφυλλα, αλλά την είδε να ανεβαίνει και αναστατώθηκε.

«Τι θέλει τόσο πρωί; Τι την έπιασε; Οι μεταξοσκώληκες λίγες μέρες θα φάνε ακόμη και μετά θα ξεκινήσουν το πλέξιμο των κουκουλιών. Τι ατυχία, δεν θα προλάβω να πάρω το μετάξι και να το σκάσω», σκέφτηκε φουρκισμένη.

Δεν είχε πολλές επιλογές. Έβαλε μπροστά το σχέδιο που θα εφάρμοζε σε παρόμοια περίπτωση. Πήρε από τη φορμόλη πεταλούδες μεταξοσκωλήκων, τις ζωντάνεψε και τις άφησε να πετάξουν πάνω από το τραπέζι που τους έτρεφε. Τότε, αμέτρητες Μεταξογυναίκες και αμέτρητοι Μεταξάνδρες βρέθηκαν καθισμένοι στις καρέκλες γύρω από τα τραπέζια της βιβλιοθήκης έχοντας μπροστά τους από ένα βιβλίο. Παρίσταναν τους αναγνώστες. Στο τραπέζι με τους μεταξοσκώληκες έμειναν πολλά μαραμένα φύλλα μουριάς, κάτι σαν χάρτινες λεπτές πέτσες δέρματος και πολλά περιττώματα.

«Τι είναι αυτές οι βρωμιές και τα μαραμένα φύλλα; Πότε πρόλαβαν και ανέβηκαν τόσοι άνθρωποι και κανείς δεν πήρε χαμπάρι;» αναρωτήθηκε η Βασίλισσα. Απάντηση δεν πήρε. Της έκαναν εντύπωση οι Μεταξογυναίκες και οι Μεταξάνδρες. Τους κοιτούσε με δέος. Άγγιξε τα κεφάλια των Μεταξανδρών και διάλεξε αυτόν με το πιο ζαρωμένο δέρμα. Ήταν ο πιο όμορφος. Τον ονόμασε Γιανγκ.

«Εγώ το φεγγάρι κι εκείνος ο ήλιος», σκέφτηκε. Από τότε τη συνόδευε στους περιπάτους της, παρόλο που την ενοχλούσε το ζαρωμένο δέρμα του. Όσο περνούσαν οι μέρες δεν κατάφερε να το ξεπεράσει μέχρι που έφτασε να ντρέπεται για τον Γιανγκ.

«Στείλε μου τον, ίσως κάτι μπορώ να κάνω», τη συμβούλεψε ο μάγος των Ιμαλαίων, Ρου, που επικοινωνούσε με τους νεκρούς προγόνους της.

Ο Γιανγκ έμεινε με το μάγο, Ρου, ένα μερόνυχτο. Εκεί, το μόνο που κατάφερε, ήταν να σχεδιάσει στο κεφάλι του Γιανγκ έξι ματοσημάδια.

«Μην ρωτάς τι είναι. Για να λειτουργήσουν πρέπει να πείσεις τη Βασίλισσα να σπάσει το μεταξένιο παρασόλι. Ο Γιανγκ το υποσχέθηκε στον μάγο Ρου. Εκείνη όμως δίσταζε να το κάνει. Θα έχανε την προστασία το ευαίσθητο δέρμα του κεφαλιού της. Αφού το καλοσκέφτηκε όμως, πείστηκε. Της ήρθε και φώτιση πως ήταν επιθυμία του πατέρα της. Έσπασε, λοιπόν, με μανία το μεταξένιο παρασόλι και τότε ο Γιανγκ απόκτησε έξι μάτια, λείο δέρμα και είδε τη Βασίλισσα με ερωτική διάθεση.

5

Ωστόσο, δραματικές ώρες περνούσαν και στη βιβλιοθήκη. Η Πι Λανγκ έπαψε να σκέφτεται και να ενεργεί μετά την απενεργοποίηση της δύναμής της. Έτσι, οι Μεταξογυναίκες και οι Μεταξάνδρες έμειναν χωρίς νερό και φαγητό κι άρχισαν να επαναστατούν. Ο Γιανγκ τους είδε με τα έξι του μάτια ανήσυχους και πριν ξεσπάσει αναταραχή πήρε μέτρα. Σκότωσε με μία και μόνο εξαπλή ματιά τη βιβλιοθηκάριο και μεταμόρφωσε τα μεν κόκαλα της σε κορμούς και βραχίονες μουριάς, τις δε σάρκες της σε μουρόφυλλα. Μόνο τα μάτια της δυσκολεύτηκε να μεταμορφώσει και τα έκρυψε στον παλιό πάπυρο.

Οι περισσότεροι Μεταξογυναίκες και Μεταξάνδρες έφαγαν με λαιμαργία τα φύλλα από τις μουριές και μεταμορφώθηκαν ξανά σε μεταξοσκώληκες. Είχαν μέσα τους δύναμη και κουράγιο να απλωθούν παντού στη βιβλιοθήκη, για να πλέξουν κουκούλια.

Αρκετοί μεταξοσκώληκες, όμως, είχαν προσβληθεί από μύκητες λόγω ακατάλληλων συνθηκών στη βιβλιοθήκη και τα βιβλία, που κατάλαβαν κίνδυνο, ανησύχησαν.

«Θα διαλυθούμε από τη μούχλα και την υγρασία…», έσκουζαν. Οι σελίδες τους έτρεμαν και παλλόντουσαν χωρίς να μπορούν να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους.

Τότε ο μάγος των Ιμαλαίων, Ρου, έστειλε φώτιση στον Γιανγκ.

«Βγάλε καυτές ακτίνες από τα έξι σου μάτια και σκότωσε τη μούχλα».

Κόντευε μεσημέρι και τα βιβλία τσουρουφλίστηκαν από τη ζέστη. Άρχισαν να παίρνουν φωτιά. Η βιβλιοθήκη κάηκε.

Μόνο ο πάπυρος που είχε μέσα τα μάτια της Πι Λανγκ έμεινε ανέπαφος από φωτιά.

Ο Γιανγκ τον σήκωσε, και από τις σελίδες του ξετρύπωσαν αμέτρητα μικρά σκουλήκια.

Η Βασίλισσα Μινγκ Γιου, που αναπαυόταν στο δωμάτιό της, ζεστάθηκε από τη φωτιά κι οι πόνοι της κάλμαραν. Ξανάγινε νέα κι όμορφη. Ντύθηκε βιαστικά. Ανασήκωσε με χάρη τα μακριά καστανά μαλλιά της και τα έδεσε. Έβαλε κόκκινο χρώμα στα μάγουλα, στο μέτωπο και στο λαιμό. Έτρεξε με αγωνία προς τη βιβλιοθήκη. Οι φλόγες του έρωτα του Γιανγκ την αγκάλιασαν και τυλίχτηκαν κι οι δυο σε πύρινη αιωνιότητα.

Το μόνο που πρόλαβε να δει η Βασίλισσα Μινγκ Γιου ήταν μια λαμπερή αχτίδα του ήλιου, που την τραβούσε προς τον ουρανό.

 

ΤΕΛΟΣ


Βιογραφικό

Η Άννα Ρηγοπούλη-Λιατήρη γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948. Σπούδασε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Μετά την συνταξιοδότηση ασχολείται με το γράψιμο. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι”, με τόπο μυθοπλασίας την Κάρπαθο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Τα διηγήματα “Η Βελουδένια Κορεάτισσα” και “Τα στόματα των φύλλων”, εμπεριέχονται μαζί με άλλα διηγήματα σε βιβλίο με τίτλο “Λεοπαρδάλεις στον ναό”, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις δήγμα και έχουν δημοσιευθεί στα Καρπαθιακά Νέα