γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Τα χωριά της Καρπάθου μοιάζουν με τ’ αδέρφια, μπορεί να έχουν ομοιότητες, ωστόσο είναι διαφορετικά, παθιάζουν τους ανθρώπους τους, καμιά φορά σε τέτοιο σημείο που για τον ξένο, τον περαστικό, να φαίνεται περίεργο και το φαινόμενο να εντυπωσιάζει.
Μικρό, μάλλον όμως το πιο ιδιαίτερο, είναι το χωριό Σπόα, που βρίσκεται στην Άνω Κάρπαθο, κάπου στη μέση του νησιού, περίπου 20 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Πηγάδια.
Μελετώντας τις πιθανές γλωσσολογικές εκτιμήσεις, με θέμα την προέλευση του ονόματος, αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα την ανάγκη του τόπου να ξεχωρίσει και να έχει την δική του διαδρομή στο χωροχρόνο.
Πιθανή περιοχή προέλευσης του οικισμού, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Ιωάννη Βολανάκη, είναι η περιοχή του επινείου του οικισμού, ο Άγιος Νικόλαος. Ο ερευνητής πιστεύει ότι το Σπόα χτίστηκε από τους κατοίκους που ζούσαν γύρω από την εκκλησία Εφταμπατούσα, όμως οι συχνές ληστρικές επιδρομές των πειρατών, που ξεκινούν από τον 7ο αιώνα, τους ανάγκασαν να μετακινήσουν το χωριό πάνω στο βουνό, στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
Αρκετά γράφτηκαν και για τη συγγένεια με το κοντινό χωριό Μεσοχώρι, που μάλιστα ήταν ενιαίος Δήμος μέχρι το 1869, ωστόσο οι παθιασμένοι Σποϊτες τεκμηριώνουν διαφορετικά το ζήτημα, έχουν καταλήξει λοιπόν ότι το Σπόα προέρχεται από το “ε-σπόδα” που σημαίνει τα μέρη, οι τοποθεσίες, που βρίσκονται προς τα κάτω, προς τα νότια. Μάλιστα με το ίδιο όνομα συναντάμε στο νησί μια περιοχή κάτω από το βουνό Προφήτης Ηλίας προς την Αχάτα, σε ένα ακρωτήρι, αλλά και το νότιο τμήμα της Σαρίας που κι αυτό λέγεται Εσπόα Σαρία.
Ο Σποϊτης ερευνητής-συγγραφέας Ηλίας Βασιλαράς υποστηρίζει ότι το χωριό ουσιαστικά ήταν η νότια προέκταση της αρχαίας πόλης Βρουκούντας. Για να στηρίξει την άποψη του, αναφέρεται και σε σχετική αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στους μύλους, την είσοδο του σημερινού οικισμού.
Ωστόσο ο καθηγητής Νεοελληνικής γλώσσας Κωσταντίνος Μηνάς (καταγωγή από την Όλυμπο), με παρατηρήσεις του στο θέμα (σχετικά με το Σπόα) θεωρεί ότι κάτοικοι του οικισμού Μαράθου, της Εφταμπατούσας, είχαν συνενωθεί και συγκατοικήσει με κατοίκους μιας άλλης παραλιακής πόλης, του Λευκού, “στο φύσει οχυρό Μεσοχώρι απ΄όπου τον 19ο αιώνα άρχισαν να μετεγκαθίσταται στην πεδινή περιοχή τω Σπόων”.
Ο ταξιδιώτης δεν θα σταθεί στην προέλευση του ονόματος, θα προτιμήσει την ουσία της στιγμής, έτσι μια βόλτα από αυτό το ορεινό χωριό είναι από τις σταθερές προτεινόμενες εξορμήσεις.
Περίπου 350 σπίτια και 100 άνθρωποι είναι όλο κι όλο σήμερα το Σπόα, τέσσερα παραδοσιακά καφενεία, όμορφα στενά σοκάκια γεμάτα αρώματα από λουλούδια και μνήμες. Το καλοκαίρι δεκάδες είναι τα ανοιχτά σπίτια, γιατί οι Σποϊτες αν και μετανάστευσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κυρίως στην Αμερική και την Αυστραλία, κράτησαν με πίστη τα πατρογονικά τους ήθη και τα έθιμα, αυτό που τους διακρίνει είναι η φιλοξενία με την καθαρή αρχαιοελληνική σημασία της.
Το Σπόα χτυπήθηκε πολύ σκληρά από την μετανάστευση, οι πρώτοι ξενιτεμένοι του χωριού βρέθηκαν από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέσα στις πιο σκληρές δουλειές, από τα νταμάρια της Πεντέλης μέχρι τις πιο βαθιές μίνες, τα ορυχεία κάρβουνου στην Αμερική!
Μα ο τόπος τους όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά κρατήθηκε ζωντανός και σήμερα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα, αφού ακόμη και οι επόμενες γενιές επιστρέφουν και προσπαθούν να επαναφέρουν μνήμες και να ξεπεράσουν το άγριο, σαν οδοστρωτήρα, πέρασμα του χρόνου.
Μόλις μια ανάσα, στην είσοδο του χωριού μας καλοσωρίζουν οι πέτρινοι ανεμόμυλοι, σύμβολα μιας αλλοτινής εποχής, τα χαλάσματα θυμίζουν απομεινάρια μνήμης, ενώ ο ένας από αυτούς, φροντισμένος με περίσσιο μεράκι, συνεχίζει να δουλεύει όπως στα νιάτα του και περιμένει το καρπάθικο στάρι για να το κάμει αλεύρι!
Εκεί πάνω στο διάσελο των βουνών βρίσκεται και το σημείο που μπορεί κανείς να αγναντέψει το νησί και από τις δυο πλευρές του, ειδικά τη στιγμή που ο ήλιος αποτραβιέται κουρασμένος, τα γύρω βουνά υποκλίνονται και ντύνονται με το πιο γλυκό πορτοκαλί χρώμα του. Τότε ο βούναρος, όπως είναι το όνομα του βουνού ακριβώς πάνω από το χωριό, μοιάζει θεόρατος και ταυτόχρονα τόσο ανθρώπινος και φιλικός!
Το Σπόα περηφανεύεται και για το επίνειο του, τον Άγιο Νικόλαο, ο πανέμορφος απάνεμος κόλπος και οι παραλίες του είναι ικανές να πλανέψουν όλες τις αισθήσεις.
Να είναι η θάλασσα που θυμίζει νερό πηγής; έτσι καθάρια και διάφανη είναι έτοιμη να την πιεις μέσα στις χούφτες ή μήπως το τοπίο και οι δυο βοτσαλωτές παραλίες που θυμίζουν μια όαση στην τελευταία αγνή άκρη του κόσμου;
Στον Άγιο Νικόλαο η παγκοσμιοποίηση δεν έκαμε χαλάστρα, λίγα δωμάτια και ένα εστιατόριο δένουν αρμονικά με τη γαλήνη μιας φύσης που γαληνεύει μέσα από το ανθρώπινο άγγιγμα.
Η Παναγία Εφταμπατούσα βρίσκεται στον Άγιο Νικόλαο, το επίνειο των Σπόων. Πρόκειται για παλαιοχριστιανική Βασιλική του 5ου αιώνα, που είχε ξυλοσκεπή και κεραμοσκεπή και καταστράφηκε μαζί με τον οικισμό το πιθανότερο μετά τον 7ο αιώνα.
Η παράδοση λέει ότι η Παναγία Εφταμπατούσα οφείλει το όνομά της στις επτά εισόδους, στα «επτά έμπατα» που είχε, λένε λοιπόν πως ήταν πολύ εντυπωσιακή και αυτή ήταν η κεντρική εκκλησία, μια από τις τέσσερις του οικισμού Μαράθου.
Ο επισκέπτης θα περιηγηθεί και στα ρωμαϊκά παλαιοχριστιανικά λουτρά, τα καλύτερα σωζόμενα λουτρά σε όλα τα Δωδεκάνησα.
Ανάμεσα στις ξεχωριστές σποϊτικες ιστορίες ξεχωρίζει ένα ψάρι, ένα αληθινό θεριό!
Η Μένουλα είναι ψαράκι συγγενικό με τη μαρίδα μόλις 20-25 εκατοστά και είναι δεμένη με το χωριό. Από το επίνειο της, τον Άγιο Νικόλαο ξεκινούν κάθε Μάρτη οι σποϊτικες βάρκες αναζητώντας τα κοπάδια του ψαριού που διαλέγει τους γύρω ψαρότοπους.
Η μάνα της Μένουλας, η περιοχή που διαλέγει το ψαράκι, λένε πως είναι η θαλάσσια περιοχή λίγο έξω από την όμορφη παραλία της Μιλάθθας!
Οι ψαράδες του χωριού, δεινοί μάστορες της θάλασσας, γνωρίζουν τα μυστικά σημάδια, συνδυάζουν τα βράχια, το βουνό και τους παμπόνηρους πρωταθλητές αιγαιόγλαρους που παίρνουν φόρα και κάνουν μακροβούτια!
Αλλά οι ψαράδες δεν μιλάνε, δεν βγάζουν τσιμουδιά, για το που πέφτει το ψάρι κι όταν το μαζέψουν συνήθως το παστώνουν και γίνεται ένας μοναδικός μεζές, που δεν λείπει από κανένα καρπάθικο σπίτι, όπου κι αν βρίσκεται επάνω στον πλανήτη!
Ο ταξιδιώτης αξίζει να περάσει χρόνο στα στενά του χωριού, να περπατήσει και να γνωρίσει, να μιλήσει με τους ανθρώπους, που εντυπωσιάζουν για τη λατρεία και το αυθεντικό πάθος για τον γενέθλιο τόπο τους. Όσο για το γεύμα ή το δείπνο, υπάρχουν τα ντόπια καφενεία, που θα ικανοποιήσουν ακόμη και για τους απαιτητικούς γευσιγνώστες, εκείνοι σίγουρα θα βρουν έναν αληθινό παράδεισο πρότυπης αληθινής μεσογειακής κουζίνας που για τους Σποϊτες δεν είναι παρά η καθημερινότητα.
Λαχανοπίτια που μοιάζουν με δροσερές κοπέλες, παστές και κολυμπητές ελίτσες, ψωμωμένοι σκάροι, κολοκυθοπούλια που σπαρταρούν, μακαρούνες όλο γλύκα, αφού και το κρεμμύδι τους είναι σποϊτικο και αήττητοι πρωταγωνιστές το καρπάθικο φρέσκο τύρι, το μανούλι μαζί με την κουλούρα, το καρπάθικο παξιμάδι και την παστή μένουλα, που εδώ κάτω τη λένε σαρδέλα! Κι αν είστε τυχεροί και βρεθείτε σε ένα καρπάθικο γλέντι, μα τότε πάρτε θέση και καθίστε κοντά, γιατί εδώ το γλέντι έχει πάθος και αληθινό συναίσθημα! Μαζί με τις αυτοσχέδιες μαντινάδες τα μάτια των Σποϊτων, μικρών και μεγάλων, γεμίζουν από δάκρυα και δεν σταματούν να αναβλύζουν μνήμες.
Ένα από τα ομορφότερα καλοκαιρινά πανηγύρια της Καρπάθου γίνεται στις εξοχές των Σπόων στις 28 Αυγούστου, ανήμερα του Αγίου Ιωάννη, μια γιορτή που οργανώνεται με πολύ μεράκι, στήνεται στην αυλή μιας μικρής εκκλησίας ενώ το γλέντι, που κρατά μέχρι το ξημέρωμα, γίνεται ακόμη και μέσα στη γειτονική μεγάλη σπηλιά και αποκτά μυστηριακό χαρακτήρα.
Στο σποϊτικο γλέντι βρίσκεται όλο το άρωμα και ο χαρακτήρας της παλιάς Καρπάθου, αφού ακόμη και σήμερα το τελετουργικό της γιορτής παραμένει σταθερό, με τους ντόπιους μουσικούς και τους ήχους τους να πρωταγωνιστούν, ενώ τα όποια ξενικά πρότυπα κι ανακατέμματα δεν έχουν καταφέρει να τρυπώσουν στην σποϊτικη γιορτή.
Όσο για το όνομα του χωριού, για χρόνια γραφόταν με το γράμμα ωμέγα, αφού τότε θεωρούσαν ότι η λέξη (Σπώα) προέρχεται από το το ρήμα σπάω, όμως σύμφωνα με τον καθηγητή Κων. Μηνά, η ετυμολογία αυτή είναι αδύνατη, γιατί από αυτό το ρήμα δεν υπάρχουν παράγωγα.
Η μόνη δυνατή ετυμολογία παραμένει από το «εις πόδας», που ήδη αναφέραμε, έτσι και το Σπόα γράφεται σταθερά πια με το γράμμα όμικρον.
Το Σπόα έχει ποτίσει τους ανθρώπους του με ένα παράξενο ελιξήριο, ακριβώς αντίθετο από τους λωτοφάγους, κάνει όλους τους Σποϊτες να μοιάζουν με τον αξεπέραστο ήρωα του Όμηρου, τον Οδυσσέα, όπου κι αν βρεθούν προσανατολίζουν το βλέμμα και τη ψυχή τους, τριγυρνούν και καμαρώνουν τα στενά σοκάκια του χωριού τους.
Είναι παράξενο μα το ίδιο μοιάζει να καταφέρνει αυτό το χωριό και στον κάθε έναν επισκέπτη, που τον κερδίζει με την πρώτη ματιά!