Τα χωριά της πατρίδας μας, μικρά η μεγάλα, ορεινά η πεδινά, παραθαλάσσια η μεσόγεια, έχουν ένα κοινό γνώρισμα: Την λατρευτική προσήλωση των κάτοικων στην κεντρική εκκλησία, η εορτή και το πανηγύρι της οποίας αποτελεί τον πόλο έλξης των όπου γης συγχωριανών.
Στα δώδεκα χωριά της Καρπάθου γίνονται κάθε χρόνο ισάριθμα πανηγύρια και συγκεντρώνουν πλήθος προσκυνητών, όχι μόνο από τους μόνιμους κατοίκους αλλά και από την Αττική, την Αμερική τον Καναδά, την Αυστραλία. Είναι τάμα ζωής, ιδιαίτερα των ξενιτεμένων, να βρεθούν στο χωριό τους την ημέρα που εορτάζεται η Χάρη του Χριστού η της Παναγίας, να παρακαθήσουν με όλο το εκκλησίασμα στο γιορτινό τραπέζι, να γλεντήσουν και να χορέψουν στον αυλόγυρο του ναού. Είναι χαρακτηριστική η μαντινάδα ενός ξενιτεμένου που συγκινημένος αντικρύζει την εκκλησία του χωριού του.
Ήκουσα πάλι μυρωδιά κινομαλά και σκίνου κι αντίκρυσα την εκκλησιά που ‘πεφτα και προσκυνου.
Το τάξιμο
Αρρώστησα βαριά εκείνο το χειμώνα. Ήρθαν γιατροί στο σπίτι μας με λογιών γιατρικά, ήρθαν παπάδες με εικονίσματα, ήρθαν φυλαχτά λειτουργημένα στο Άγιο Όρος, τίποτε.
-Δεν έχει ζωή ο γιος του Μαθιού, λέγανε όλοι.
Ο πατέρας μου έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια του. Ένα παιδί με είχε ο δόλιος και με ‘βλεπε να λιώνω από το χτικιό που ‘χε θρονιαστεί στα σωθικά μου και δεν έλεγε να φύγει, μήνες ολόκληρους.
Δεν είχε όρεξη για δουλειά. Η βάρκα του, παρατημένη στο έλεος των κυμάτων, είχε καιρό να βγει στο ψάρεμα κι αν δεν ήταν οι άλλοι ψαράδες να μας λυπηθούν, ούτε φαΐ δεν θα ‘χαμε να φάμε.
Απ’ όλους δεχότανε τη βοήθεια ο πατέρας μου, μόνο από το Σήφη του Σταυρακα δε δεχότανε. Τον θυμάμαι που ήρθε μια μέρα να μας βρει με ένα καλάθι γεμάτο ψάρια.
-Nα κάμετε μια σούπα του παιδιού, είπε.
Δεν τα δέχτηκε τα ψάρια του ο πατέρας μου. Σαν τον ρώτησα γιατί, μου είπε:
-Δεν είναι καλός άνθρωπος ο Σήφης, γιε μου. Βγαίνει στ’ ανοιχτά και ψαρεύει με δυναμίτη. Σκοτώνει έτσι το γόνο και μας καταστρέφει όλους, για να βγάλει γρήγορα και άκοπα πενήντα και εκατό κιλά ψάρια. Άπληστος άνθρωπος ο Σήφης, αμαρτωλός!
Οι άλλοι ψαράδες περνούσανε κάθε μέρα από το σπίτι μας. Βλέπανε την καημό του πατέρα μου και θέλανε να τον βγάλουνε λίγο έξω να πάρει τον αέρα του τον θαλασσινό.
-Έλα, Μαθιέ, να βγούμε αύριο όξω κατά το Πρασονήσι. Μπουνάτσα δείχνει ο καιρός πως θα ναι. Να πιάσεις κι εσύ μια καλή ψαριά, να πορευτείτε, ωστόσο, και πάλι βλέπουμε. Έχει ο Θεός!
Μα ο πατέρας μου δεν άκουγε τίποτε. Μέρα-νύχτα καθισμένος στην καρέκλα δίπλα μου, πότε να μου δροσίζει το κούτελο με νερόξιδο, ποτε να μου τρίβει με σπίρτο τα χέρια και τα πόδια. Ό, τι ιστορίες ξέρω εκείνο τον καιρό μου τις είπε. Για τη γοργόνα την αδερφή του Μαγαλέξαντρου, για τις νεραιδοσπηλιές που κρύβει η θάλασσα, για τα αγριάδια που πηδούνε μέσα από τα κύματα και ανεβαίνουν στις βάρκες των ψαράδων. Κι ονειρευόμουνα πως ήμουν κι εγώ καραβοκύρης τρανός και αρμένιζα σε θάλασσες καυτές ή παγωμένες, ανάλογα αν μ’ έψηνε ο πυρετός ή μ’ έπαιρνε το σύγκρυο.
Η μάνα μου έβγαινε που και που από το σπίτι. Πότε να δώσει στις κότες να φάνε, πότε να ανάψει τα καντήλια στα γύρω μοναστήρια, πότε να φέρει ψωμί. Έβλεπε τον πατέρα μου σκυφτό και ζαρωμένο και του φώναζε:
-Έβγα από το σπίτι, Μαθιέ, δεν κάνει να μένουν οι άντρες στο σπίτι. Πήγαινε μια βόλτα στο καφενείο. Εγώ θα ‘χω το νου μου στο παιδί.
Τίποτε ο πατέρας μου.
Ένα πρωί σηκώθηκε αναστατωμένος. Πήγε πλύθηκε, ξυρίστηκε, φόρεσε το καλό του παντελόνι και το άσπρο του πουκάμισο που μόνο τη Λαμπρή τον είχα δει να το φορεί, και είπε στη μάνα μου.
-Ετοίμασέ μου το παιδί να το πάρω στην εκκλησία!
Η μάνα μου σταυροκοπήθηκε απορημένη.
-Είσαι καλά, Μαθιέ; Που θα το πάρεις, αρρωστημένο παιδί, μες στο κρύο;
Ο πατέρας μου αγρίεψε:
-Ήκουσες τι σου ΄πα; Ετοίμασε το παιδί να το πάρω στη Βαγγελίστρα. Ήρθε στ’ όνειρό μου απόψε, μεγάλη η Χάρη της, και μου πε: «Με τα δυο σου χέρια θα τόνε σώσεις το γιο σου!» Εκατάλαβες αυτό το λόγο, γυναίκα; Με τα χέρια μου! Μου γύρεψε η Βαγγελίστρα να πάρω το παιδί στα χέρια μου και να της το ακουμπήσω μπρος στο εικόνισμά της. Ετοίμασε το παιδί, σου λέω, γρήγορα!
Πήγαμε στην εκκλησία. Αρχές του Μάρτη ήτανε, το κρύο βαστούσε ακόμη. Ο πατέρας μου μ’ έβαλε να γονατίσω μπροστά στο εικόνισμα. Γονατιστός κι εκείνος δίπλα μου έκαμε το τάξιμο:
-Γιάτρεψέ μου τον, Βαγγελίστρα μου, κι εγώ στη γιορτή σου θα κάμω σ’ ούλο το νησί το τραπέζι. Να τρώει ο κόσμος ψάρια και να δοξάζει τη Χάρη σου.
Σε πεντέξι μέρες άρχισα να παίρνω το καλύτερο. Και μην τολμούσε κανείς να πει του πατέρα μου πως αιτία της γιατρειάς μου ήτανε το φάρμακο που έφερε από την Αθήνα ο γιατρός.
-Τι φάρμακα, μωρέ, μου τσαμπουνάτε; Η Βαγγελίστρα μου τονε γιάτρεψε. Η Βαγγελίστρα!
Παραμονές του Βαγγελισμού χαλούσε ο κόσμος. Να φυσούν οι δώδεκα ανέμοι σα δαιμονισμένοι, να πέφτει ένα χιονόβροχο που να μην αφήνει ούτε κλαδί στα δέντρα. Δεμένες κι οι βάρκες στ απάγκιο.
Ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν σα θηρίο στο κλουβί.
-Και πώς θα βγω, μωρέ να ψαρέψω με τέτοια κοσμοχαλασιά; Πέντε μέρες μείνανε ίσαμε το πανηγύρι, πότε να μαζευτούνε πενήντα κιλά μένουλες;
Οι άλλοι ψαράδες προσπαθούσανε να τον καλμάρουνε.
-Αγόρασε μπακαλιάρο της άρμης, Μαθιέ, κι αυτό ψάρι είναι, δε θα της βαροφανεί της Βαγγελίστρας. Κι όταν με το καλό γαληνέψει η θάλασσα, ούλοι μαζί θα βγούμε και θα ψαρέψουμε μένουλες να φάει ο κόσμος να χορτάσει. Το κάνεις των Βαγιών το ταξιμιό τραπέζι, δεν εχάλασε ο κόσμος.
Ξημερώνοντας η παραμονή του Βαγγελισμού η θάλασσα ήταν λάδι. Ο πατέρας μου πήγε να βρει τους φίλους του.
-Ελάτε, μωρέ παιδιά, να βγούμε μέχρι το νησί δυο τρεις ώρες . Ό,τι προλάβουμε να μαζέψουμε, έτσι για να μου φύγει και μένα το βάρος από μέσα μου. Μόνος μου να πάω είναι μάταιο.
Εκείνοι δεν του την έκαμαν αυτή τη χάρη. Είπανε πως ήταν αμαρτία να δουλέψουνε τέτοια μέρα.
Ο πατέρας μου γύριζε πάνω κάτω σαν τον κολασμένο. Δεν άντεχε να αφήσει τη Βαγγελίστρα χωρίς τάξιμο. Το τραπέζι με τα ψάρια. Σε λίγο έστειλε και μήνυσε να ρθει στο σπίτι μας ο Σήφης του Σταύρακα. Το είδα και παραξενεύτηκα.
Δυο λεφτάν μιλήσανε κι ύστερα φύγανε μαζί
Από το παράθυρο της κάμαρής μου, που έβλεπε ίσια κάτω το μόλο, είδα τη βάρκα μας να σκίζει σα δελφίνι τον καθρέφτη της θάλασσας.
Ξημέρωσε του Βαγγελισμού και ο πατέρας μου δεν είχε γυρίσει ακόμα. Δεν ανησύχησα, κι άλλες φορές αργούσε αν έπεφτε σε μεγάλο κοπάδι ψάρια. Ετοιμάστηκα και πήγα με τη μάνα μου στην εκκλησία. Έναν άρτο βαστούσε εκείνη ζυμωμένο με τα χέρια της, μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου κρατούσα εγώ.
Τελείωσε η λειτουργία και μεσημεράκι πια καθίσαμε να φάμε τον μπακαλιάρο. Ήπια και λίγο κρασί πρώτη φορά στη ζωή μου. Εκεί, στον αυλόγυρο της εκκλησίας, είχαν αρχίσει να παίζουν οι λυράρηδες σκοπούς νησιώτικους, λυπητερούς. Εκείνη την ώρα φτάσανε και τα μαντάτα.
-Τρεχάτε! Κάτω στο μόλο φέρανε το Μαθιό χτυπημένο!
Έτρεξε η μάνα μου αλλοπαρμένη, έτρεξαν οι χωριανοί, έτρεξα κι εγώ. Ο πατέρας μου ήτανε ξαπλωμένος μέσα στη βάρκα μας και ένα ποτάμι αίμα έτρεχε από το κορμί του. Βογκούσε από τους πόνους και μόνο σαν πλησιάσαμε δίπλα με τη μάνα μου τον άκουσα να λέει:
-Πάρε, Βγενιώ, το παιδί από δω να μη με βλέπει έτσι.
Πώς τον μαζέψανε, πώς τον πήρανε στου γιατρού, δε θυμάμαι. Μια λέξη μόνο θυμάμαι από κείνη την ώρα. Μια λέξη που έφυγε από το στόμα του Σήφη του Σταύρακα και σύρθηκε σα φίδι σ όλα τα σοκάκια του χωριού μας.
-Ψάρευε με δυναμίτη! Ο δυναμίτης τον εσακάτεψε. Ο δυναμίτης!
Δυο μήνες κάθισε στην Αθήνα κι ύστερα γύρισε στο νησί. Στο ψάρεμα δεν ξαναβγήκε. Η μάνα μου έβαλε μπρος τη μηχανή της και έραβε τα ρούχα των γυναικών για να ζήσουμε. Εκείνος καθόταν σε μια γωνιά της αυλής και μια κοίταγε τη θάλασσα, μια το καμπαναριό της Βαγγελίστρας. Καθόμουνα κι εγώ δίπλα του και του κρατούσα το φλυτζάνι να πίνει τον καφέ του. Χέρια δεν είχε. Τα ‘χε δώσει και τα δυο για να με σώσει.
Ακριβώς όπως του ‘χε ζητήσει στο όνειρό του η Βαγγελίστρα.