Μαριγούλα Κρητσιώτου
«Το κλίμα το πρωτοκλά’εψε ο γά’αρος», την ελιά, ποιος;
Το λάδι περιλαμβανόταν στα πράγματα άλλων μορφών οικονομίας των Καρπάθιων, στις οποίες τα είδη παραγωγής δεν αγοράζονταν και δεν πωλούνταν, όπως στην χρηματική οικονομία, αλλά ανταλλάσσονταν. Οι ανταλλακτικές πρακτικές απαντώνται μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ενώ καθορίζονται από τις, κατά οικογένεια και κατά χωριό, παραγωγές κι άρα από τις περίσσειες ή τις ελλείψεις στο ένα και στο άλλο βιοτικό αγαθό.
Βέβαια, οι διάφορες καλλιέργειες και παραγωγές συναρτούνταν με το νερό, με τα εδάφη -ορεινά ή πεδινά- και μερικές, όπως της ελιάς, συναρτούνταν επιπλέον με το πότε έγινε γνωστή στο ένα ή το άλλο χωριό. Μια σειρά από παράγοντες, συνεπώς, συνέβαλλαν στην ανταλλαγή και στα ανταλλασσόμενα.
Ανάμεσα σ’ αυτά το λάδι, είχε την πρωτοκαθεδρία. Οι παραγωγοί του έδιναν λάδι, για κεντήματα, για μεροκάματα, για ψάρια, για γαλακτοκομικά, κρεατικά, κηπευτικά κλπ. Η ιδιαίτερη ζήτησή του οφειλόταν στο ότι ήταν από τα πλέον απαραίτητα για την επιβίωση. Συμβόλιζε την ποιότητα στη διατροφή και γενικώς την επάρκεια.
Αν συνδυαζόταν, μάλιστα, με το ψωμί, σήμαινε πλούτο και αφθονία: «Είχες το ψωμί σου και το λάδι σου, τα είχες όλα». Αντίθετα, ο περιορισμός στο «ψωμί κι αλάτι» ή στο «ψωμί, κρομμύ κι αλάτι» σήμαινε την έλλειψη, την μάταιη ελπίδα για κάτι παραπάνω, από αυτό που όριζαν οι εκ κληρονομιάς ιδιοκτησίες, τα λιόφυτα, τα λάδια κλπ. κλπ.
Στην καθημερινή ζωή οι κοινωνικο-πολιτισμικές χρήσεις του λαδιού ενεργοποιούν τις κανακαρές να το επικαλούνται, ως σύμβολό τους. Για παράδειγμα, ειρωνεύονται τις ομάδες ανθρώπων που δεν έχουν αυτό το αγαθό, για να ανάβουν τους λύχνους, στις μουσικοχορευτικές αποσπερίες: «Ούλ’ οι βοσκοί συνάχτησα’ «ρουρού και ρουρουράοι» /και βάλασι και βότυρο στο λύχνο, αντίς για λά’ι». Μειώνουν, εν ολίγοις, οτιδήποτε κι οποιονδήποτε, προκειμένου να διακρίνονται κοινωνικά και να συζητιούνται. «Οι Καρπαθιές ήθελαν να ‘χουν λάδια, να κουλαντρίζουν, να αποφανεύγου’τε, να κάνου’ μπακλαβάδες κι ούλα τα καλά, σαν ήτο να ‘ρχου’ται σκόλες…να τις βλέπου’ και να τις συζητού’».
Συνδέονται, άραγε, αυτές οι αντιλήψεις με εκείνες που πρεσβεύουν να μην κλαδεύονται τα ελαιόδεντρα, ως τρόπος για την μέγιστη παραγωγή καρπού και λαδιού; Πάντως, αποτέλεσμα αυτής της λογικής είναι να μεγαλώνουν, σε βαθμό που το λιομάζωμα να καταντά πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία. Το γιατί σήμερα δεν βλέπουμε τέτοια δένδρα, μάλλον, οφείλεται στο ότι κόπηκαν και καταναλώθηκαν σαν ξύλα. Ας έρθουμε, όμως, στο λιομάζεμα:
Αρχικά προετοίμαζαν την ελιά. Εδεναν μεταξύ τους τα κλαδιά που έβγαιναν προς την περιφέρεια, στο ίδιο, περίπου, ύψος και ξανά εκείνα που ξεφύτρωναν ψηλότερα. Φράση: «έδεναν τα κλαδιά για να συγκρατεί το ένα το άλλο και να μην σπάνε, από το βάρος της «κόφτρουσας».
Το βάρος της κόφτρουσας, λοιπόν, επιμερίζεται μεταξύ δύο ή περισσότερων κλαδιών. Επιπλέον, έδεναν τα κλαδιά εκείνα που προεξείχαν πολύ από το σχήμα, με σκοπό να έρχονται προς τον κορμό και τα χέρια.
Προκειμένου για το ανέβασμα, έδεναν τις γυναίκες με μια τριχιά (σάουλα) από τις μασχάλες. Η θέση που κάθε μια θα έπαιρνε κανονιζόταν από έναν άνδρα που ήδη βρισκόταν πάνω στο δένδρο. Αυτός έκρινε σε ποια σημεία θα μπορούσαν να σταθούν και τις έδενε με πλάτη προς τον κορμό και με τα χέρια ελεύθερα, αφού, πρώτα, τις βοηθούσε να ανέβουν. Στην άλλη άκρη της τριχιάς ήταν δεμένο το καλάθι, το οποίο το στερέωνε η κόφτρουσα στην μέση της κι όταν γέμιζε, το κατέβαζε.
Τις γυναίκες που έφταναν στα πιο απομακρυσμένα από τον κορμό κλαδιά, τα οποία πολύ συχνά κρέμονταν πάνω από χαμηλότερα εδάφη, στα Σπόα τις έλεγαν «κρεμολές», δηλαδή, γυναίκες που ρισκάρουν να φθάνουν στο χείλος του γκρεμού.
Καλάθι-καλάθι, λοιπόν, μάζευαν τις ελιές με τα χέρια, χρησιμοποιώντας και ξύλινες, τρίποδες σκάλες, για να φθάνουν τα εξωτερικά κλαδιά, ενώ τα παιδιά μάζευαν από το έδαφος τις ελιές που έπεφταν, τρυπώνοντας τα χεράκια τους, στα σημεία που αυτές εισχωρούσαν.
Εν μέσω αυτής της περιπέτειας οι κόφτρουσες αγωνιούσαν, μην σπάσουν, έστω, κι ένα μικρό κλαδί, γιατί θα λογοδοτούσαν στον νοικοκύρη, ο οποίος έκοβε μέρος από το μεροκάματο. Μπορεί, επιπλέον, να τις απέρριπτε σαν εργάτριες, τις επόμενες φορές. Αν, λοιπόν, κατά τύχη έμενε ένα κλαδί στα χέρια τους, όλες βοηθούσαν να πεταχτεί, κρυφά, στον «στον ποταμό», σε κάποιο χαντάκι.
Μάλλον η άγνοια, όσον αφορά την καλλιέργεια της ελιάς, έφταιγε για την παλαιότερη φροντίδα-αφροντισιά της, για την οδύσσεια του μαζέματός της, για τις καταστροφικές διαστάσεις που έδιναν στο σπάσιμο ενός κλαδιού, οι οποίες εκφράστηκαν με κλαυθμός και οδυρμός, από τις γυναίκες, όταν ειδικές πρακτικές προωθούσαν το κλάδεμα της.
Ηταν γύρω στο 1950- 55-58; όταν εμφανιζόταν στην Κάρπαθο, ένας Σλίτας, γεωπόνος, που παρέδιδε μαθήματα κλαδέματος, τα οποία περιλάμβαναν και της ελιάς. Προφανώς, έτρεχε κάποιο επιμορφωτικό πρόγραμμα, που αφορούσε κι άλλα ή όλα τα Δωδεκάνησα εφόσον, ο Ηλίας Μουζουράκης(γεν. 1933) συμμετείχε στην εφαρμογή του, στην Μαλώνα της Ρόδου, την ίδια περίοδο.
Τον Σλίτα υποδέχθηκε στο Οθος ο τότε προεστός Γιώργης Κρητσιώτης (υπάρχει σχετική φωτογραφία), ο οποίος, αφού συζήτησε το θέμα με τους άνδρες του χωριού, διέθεσε το λιόφυτό του για την πειραματική διαδικασία, κι ας έλεγε μέσα του, «στου παλαρού την κεφαλή θα μάθου’ να κουρεύγου’». Ποιο λιόφυτο ήταν αυτό; δεν γνωρίζουμε. Ο εγγονός του, Γ. Αλεξίου, θυμάται το φαγητό με τον Σλίτα, κάτω από τα πεύκα, κοντά στο λιόφυτό τους, στο «Μάραθο». Η Ρίκα Σαϊτη-Τρεμπέλα λέει ότι και το δικό τους λιόφυτο, ο «Θυμιανίτης», είχε παραχωρηθεί για την πρακτική του κλαδέματος.
Καλοί «κλαδευτά’ες» από αυτά τα μαθήματα βγήκανε ο Ανδρέας Ψαρρός, ο Γιάννης Μιχ. Λαγωνικός, ο Γιάννης Λαγωνικός (της Βαραβαρούλας), ο Φραγκιός Διακοβασίλης, ο Φραγκιός Βασιλειώτης, ο Φραγκιός Παπαδάκης κι όσο η τέχνη του κλαδέματος γινόταν αποδεχτή, έβρισκαν κι ένα μεροκάματο. Το όνομα του καλού κλαδευτή στα χωριά της Καρπάθου, συνδεόταν, εκείνη την περίοδο, με το όνομα του Σλίτα. Ο τελευταίος Σποϊτης μαθητής του είναι ο, εν ζωή, Μηνάς Ηλ Πιπέρης.
Αλλοι, από το ίδιο χωριό, ήσαν ο Μανόλης και Θεοχάρης Γ. Δήμαρχος και ο Εμμ. Γ. Πάχος. Χωριά τα οποία, επίσης, επισκέφτηκε ο Σλίτας είναι η Ελυμπος. Εφαρμογή έγινε στο κτήμα του Κακαρόλη. Μαθητής υπήρξε ο παπά-Γιάννης Διακογεωργίου.
Η, διά της κανακαράς, δυναμική θέση της Καρπαθιάς στην καθημερινή αλλά και στην επίσημη τάξη πραγμάτων εκδηλώνεται και στις εκπαιδευτικές εργασίες του κλαδέματος. Στο λιόφυτο του Κρητσιώτη και στον Θυμιανίτη, ταυτόχρονα με τους άνδρες, που παρακολουθούσαν σκεφτικοί, κατέφθασαν κι οι γυναίκες, των οποίων οι εκδηλώσεις ήταν πιο δραστικές: κλαίγανε και χτυπιόντουσαν για το κακό που τους βρήκε, αναλογιζόμενες τι θα πάθουν οι ελιές τους.
Πάντως, αν και τραβηγμένες οι συμπεριφορές τους, προδίδουν ένα τρυφερό δέσιμο με την ελιά και τρυφερό νιάσιμο γι αυτήν, καθώς την αντιλαμβάνονται σαν ζωντανό οργανισμό, που πονά και πληγώνεται: «Να κοπού’ τα χέρια σας, που τριωνίζετε (τραυματίζετε) το ‘εντρό» «Εσσακατέψετε το». Αυτά λένε, σε κάθε επόμενη απόπειρα, από τους άνδρες τους, να κλαδεύουν τις δικές τους ελιές.
Πέρασαν δυο χρόνια για να φανεί ότι το κλάδεμα αναζωογονεί και κάνει πιο παραγωγικά τα ελαιόδεντρα. «Η αμυγδαλιά και η συκιά θέλουν παλαρό νοικοκύρη», λέει ο Μανόλης Λαγωνικός και συνεχίζει: «Στην παροιμία αυτή πρέπει να μπει κι η ελιά κι ας μιλούν για πολυκουρεμένη». Αν δεν κλαδευτεί, «να λιγοστέψει ο λαός», να αραιώσουν τα κλαδιά, να λιαστούν και να αναπνεύσουν, πώς θα αποδώσει; (παπά-Γιάννης)
Την στάση κατά του κλαδέματος της ελιάς βιώνει και στις Μενετές ιταλός γεωπόνος, στα χρόνια της κατοχής, που ζητούσε τον ελαιώνα κάποιου, για να τον κλαδέψει, όπως γνώριζε.
Πληροφορητές: Μαν Λαγωνικός (1922), Οθος, Ρίκα Τρεμπέλα, (Οθος), Γ. Αλεξίου (Οθος) Γιάν Κλαδάκης (Ρόδος), παπά-Γιάννης Διακογεωργίου (Ελυμπος), Ηλίας Βασιλαράς, (Σπόα).
2.4.2023
Καρπαθιακά Νέα