Το προξενιό, γράφει η Σοφία Παράσχου-Χατζηδημητρίου

Το προξενιό, γράφει η Σοφία Παράσχου-Χατζηδημητρίου

Στην Κάρπαθο, ( όπως και σε άλλες επαρχιακές η αστικές κοινωνίες της χώρας μας)τα παλιότερα χρόνια – κάποτε και τα πιο προφατα – ο γάμος δύο νέων ήταν το αποτέλεσμα μιας οικογενειακής συμφωνίας, η οποία είχε οικονομική βάση.Το προξενιό από την πλευρά του γαμπρού ή της νύφης περιελάμβανε διεκδικήσεις σε ακίνητα, μετρητά κλπ, , γεγονός που δεν ήταν πάντα κάτι ντροπιαστικό, αλλά πολλές φορές απλά αποδείκνυε την αξία των υποψηφίων. Ασφαλώς υπήρχαν και εκβιαστικές ακρότητες. Η ιδιαιτερότητα του νησιού μας είναι ότι εδώ η πρώτη κόρη έπαιρνε το μεγαλύτερο, αν όχι όλο, μέρος της περιουσίας, ως κατάλοιπο του μητριαρχικου εθίμου που θέλει την πρωτοκορη (κανακαρα) στυλοβάτη του οικογενειακού οίκου. Στο διήγημα που ακολουθεί επιστρατεύω ακούσματα και βιώματα, αλλά τόσο η πλοκή όσο και τα πρόσωπα είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Το προξενιό

Στα μέρη μας, όταν μια κοπέλα περνούσε τα εικοσιπέντε και δεν είχε παντρευτεί, την είχανε ξεγραμμένη. Λέγανε μάλιστα και μια μαντινάδα κάθε φορά που ερχόταν κουβέντα.

«Εικοσιπενταρίτισσες τι άλλο καρτερείτε,

παρακαλειτε το Θεό καλή ψυχή να δείτε.

Η αδερφή μου η Θοδώρα κόντευε τα εικοσιοκτώ και ήταν ακόμη ανύπαντρη. Και δεν ήταν ούτε άσχημη ούτε φτωχή. Αλλά τα ‘χε φέρει έτσι η τύχη και ένας αρραβώνας που έκανε στα εικοσιδύο δεν έφτασε στο γάμο. Όταν χάλασε ο αρραβώνας βγήκαν κουτσομπολιά στο χωριό, λέγανε πως η αδερφή μου ήτανε με τον αρραβωνιαστικό της σαν παντρεμένη και πως είχε χάσει την τιμή της.

Κλειστήκαμε τότε όλη η οικογένεια μέσα στο σπίτι και πέρασαν χρόνια για να ξαναβγεί η αδερφή μου στο νυφοπάζαρο.

Ο πατέρας μου δούλευε ολημερίς να της μεγαλώσει την προίκα. Εκείνο τον καιρό έχτισε και το σπίτι στη πρωτεύουσα του νησιού και κατεβήκαμε οικογενειακώς από το χωριό για να ζήσουμε πια στη μικρή κωμόπολη. Εγώ ήμουνα τότε δεκαπέντε χρονών κοπελίτσα και μου στοίχισε που ‘φυγα από το χωριό που είχα μεγαλώσει και από το σπίτι που είχα περάσει τα ωραία παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου έβλεπε τη στεναχώρια μου και με παρηγορούσε.

-Μη σε νοιάζει, Ρήνα μου, αυτό το σπίτι στο χωριό θα σου το προικίσω όταν έρθει η ώρα σου και θα ρθεις πάλι εδώ να ζήσεις με τον άντρα σου.

Από τότε τα χε κανονίσει ο πατέρας μου. Το μεγάλο σπίτι στην πόλη και τα χωράφια, ποτιστικά και λιοχώραφα, θα τα παιρνε η αδερφή μου σαν πρωτοκόρη που ήτανε. Εγώ, δευτερόκορη της μάνας μου, θα ‘παιρνα το μικρό σπιτάκι στο χωρίο και το αμπελάκι στο Σταυρί. Τίποτε άλλο, ένα σπίτι μόνο για να μπει μέσα ο άντρας που θα με παιρνε. Έτσι ήταν το έθιμο, αφού στα μέρη τα δικά μας ο άντρας πήγαινε να ζήσει στο σπίτι της νύφης.

Πέρναγαν όμως τα χρόνια και γαμπρός δε φαινόταν για την αδερφή μου. Όλες οι κοπέλες της σειράς της είχανε παντρευτεί κι είχανε και παιδιά. Ώρες-ώρες έβλεπα τα μάτια της να σκοτεινιάζουν και να βουρκώνουν, σαν ακουγότανε πως έγινε και άλλο προξενιό στο νησί μας.

Η μάνα μου και η γιαγιά μου είχανε μεγάλη πίκρα καρφωμένη στα χείλια τους και τις άκουγα πολλές φορές να σιγανοκουβεντιάζουν πότε για τον ένα και πότε για τον άλλο υποψήφιο. Εγώ, κι ας κόντευα πια τα δεκαοχτώ, δεν έμπαινα στις κουβέντες τους. Κι αν καμιά φορά έλεγε κανένας πως ήμουν κι εγώ κοπέλα της παντρειάς, η μάνα μου έκοβε το λόγο του στη μέση.

-Δεν ήρθε η ώρα της Ρήνας. Μικρή είν ακόμα για παντρειές. Να παντρευτεί η Θοδώρα πρώτα.

Ήταν βαρύ για μια μεγαλοκοπέλα να παντρευτεί πρώτα η μικρή της αδερφή. Μεγάλη ταπείνωση. Το ‘ξερα καλά αυτό το έθιμο κι ούτε που μου περνούσε από το νου να πω σε κανένα πως ο Παντελής ο δασονόμος, μ αγαπούσε δυο χρόνια τώρα και μόλις αποφάσιζα εγώ ήταν έτοιμος να ρθει να με ζητήσει από τον πατέρα μου. Εγώ του΄λεγα να κάμει υπομονή και θα ‘ρχόταν και ή, μας η ώρα η καλή.

Όχι, δε βιαζόμουν, κι ας τον ήθελα τον Παντελή, πιο πολύ μ ένοιαζε να παντρεφτεί η αδερφή μου. Ας περίμενα λίγο εγώ. Η Θοδώρα πάλι, η μόνη που ήξερε για τον Παντελή, μου ΄’λεγε, σαν τα συζητάγαμε στην κάμαρή μας τα βράδια.

-Μην περιμένεις εμένα, Ρηνα, μπορεί και να μην παντρευτώ ποτέ. Πες του Παντελή να ρθει να σε γυρέψει, πού ξέρεις, μπορεί ν’ αλλάξει και το γούρι.

Δεν άκουγα τίποτε.

Παραμονές της Παναγίας το δεκαπένταυγουστο, ήρθε η Σταματίνα, η προξενήτρα στο σπίτι.

-Τύχη μεγάλη περιμένει την πρωτοκόρη σου, Αργύρη. Ο Σταύρος, ο γιος της Μαριγώς, της χήρας του Διακάκη, ο γιατρός, ήρθε από την Αθήνα και σου τη ζητά!

Η μάνα μου και η γιαγιά μου κάμανε το σταυρό τους. Να παντρευτεί η Θοδώρα μας και μάλιστα με γιατρό;

-Μεγάλη η χάρη σου, Παναγία μου!

Ο πατέρας μου ζήτησε να μάθει πώς και τί.

-Μ’ αυτός είναι μεγάλος, Σταματίνα, δεν είναι;

-Μεγάλος; Τι πα να πει μεγάλος; Μεγάλη είναι κι η Θοδώρα σου. Αυτό θα κοιτάξεις τώρα ή που είναι κατζάμ γιατρός, μοναχογιός της μάνας του και τον προικίζει και η θεια του η Βαρβάρα που είναι άκληρη; Βουνό είναι η τύχη της Θοδώρας σου, Αργύρη, και μην το σκέφτεσαι καθόλου!

Το ίδιο βράδυ τα συμφωνήσανε. Ήρθε και η μάνα και οι συγγενείς του γαμπρού στο σπίτι και μιλήσανε για την προίκα της Θοδώρας. Ο πατέρας μου τα ‘πε όπως τα ‘χε λογαριάσει.

-Ετούτο δω το σπίτι με όλα του τα πράματα είναι δικό της. Εφτά χωράφια έχουμε στο χωριό με λιόδεντρα, αμυγδαλιές και απιδιές. Δικά της όλα. Κι ο κήπος με τα ποτιστικά στο Λακί, δικός της κι αυτός.

Είπε ακόμη ο πατέρας μου πως θα δώσει και μετρητά του γαμπρού να ανοίξει γιατρείο στο νησί, αφού και οι δυο οικογένειες το θέλανε να μείνει και να δουλέψει γιατρός στον τόπο μας.

-Και το αμπέλι στο Σταυρί, συμπέθερε; Ρώτησε η μάνα του.

-Αυτό, Μαριγώ, το αμπέλι είναι της μικρής μου κόρης, Ευχή και κατάρα μου ‘δωσε η μάνα μου η συχωρεμένη να το δώσω της Ρήνας μου, που έχει και τ’ όνομά της. Προικιό της ήτανε κι αυτής από τον πατέρα της, τον πάππου μου τον Κωστή, Θεός συγχωρέσοι τον.

Επέμενε πολύ όμως εκείνη, το προξενιό κόντευε να χαλάσει. Πέσαμε όλοι επάνω του και πείστηκε να το δώσει και τ αμπέλι. Σαν έφυγαν οι συμπεθέροι, βγήκε έξω στην αυλή ο πατέρας μου και κάπνιζε ώρες μοναχός του. Είχε φύγει η χαρά από τα μάτια του.

Ξημέρωσε της Παναγίας και η αδερφή μου στολίστηκε να πάει στην εκκλησία στο μπράτσο του γιατρού. Λάμπανε πάλι από χαρά τα μάτια της, ύστερα από χρόνια. Μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο και ανεβήκαμε στο χωριό μας. Εκεί γινότανε το μεγάλο πανηγύρι του νησιού. Μπροστά πήγαιναν οι αρραβωνιασμένοι και πίσω το συμπεθεριό κι εγώ. Μετά τη λειτουργία γέμισε κόσμο το σπίτι μας. ήρθανε όλοι να πουν τα καλορίζικα κι εμείς στεκόμασταν στο πόδι να τους περιποιηθούμε.

Είχα ανέβει εγώ με τη μάνα μου στο χωριό κάμποσες μέρες πριν και το ‘χαμε κάμει κούκλα το σπίτι μας. Αστράφτανε οι φρεσκοβερνικωμένοι σοφάδες, λάμπανε τα κεντήματα πάνω στα τραπέζια, και η αυλή, περασμένη ασβέστη και λουλάκι, ήτανε σαν να γιόρταζε και αυτή τη μεγάλη χαρά του σπιτιού μας.

Όλοι το θαυμάσανε το σπίτι μας και πρώτα- πρώτα ο γαμπρός.

-Ωραίο σπίτι, παραδοσιακό. Τι ξυλεία είναι αυτή κέδροι πρέπει να ναι οι στύλοι και οι τράες στο ταβάνι. Και τα κεντητά και τα υφαντά παμπάλαια, έ; Ε, ρε, και να βλέπανε τούτο το σπίτι οι συνάδελφοί μου από την Αθήνα, δεν θα πίστευαν στα μάτια τους. Τι να σου κάμουν τα σημερινά σπίτια, ας είναι και καινούρια, δεν έχουν τη χάρη των παλιών. Κι έχει και καλό κλίμα εδώ πάνω, δροσερό, κάνεις ωραίο ύπνο, έ;

Από την επομένη της Παναγίας αρχίσαμε τα ετοιμασίες για το γάμο. Δεν ήθελε κανένας μακρύ αρραβώνα, δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά. Είπαμε να στεφανώσουν στα τέλη του Αυγούστου. Δεν υπήρχε και λόγος να περιμένουμε. Το σπίτι της αδερφής μου ήταν έτοιμο κι εμείς μετά το γάμο , θα ανεβαίναμε πάλι να ζήσουμε στο σπίτι του χωριού. Όλα κανονισμένα στην εντέλεια.

Απογευματάκι την παραμονή του γάμου ήρθε στο σπίτι μας η προξενήτρα. Σα σφιγμένα μου φάνηκαν τα χείλια της. Της δώσαμε να πιει λικέρ και να δοκιμάσει τον μπακλαβά του γάμου. Είδε τα πανέρια με τος μπουμπουνιέρες, το νυφικό στο κρεμαστάρι, τα ρύζια στα καλαθάκια, όλα τα θαύμασε. Ύστερα γύρισε στον πατέρα μου.

-Κάτι θέλω να σου πω, Αργύρη…

Μπήκανε στη σάλα και κλειστήκανε μέσα. Άκουσα σε λίγο τον πατέρα μου να φωνάζει.

-Όλα θα τα διαλύσω και δε με νοιάζει! Να μου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό παραμονή του γάμου! Το χαλώ το αντρόγυνο να τους πεις, Σταματίνα, κόρη είχα να δώσω να τους πεις, δεν επουλούσα κρέας να μου το παζαρέψουν!

Ο γιατρός ζητούσε να του γράψουν και το σπίτι στο χωριό. Ήθελε, λέει, να το χει για εξοχικό το καλοκαίρι. Χωρίς το σπίτι, γάμος δε γινότανε είχε μηνύσει με την προξενήτρα. Ο πατέρας μου, όμως, ήταν ανένδοτος.

-Στα τσακίδια να πάει κι αυτός και το γιατριλίκι του, ο παραδόπιστος που θέλει να μας βγάλει στο δρόμο! Στα τσακίδια, έτσι να τους πεις!

Έφυγε η Σταματίνα και μας άφησε μες στην κόλαση. Η μάνα μου λιποθυμούσε από τα κλάματα, η αδερφή μου κλείστηκε στην κάμαρά της και δεν άνοιγε σε κανένα. Ήρθαν οι συγγενείς μας στο σπίτι να μιλήσουν του πατέρα μου.

-Δώσε τόπο στην οργή σου, Αργύρη, και σκέψου τι θα γίνει από δω και πέρα. Αν χαλάσει ο αυριανός γάμος, πάει, δεν παντρεύεται πια η Θοδώρα σου. Δωσ’ του το σπίτι του παραδόπιστου για το καλό του παιδιού σου. Κι η μάνα σου η συχωρεμένη, αν εζούσε, το ίδιο θα σου’ λεγε.

-Και ν’ αφήσω, μωρέ, τη Ρήνα μου χωρίς τίποτε; Δεν είναι αυτό παιδί μου; Πώς να το αδικήσω;

Πέσανε πάλι όλοι πάνω μου, η μάνα μου, η γιαγιά μου, οι θειάδες μου. Ύστερα μου ‘πανε να του μιλήσω κι εγώ.

-Εσύ μόνο, Ρήνα, μπορείς να τον πείσεις. Κάμε το για την αδερφή σου και θα σου το ξεπληρώσει ο Θεός.

Πήγα πρώτα να βρω την αδερφή μου.

-Θοδώρα, τον θέλεις τον Σταύρο;

Εκείνη με κοίταξε μέσα από τα κλάματά της.

-Όχι, Ρήνα, δεν τον θέλω το Σταύρο, να παντρευτώ θέλω μόνο…

Πήγα και μίλησα του πατέρα μου. Του’ πα να το δώσει το σπίτι της Θοδώρας γιατί εγώ δεν το’ θελα. Του’ πα πως τ όνειρό μου ήτανε να πάω στην Αθήνα να σπουδάσω κι ώσπου να ‘φτανε η ώρα να παντρευτώ, θα μου’ χτιζε άλλο, καλύτερο σπίτι. Αυτός με άκουγε χωρίς να μιλά. Σαν να ΄χε μαζέψει το σώμα του ξαφνικά έτσι που καθόταν σκυφτός στην καρέκλα. Ύστερα με κοίταξε στα μάτια με ένα βλέμμα που δεν ξέχασα ποτέ.

-Θα το δώσω, Ρήνα μου, αλλά δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου.

Εγώ όμως τους συγχώρεσα όλους. Και τον πατέρα μου και τη μάνα μου και την αδερφή μου και τον γαμπρό μου. Είναι χρόνια που δεν τη σκέφτομαι πια αυτή την ιστορία. Σήμερα έτυχε να τη φέρω στο μυαλό μου γιατί δίκαζα μια υπόθεση κληρονομιάς και έβλεπα τους αντίδικους να κοιτάζονται με μίσος. Ήθελα να τους πω πως τίποτε τελικά δεν εξαρτιέται από τα σπίτια και τα χωράφια και τις περιουσίες. Το βλέπω κάθε μέρα μέσα στα μάτια των παιδιών μου και του άντρα μου, που λέει καμιά φορά γελώντας, σαν έρθει η κουβέντα.-Ευτυχώς που σ άφησε άπροικη ο γαμπρός σου ο γιατρός και ήρθες στην Αθήνα να βρεις την τύχη σου. Αν δεν ήταν αυτός δεν θα σε γνώριζα. Χάρη του χρωστώ του μπατζανάκη!