ΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ: Δραματοποιημένη διασκευή από το μυθιστόρημα της Άννας Ρηγοπούλη Λιατήρη «Το πολυκαιρισμένο σεντόνι»

ΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ: Δραματοποιημένη διασκευή από το μυθιστόρημα της Άννας Ρηγοπούλη Λιατήρη «Το πολυκαιρισμένο σεντόνι»

ΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ Δραματοποιημένη διασκευή

από το μυθιστόρημα της Άννας Ρηγοπούλη Λιατήρη

«Το πολυκαιρισμένο σεντόνι» 

Ευχαριστώ από καρδιάς όσους μόχθησαν πριν από μένα!

Τόπος: Αρκάσα Κάρπαθος

Χώρος: Το εσωτερικό στάβλου σε μετόχι. Ο στάβλος στην Κάρπαθο ήταν ένα συγκρότημα από περισσότερους χώρους ευδιάκριτα χωρισμένους, που αποτελούνταν από έναν ή δύο χώρους για τους ανθρώπους, δύο έως τρεις χώρους για τα ζώα, το άρμεγμα και τις τροφές τους, κοτέτσι και βοηθητικούς χώρους για την οικογένεια, όπως π.χ. φούρνο, τζάκι, πατητήρι, χώρο για παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, την άλωνα για να αλωνίζουν τα γεννήματα και ό,τι άλλο επινοούσαν για να εξασφαλίσουν την καθημερινή διαβίωση και υποτυπώδη άνεση.

Χρόνος: Ένα Σάββατο, τέλος Γενάρη, χρόνια πριν, λίγο μετά το σούρουπο.

Η σκηνή στο εσωτερικό του στάβλου:

Ένας πάγκος στη μια πλευρά και πάνω του ένα υφαντό με παραδοσιακά και πολύχρωμα σχέδια. Τρία τέσσερα σκαμνιά εδώ κι εκεί. Ένας σοφράς στη μέση. Δύο λάμπες, ακουμπισμένες δεξιά και αριστερά της κάτω πόρτας του στάβλου. Μια χειροκάμωτη μικρή σκούπα από βρούλα σε μια άκρη. Δυο κνησάρες, μια πινακωτή, δυο μικρές εμαγιέ λεκάνες, ένα πανέρι χειροποίητο, μια μεγάλη αλουμινένια λεκάνη, ένα βρούλινο τουπί για να πήζουν το τυρί και άλλα χειροκάμωτα εργαλεία κουζίνας, όλα κρεμασμένα στον τοίχο.

ΑΣ ΤΟ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΡΚΑΣΙΩΤΙΚΑ

Τα πρόσωπα, με τη σειρά που εμφανίζονται:

  1. Ο λυράρης
  2. Η αφηγήτρια ή ο αφηγητής
  3. Ο τελάλης με τον κόχυλα
  4. Ο πατέρας του Γιάννουκα
  5. Η μάνα του Γιάννουκα
  6. Ο Γιάννουκας
  7. Η νανά του Γιάννουκα
  8. Η Ροζιός
  9. Η Βενετία
  10. Η Βουκαινιά, κόρη του Ροζιού
  11. Ο Αντρουλιός, γιος της Βενετίας
  12. Ο παππούς Κομνηνός
  13. Ο εγγονός του Κομνηνού
  14. Η Κυραννιά
  15. Η εγγονή της Κυραννιάς
  16. Η Σταματουλίτσα, μάνα της Μαρούκλας
  17. Η Μαρούκλα

Λυράρης

{Κάθεται από την αρχή σε μια γωνιά του στάβλου και σιγοπαίζει λύρα}

Αφηγήτρια

-Εδώ είμαι κι εγώ καλεσμένη στο χοροστάσι…Τελευταίο Σάββατο του Γενάρη σήμερα. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα, τώρα που οι γεωργοί και οι βοσκοί δεν έχουν πολλές δουλειές. Έτσι, μαζεύονται τα Σαββατοκύριακα σε στάβλους στα μετόχια, φέρνουν κρασί και μεζέδες, βρίσκουν το λυράρη και έτσι απλά χωρίς πολλές ετοιμασίες καταφέρνουν και διασκεδάζουν.

Σαν καλή ώρα σήμερα το χοροστάσι θα γίνει στο στάβλο του πατέρα του Γιάννουκα, στο Όξω Χιόνι. Θα έρθουν πολλοί ελεύθεροι και ελεύθερες, κόρες και παλικάρια, για να χορέψουν, να διασκεδάσουν, να γνωριστούν, να ερωτευτούν… Εδώ γίνεται και το νυφοπάζαρο.

Αλλά ξέρετε; Ποτέ δεν έρχονται μόνοι τους. Πάντα με συνοδεία… Με τη μάνα ή τη λαλλά ή τον πάππου, που τους έχουν στο νου τους μέχρι να τελειώσει το χοροστάσι.

Από δυο χωριά σμίγουν, από την Αρκάσα και τις Μενετές και γλεντούν μέχρι το πρωί.

 

Τελάλης με τον κόγχυλα

{Ακούγεται να φωνάζει από μακριά. Μιλάει αργά και καθαρά}

-Ω, ω, ω χωριανοί! Χωριανοί, ακούσατε! Ω, Χωριανοί! Ακούσατε, χωριανοί! Χωριανοί, ακούσατε, ακούσατε!

Αφηγήτρια

{Αλλάζει έκπληκτη το ύφος της σαν κάτι να περιμένει να ακούσει}

-Σαν να τον ακούω πάλι τον τελάλη με το μεγάλο του τρύπιο κόγχυλα. Κόγχυλες βρίσκεις πολλούς στα βάθη της άγριας θάλασσας στο νησί μας. Εργαλείο που δεν έχει το ταίρι του! Μ’ αυτό φωνάζει τα νέα. Πάντα με πιάνει μεγάλη περιέργεια, συγκίνηση και μπορώ να πω και αναστάτωση, όταν ακούω τον τελάλη! Περιμένω να δω τι θα μας ξεφουρνίσει πάλι! Μα είναι δυνατό να ακούγεται από το χωριό μέχρι εδώ; Θα ανέβηκε φαίνεται στο καμπαναριό της εκκλησίας. Είμαστε και σε ανηφόρα και ο αγέρας μπορεί να φέρνει τη λαλιά του…

Ας τον αφήσουμε στην ησυχία του να φωνάξει τα νέα!

Εδώ μας περιμένει απόψε χορός και διασκέδαση.

Τούτο το χοροστάσι δεν είναι σαν τ’ άλλα!

Ξέρετε ποιος καιγόταν μέχρι να έρθει η σημερινή μέρα;

Ο ερωτευμένος Γιάννουκας! Ξέρετε τι μηχανορραφίες σκαρφίστηκε για να καταφέρει την αρμαστή του, τη Μαρούκλα, να έρθει στο χοροστάσι; Σήμερα, από τις κουρετούδες το άκουσα κι εγώ, θα της φανερώσει τον κρυφό έρωτά του, αλλά της το κράτησε μυστικό. Θα με ρωτήσετε ποιες είναι οι κουρετούδες; Έτσι λέμε τις κουτσομπόλες του χωριού, που είναι σαν όλες τις γυναίκες, αλλά έχουν πιο μεγάλη γλώσσα, δεν έχουν τι να κάνουν, έχουν ατέλειωτη φαντασία, μαζεύονται στα τρίστρατα ή στα καντούνια και… όπως καταλαβαίνετε… κατασκευάζουν τα νέα!

 

Πατέρας Γιάννουκα

{Μπαίνει με καμάρι κρατώντας δυο μπουκάλες με κρασί}

-Το κρασί για το χοροστάσι του γιου μου θα το βάλω εγώ. Ένα αμπέλι το έχω όλο και όλο στη Βλυχά, αλλά καλό, περιποιημένο και φυτεμένο σε τρεις κατηφορικούς λώρους, έτσι λέμε τα στενά κομμάτια γης, με αθήρι, φωκιανό και μαυρομαρόνι. Το θειαφίζω μόνο. Για μένα, το θειάφι είναι το φάρμακο των σταφυλιών. Μετά τον τρύγο η μάνα μου κάθεται στη μεγάλη πέτρα έξω από το πατητήρι και καθαρίζει ένα, ένα τα σταφύλια από τις σάπιες και άγουρες ρόγες. Ψήνω δυο γκαζοτενεκέδες μούστο μέχρι να γίνει πετιμέζι και το αφήνω να κρυώσει. Ναι, ναι τόσο πετιμέζι βάζω στην κάθε στάμνα και την απογεμίζω με μούστο.

Θα με ρωτήσετε, πώς και δεν χαλάει το κρασί; Μα, όλα τα μυστικά μου θα σας τα πω σήμερα; Άντε, να σας πω! Δεν μπορώ να κρατήσω μυστικό, ξέρετε…

Τρίβω τη στάμνα με θυμάρι μέχρι να καθαρίσει και να γυαλίσει ο πηλός από μέσα, να εδώ στην… στην κοιλιά της, και ύστερα την πλένω με βρασμένη κυνομαλά, το φασκόμηλο. Αυτό είναι όλο. Κάνω κόκκινο κρασί σαν ροσόλι, γλυκό κι απολαυστικό, που ευφραίνει την καρδιά. Να, τώρα θα το δοκιμάσετε… Γιατί απόψε θέλω να ευφρανθεί ολονών η καρδιά!

 

Μάνα Γιάννουκα

{Μπαίνει αεράτη κρατώντας μια πήλινη λεκάνη με μακαρούνες}

 

-Είμαστε φτωχομαθημένοι, αλλά περήφανοι! Για το χατίρι του γιου μου έκαμα λίγες μακαρούνες. Μα… δεν ξέρετε τις μακαρούνες; Είναι ντόπιο ζυμαρικό με τσίκνωση! Και σήμερα τις πέτυχα, όπως πάντα άλλωστε! Θα σας αρέσουν… Όταν τις δοκιμάσετε θα σας δώσω τη συνταγή, να κάνετε κι εσείς. Μμ, μοσχομύρισε ο στάβλος! Δεν είναι και εύκολο να γίνουν, αλλά εγώ πια έχω πάρει το κολάι. Στο άψε σβήσε τις έχω έτοιμες. Τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα ζυμώνω τη ζύμη, ρίχνω και ένα ρακοπότηρο λάδι, κάνω μακρύ κορδόνι και κόβω ένα κομμάτι. {Δείχνει στο μικρό δάχτυλο 3 εκατοστά περίπου}

Μετά πιέζω και τραβάω συγχρόνως το κομμάτι αυτό με τα τέσσερα δάχτυλα! Μόνο που τα ρωγιά μου, να ετούτες εδώ οι άκρες των τριών δαχτύλων μου, πονάνε κάθε φορά από το τράβηγμα κορδονιού. Σήμερα, δεν κατάλαβα πόνο, είναι φαίνεται από τη λαχτάρα για τις χαρές του Γιάννουκα.

Μετά βράζω τις μακαρούνες, τις σουρώνω, βάζω μυζήθρα από τις προβατίνες, και τις τσικνώνω με βώτυρο ψητάρη και ξερό κρεμμύδι. Ξέχασα κάτι; Μήπως δεν ξέρετε τι είναι η τσίκνωση; Είναι ψιλοκομμένο ξερό κρεμμύδι τσιγαρισμένο με βώτυρο ψητάρη, μέχρι να ψηθεί και να ξανθίσει το κρεμμύδι, όχι να καεί και να μαυρίσει, προς Θεού! Α, πάλι δεν καταλάβατε τι είναι το βώτυρο; Έλα Παναγία μου! Το βούτυρο είναι, καλέ! Βώτυρο το λέμε, όπως το έλεγαν οι Δωριείς, που έζησαν στο νησί πολύ παλιά και πολλές λέξεις τις κληρονομήσαμε από τότε… Τι έλεγα; Δύσκολο φαΐ οι μακαρούνες, αλλά η νοστιμιά τους είναι ξεχωριστή.

Γιάννουκας

{Μπαίνει με κέφι και όρεξη}

-Επιτέλους, ήρθε η ώρα! Κάνω σήμερα το χοροστάσι και έχω σχέδιο! Δεν το κάνω κόττου όλου, δεν έριξα το βόλο δηλαδή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Η φράση προέρχεται από το αρχαίο κόττου βόλος, που σημαίνει ρίξιμο βόλου. Το ξέρατε;

Σήμερα θα φανερώσω τον έρωτά μου στη Μαρούκλα, την αρμαστή μου, αλλά δεν της το είπα, μόνο η νανά μου τα ξέρει… Θα χορέψουμε αγκαλιαστό, θα την χορέψω και στον κάβο. Όλος ο ντουνιάς θα μάθει το μυστικό μας! Να δούμε, θα βάλει τα δυνατά του ο λυράρης;

{Κοιτάζει το λυράρη με πολλές προσδοκίες. Γεμίζει δυο πήλινες κανάτες με κρασί}

Νανά Γιάννουκα

{Ασπάζεται τον πατέρα του Γιάννουκα. Κρατά στο ένα χέρι ένα μπουκάλι με πετρέλαιο και στο άλλο ένα τσανάκι με ζιμπίλια δεμένο σταυρωτά με πετσέτα}

-Κάνε τα καλά σου, σύντεχνε, απόψε για το φιλιώτσο μου!

{Γεμίζει τις λάμπες με πετρέλαιο και τις ανάβει. Ασπάζεται τον Γιάννουκα και τον χαϊδεύει στην πλάτη}

 

-Άντε να σε παντρέψω πια, φιλιώτσε μου! Να χαρώ και εγώ τουλάχιστον τα παιδιά σου, αφού ο παντοδύναμος δεν μου έδωσε παιδιά. Έφερα και ζιμπίλια, που τα έκανα των Φώτων και… μείνανε! Από τότε τα έχω! Να τα κεράσω να μην πάνε χαμένα… Είναι πιτάκια με χειροποίητο φύλλο γεμισμένα με σταφίδες, τσιγαρισμένο κρεμμύδι και μυρωδικά. Απ’ έξω έχουν σουσάμι, μακρά μυρωδιά και μαυροσήσαμο. Τα έψησα στο φούρνο. Τόσες σταφίδες, σουσάμια, μυρωδικά, αλεύρι που τ’ άλεσα στο μύλο… Αμέ, οι κόποι μου; Το ζύμωμα, το πλάσιμο, το φούρνισμα. Για όλα ίδρωσα. Μόνο για τα χλαδιά δεν κοπιάζω. Ας έχει καλά ο Μεγαλοδύναμος τον αφέντη μου!

 

Ροζιός

{Μπαίνει λαχανιασμένη, κρατώντας ένα τσανάκι σκεπασμένο με κομμάτι σκίνου}

-Ω, τα βάσανά μου! Δυο ώρες περπατούμε για να έρθουμε στο χοροστάσι… Από τους Κάτω Γύρους έρχομαι!

 

Βενετία

{Μπαίνει κρατώντας στο ένα χέρι πήλινο μπολ και στο άλλο ένα δεματάκι τυλιγμένο σε πετσέτα}

 

-Μοναχή ήρθες στο χοροστάσι, Ροζιέ;

 

Ροζιός

{Μπαίνει και η κόρη του Ροζιού. Δεν φαίνεται προικισμένη με ομορφιά και χάρη, αλλά δείχνει περίσσια περηφάνεια}

 

-Να τη, την κόρη, τη Βουκαινιά. Εσένα που είναι ο λεβέντης σου;

Έφερα και κυλιστά, που τα έκανα από το χοίρο μας. Τα είχα στον πιθιακό, σε πήλινο αγγειό, και έβαλα λίγα στο τσανάκι. Έκοψα κι ένα κομμάτι σκίνο και τα σκέπασα…

{Αφήνει το τσανάκι στον σοφρά}

 

Βενετία

{Κάθεται δίπλα στη Ροζιό και αφήνει τα κεράσματα στην ποδιά της. Μπαίνει και ο γιος της Βενετίας, κοιτώντας ξελιγωμένος την κόρη της Ροζιού}

-Ανοικοκύρευτη, αυτηά, ο Ροζιός, άκου να σκεπάσει τα κυλιστά με το σκίνο! Δεν της βρέθηκε ένα κομμάτι πανί ή έστω ένα ξελούρι… δηλαδή ένα στενό κομμάτι υφάσματος σκισμένο με το χέρι.

Να τος, ο γιος μου, Ροζιέ, όπως τον είπες και λεβέντης και χαλκιάς σαν τον πατέρα του.

 

Ροζιός

{Η Ροζιός καίγεται να παντρέψει την κόρη της να πάρουν σειρά κι οι άλλες τέσσερις που έχει. Κάνει νόημα στην κόρη της να ανταποκριθεί. Σκύβει προς τη Βενετία, δείχνοντας τα χέρια της}

 

-Χωρίς χαλκιά είναι σαν να είμαστε χωρίς χέρια. Μπορεί να σκάψει κανείς με τα χέρια; Όχι, βέβαια… Όλοι με τις τσάπες και τις αξίνες. Και χωρίς εργαλεία δεν έχει γεννήματα! Την καλύτερη δουλειά έχει ο γιος σου! Αλλά και η κόρη μου! Κοίτα ομορφιά την έχει, αλλά και χαρακτήρα… Κι από νοικοκυρά! Την έχω κάνει ξεφτέρι… Μακάρι να συμπεθεριάζαμε…

 

Βενετία

{Ενοχλημένη κοιτάζει κατάματα τη Ροζιό ακουμπώντας τα χέρια στα γόνατά της}

 

-Έλα στα συγκαλά σου, μωρή Ροζιέ! Οι παντρειές μας έλειπαν! Άκουσε να σου πω, τέτοια λόγια να μην τα ξαναπείς. Ο γιος μας είναι μικρός και δεν έμαθε ακόμη τέχνη. Πώς θα την ζήσει; Μετά, δεν είμαστε ακόμα για γάμους! Έχω κι εγώ τρεις μικρές κόρες να μεγαλώσουν, να τις παντρέψω. Αν δεν βοηθήσουν οι γιοι μας, πού θα βρω παράδες να δώσω στους γαμπρούς; Καταλαβαίνω, κι εσύ τις κόρες σου θέλεις να παντρέψεις, έχεις και πέντε.., αλλά… πήγαινε αλλού να βρεις γαμπρούς…

{Βλέπει το γιο της να γλυκοκοιτάζει την κόρη της Ροζιού και αφρίζει από το κακό της. Πασπατεύει το μπολ που έχει ακόμη στην ποδιά της και γυρίζοντας από την άλλη μεριά ψιθυρίζει}

 

-Σιγά την ομορφόκορη που έχεις! Η μύτη της φτάνει στον ουρανό… Και ο γιος μου… Σαν το χαζό πρόβατο την κοιτάζει… Τι της βρίσκει; Συγχώρεσέ μου, Παναγία μου.

«Απού ψηλοπετά, χαμηλοκαθίζει», την ξέρεις την παροιμία, Ροζιέ;

 

Ροζιός

{πιάνοντας το αυτί της}

-Είπες τίποτα, Βενετία; Βαριακούω λιγάκι… Δεν κατάλαβα…

 

Βενετία

 

-Ω τίποτα, τίποτα, Ροζιέ!

 

{Η Βουκαινιά και ο Αντρουλιός εξακολουθούν να συζητούν}

 

Βουκαινιά

{Γλυκοκοιτάζοντας τον Αντρουλιό}

 

Όταν βρισκόμαστε για λίγο στα κλεφτά, Αντρουλιέ μου… δεν ευχαριστιόμαστε… Θυμάσαι το απόβραδο στην παραλία του Αϊ Νικόλα; Ω, τι ωραία που περάσαμε κάτω από τον κέδρο του Λιβάνου! Το ερωτικό χαλί που έστρωσες δεν φεύγει από το νου μου! Θυμάσαι τη βουή του αγέρα και τα πελώρια κύματα; Ευτυχώς η φουρτούνα και ο κέδρος. Δεν μας άκουσε ούτε μας είδε κανείς…

Θυμάσαι που παραβγαίναμε ποιος θα πετάξει πιο μακριά τα κερδόκουκκα; Ω, πώς να ξεχάσω; Θυμάσαι, που η ριπία, οι σταγόνες της φουρτουνιασμένης θάλασσας που τις έπαιρνε ο αέρας, μας τύλιγε σαν άσπρο πέπλο, σαν αυτό που θα βάλω στο γάμο μας;

 

Αντρουλιός

{Κοιτώντας με λατρεία τη Βουκαινιά}

 

Θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι, Βουκαινιά μου! Εσύ θυμάσαι που πέταγες πιο μακριά τα κερδόκουκκα από μένα; Με νικούσες… Αλλά πού θα μου πας; Ξέρεις, κανόνισα, να κλεφτούμε την άλλη βδομάδα, μόλις μπονατσάρει. Είπα του Νικολή του ψαρά και θα μας αφήσει στον Κάστελλο με τη βάρκα του, την Αρκασιανή. Μόλις μαθευτεί, θα βουίξει το χωριό και τι θα κάνει η μάνα μου; Θα το πάρει απόφαση και θα μας παντρέψει.

 

Ροζιός

{Με ικανοποίηση, ακουμπώντας το δάχτυλο στον κρόταφό της}

 

Δε θέλει με το καλό, αυτηά η Βενετία, με τ’ όνομα… Της τα είπα, της τα ξαναείπα… Εγώ πάντως έκανα τα πάντα. Έχω κι εσάς μάρτυρες. Αφού κλεφτούν θα την περιμένω στο σπήλιο μου, στο καλό μου σπίτι, στου Ροζιού το σπήλιο, όπως τον λένε όλοι, να έρθει να δει το γιο της, τον άντρα της Βουκαινιάς μου! Εκεί, στο σπήλιο μου θα ζήσουν μέχρι να δουλέψει ο Αντρουλιός, για να χτίσει το δικό τους στάβλο.

Κι εγώ το σπήλιο μόνη μου τον έκανα σιγά, σιγά… Μην τα θέλουν κι όλα έτοιμα στο πιάτο. Να ζοριστούν για να εκτιμήσουν ό,τι φτιάξουν.

 

Βενετία

 

Έφερα συκωταριά τηγανιστή. Ψες βράδυ, βράδυ έσφαξα το πρώτο μας ριφάκι… Να και λίγες κουλούρες να τραγανίσουν οι κόρες και οι κοπελιάροι. Τις κουλούρες τις ζύμωσα με κριθαρένιο αλεύρι, έβαλα και λίγο άσπρο, πολλά ψιλοκομμένα κρεμμύδια, μυρωδικά και λίγο λάδι. Έπλασα μεγάλα στρογγυλά κουλούρια και όταν ανέβηκαν τα έψησα στο φούρνο. Αφού κρύωσαν τις έβαλα πάλι στο φούρνο από το βράδι μέχρι το πρωί να φρυγούν, για να είναι τραγανιστές.

{Μετά από μικρή διακοπή}

Τι ήθελα να πω; Ώ, ναι, ναι…Λοιπόν, Ροζιέ, σιχαίνομαι το τσοϊκό και το μιλλέττι σας, δηλαδή το χαρακτηριστικό της οικογένειας και το γένος σας, και δεν θέλω να μπλέξω μαζί σας…

Άκουσες, Ροζιέ;

{Σηκώνεται και αφήνει τα κεράσματα στον πάγκο}

 

Γιάννουκας

{Ζυγώνει κοντά στη νανά του και κάτι της λέει ψιθυριστά}

 

Νανά Γιάννουκα

-Μην ανησυχείς, φιλιώτσε μου. Όλα τα έχω κανονισμένα… Όπου να ’ναι θα φανούν.

 

Παππούς Κομνηνός

{Μπαίνει με τον εγγονό του και κρατά τρία πήλινα αγγειά}

 

-Καλησπέρα σε όλους! Μπορούσε να λείψει το Φοινίκι από το χοροστάσι; Σας φέρνω τη μυρωδιά της θάλασσας. Να, παστές τσαρδέλες μένουλες, Φοινικιώτικες… Μόνο που βγήκαν λίγο αλμυρές… Τις έχω πλυμένες και καθαρισμένες, έβαλα λάδι και ξίδι… Έτοιμες για φάγωμα. Έμειναν δυο, τρεις στρώσεις ακόμα στον πάτο του τενεκέ, να μην μας λείψουν…, μέχρι να φτιάξουμε τις φρέσκιες!

Με τον εγγονό μου, τις ψάρεψα! Τον βλέπετε; Όταν είναι στη βάρκα λες και στραβώνονται τα ψάρια και πέφτουν στα δίχτυα μας! Καλότυχος είναι, αλλά και φρόνιμο παιδί… Όποια τον πάρει δεν θα της λείψει τίποτα. Μα, ούτε βελόνι, σας λέω!

Μόλις μπουχτίσετε από τα κρέατα και τα τυριά…, θα σας φανούν γλύκισμα…

Να και κρίθαμος στο ξίδι, να σας ανοίξει η όρεξη, ο εγγονός μου τον έφτιαξε! Τι, δεν ξέρετε τον κρίθαμο, και ούτε έχετε δοκιμάσει; Χάνετε! Είναι φυτό, έχει παράξενη μυρωδιά και γεύση. Βγαίνει στον ευλογημένο μας τόπο και τον βάζουμε στον πιθιακό με ξίδι και λεμόνι.

Έφερα και σιτάκα στο τσανάκι. Δεν ξέρω να τη φτιάχνω, ψαράς είμαι, αλλά θα σας πω. Βράζουν το γάλα, το αφήνουν να κρυώσει και μαζεύουν την κρέμα, που την σιγοβράζουν στη φωτιά. Από πάνω μαζεύουν το βώτυρο, γι’ αυτό τον λέμε ψητάρη, κι ό,τι μείνει στον πάτο είναι η σιτάκα. Την βάζουν σε πήλινα δοχεία, σκεπασμένη με βώτυρο και τη χρησιμοποιούν σε γλυκά και φαγητά, που γίνονται πεντανόστιμα! Η γυναίκα ήθελε να κάνει τούρτες, αλλά την είχα όλη τη νύχτα στο καΐκι…

Την αγόρασα προψές από το βοσκό και έφερα για τα παλικάρια να αρτυθούν τα μέσα τους, να έχουν δύναμη να…, να…, χοροπηδάνε. Γιατί γελάτε; Ναι, ναι, καλά ακούσατε! Να χοροπηδάνε…

{Τις τελευταίες λέξεις τις τονίζει με νόημα κλείνοντας με αγαθοσύνη και κάπως παιχνιδιάρικα τα μάτια του. Αφήνει τα καλούδια πάνω στο σοφρά}

 

Κυραννιά

{Μπαίνει με την εγγονή της, μικρόσωμη παιδούλα, φορώντας ρούχα και στολίδια αταίριαστα με την ηλικία της. Έρχονται από διπλανό χωριό, τις Μενετές. Κάθεται δίπλα στον Κομνηνό. Η εγγονή στέκεται δίπλα της}

-Ώχουτα, τα βάσανά μου σήμερα! Τα παιδιά των παιδιών μας πια να κάνουν κουμάντο! Και τι να κάνω; Την έφερα στο χοροστάσι… Την βλέπω τελευταία να στολίζεται πολύ…

«Όποιος θέλει χάντρα, θέλει κι άντρα!»

Η παροιμία το λέει, όχι εγώ…

Από το μεσημέρι ξεκινήσαμε.

Περάσαμε από τη μάντρα μας στον Αϊ Γιάννη κι έφερα λίγα μανούλια, αυτά τα νόστιμα μικρά τυριά, που τα είχα στο λάδι και…μμμ…είναι μοσχομυριστά. Και τα σκέτα, της αλάρμης, μ’ αρέσουν!

Ω! Ξέχασα… Να και μια κρεμμυδόπιτα, που ζύμωσα προψές. Πάντα, όταν ζυμώνω, αφήνω ζύμη για τρεις τέσσερις κρεμμυδόπιτες. Ψιλοκόβω ξερό κρεμμύδι και τις πλάθω με το κρεμμύδι μέχρι να κολλήσει γύρω-γύρω. Όταν ανέβουν τις ψήνω στο φούρνο. Ήθελα μόνο να είσαστε εκεί να τις μυρίσετε και να τις γευτείτε ζεστές… Κι έχω τον τρόπο μου, να μην καίγεται το κρεμμύδι απ’ έξω.

{Αφήνει τα κεράσματα στο σοφρά και γυρίζει μια προς τον Κομνηνό, μια προς τον εγγονό του}

-Καλησπέρα, Κομνηνέ! Παντού ομορφιές βλέπω απόψε…

 

Κομνηνός

-Ναι, ναι! Νιάτα, Κυραννιά…, νιάτα! Συγκινήθηκα από την ομορφιά τους! Αλλά ξέρεις; Όταν θυμάμαι τα νιάτα μου, χολιώ!

 

Κυραννιά

{Πήρε αφορμή να ξεφουρνίσει στον Κομνηνό το σχέδιό της}

-Γιατί να χολιάς, Κομνηνέ; Χτες εμείς, σήμερα τα εγγόνια μας, αύριο τα δισέγγονα. Έτσι είναι η ζωή. Κοίτα τα εγγόνια μας! Δεν είναι ταιριαστό ζευγάρι;

 

Κομνηνός

{Ξαφνιασμένος}

-Εγώ δεν κάνω κουμάντο, Κυραννιά! Με τη μάνα και τη γιαγιά του να μιλήσεις… Αφού ξέρεις, εμείς οι άντρες είμαστε έξω απ’ το χορό… Ό,τι θέλετε εσείς οι γυναίκες κάνετε… Μα, η εγγονή σου είναι παιδί ακόμη…, είναι δεν είναι δώδεκα.

Από τώρα την παντρολογάς, Κυραννιά; Γιατί τόση βιασύνη;

 

Κυραννιά

{Επιμένοντας}

-Για σκέψου το καλύτερα! Θα ενώσουμε τις πλαγιούλες μας και τα αγαθά του κάμπου και της απέραντης θάλασσας. Έτσι θα έχουμε όλα τα καλά του ντουνιά! Εσείς με τα ψάρια, τις σαρδέλες, τα σφουγγάρια, το αλάτσι κι εμείς με τα τυριά, τα γάλατα, τη δρίλλα, τη σιτάκα, τα γεννήματα, τα φρούτα, τα κηπουρικά…

Τίποτα δεν θα λείπει!

 

 

Κομνηνός

{Κουνάει αδιάφορα το κεφάλι του}

-Θεοπάλαρη, είσαι, κακομά, καημένη, Κυραννιά! Μην παίρνουν τα μυαλά σου αγέρα! Και τι νομίζεις; Ξενοχωριανή θα δώσουμε του παιδιού μας; Τόσες καλές κόρες έχουμε στο χωριό μας!

Κυραννιά

Μμμ, τέτοια νύφη σας δίνουν, κάνετε και τα κοκκορέξια σας! Δήθεν… δεν σας αρέσει κιόλας.

Πατέρας Γιάννουκα

-Τι κάνεις συντέκνισσα; Δεν βλέπεις τον κόσμο καψωμένο από το δρόμο; Γέμισε τις κούπες να τρατάρεις όλους στις χαρές του γιου μου. Και τους μεζέδες να τρατάρετε μαζί, να φυλάει ο Θεός, να μην ζαλιστούν οι κόρες!

Νανά Γιάννουκα{Γεμίζει μια πήλινη κανάτα με κρασί, κερνώντας με μια κούπα. Λικνίζεται στους ήχους της λύρας με κέφι και χάρη. Η κόρη της Ροζιού κρατά ένα τσανάκι με μεζέδες και κερνάει με το ίδιο πιρούνι}

-Άσπρο πάτο, ρέστα δεν παίρνω. Με την ίδια κούπα πίνουμε όλοι! Για σηκωθείτε πάνω να κεράσετε οι ελεύτερες και οι ελεύτεροι! Εμένα περιμένετε; Εγώ; Εγώ τον έδεσα το γάιδαρο και νωρίς, νωρίς! Ήμουνα ζωηρούλα στα νιάτα μου, αλλά κανείς δεν με πιστεύει! Τον άντρα μου τον είχα αρμαστό από τα δώδεκα…

Ανοίξετε τα μάτια σας, ματιάστε τον καλύτερο και τσακώστε τον με το αγκίστρι σαν το σκάρο, να μην μπορεί να ξαγκιστρωθεί…

Κυραννιά

-Να, ορίστε… Κι άλλη κόρη, αλλά και πόσες ακόμη είχαν αρμαστό ή παντρεύτηκαν από τα δώδεκα! Νομίζετε ότι θα βρείτε τη Ρήγιτσα; Να μη σε ξαναπαντήξω, ξανασυναντήσω, στο δρόμο μου, Κομνηνέ…

{Σηκώνεται ο γιος της Βενετίας να κεράσει κρασί. Άλλοι πιάνουν τα αγγειά με τους μεζέδες}

Σταματουλίτσα

{Ακούγεται απ’ έξω να φωνάζει με ακατάληπτες λέξεις. Μπαίνει φουριόζα και φουρκισμένη η Σταματουλίτσα , η μάνα της Μαρούκλας. Η λύρα σταματά να παίζει. Μόνο το ψιθύρισμα του αγέρα που διαπερνά τους βλαστούς του μεγάλου σκίνου έξω από το στάβλο ακούγεται… Μια κουκουβάγια από μακριά φλυαρεί ανόρεχτα}

-Που να καεί και να μπυριστεί, φλογιστεί, η νιότη της. Δεν είχα ούτε την όρεξη ούτε την ξεκούραση να έρθω στο χοροστάσι.

Όπως έλεγε και η μάνα μου, η συγχωρεμένη,

«μαθημένο είναι τ’ αρνί να κουρεύεται να ζει!»

Όλη μου τη ζωή βασανίζομαι, όπως κι η συγχωρεμένη…

Από αξημέρωτα μέχρι που μεσουράνησε ο ήλιος ζύμωνα και φούρνιζα. Τα ψωμιά της βδομάδας, κρεμμυδόπιτες, κουλούρια, όλα τα καλά έφτιαξα.

Να και πέντε, έξι κουλούρια σησαμένια τραγανιστά. Κόψετέ τα, για να πάρουν όλοι!

Ω, σήμερα ζύμωσα και ξιγγόπιτες. Ψιλοκόβω το κνησάρι του αρνιού, το ανακατεύω με τη ζύμη, τις πλάθω και όταν ανέβουν τις ψήνω στο φούρνο. Λιώνει το λίπος και να δείτε νοστιμιά. Αχορταγιά τους πιάνει όλους!… Έφερα να φάνε οι κόρες και οι κοπελιάροι να έχουν δύναμη να χοροπηδάνε…

 

Παππούς Κομνηνός

{Την διακόπτει χαμογελαστός και κεφάτος}

-Καλησπέρα, Σταματουλίτσα! Ούτε συνεννοημένοι να είμαστε. Κι εγώ έφερα τη σιτάκα για τον ίδιο σκοπό. Για τα παλικάρια, για να έχουν δύναμη να χοροπηδάνε, που λέει ο λόγος, δηλαδή!

 

Σταματουλίτσα

{Έκπληκτη και θυμωμένη, ζυγώνει κοντά στον Κομνηνό. Άλλοτε απευθύνεται σ’ αυτόν και άλλοτε μιλάει δήθεν αόριστα}

-«Όποιος κοροϊδεύει, κοροϊδεύεται!»

Δεν ξέρω τι κάνει ο κόσμος ούτε και με νοιάζει. Εγώ δεν έπιασα άνθρωπο στο στόμα μου. Ολονών οι πομπές συζητιούνται στα καντούνια και στα σοκάκια… Γιατί τόσα χαμόγελα, Κομνηνέ; Και πολύ κεφάτο σε βλέπω. Μην παίρνουν τα μυαλά σας αέρα! Τι θέλεις να πεις, δηλαδή; Εσύ, γιατί έφερες τον όγγο σου στο χοροστάσι; Τα καλά είναι πίσω, δεν τα είδατε ούτε τα ακούσατε ακόμη! Υπομονή, υπομονή…

{Γυρίζοντας προς τον πατέρα του Γιάννουκα}

Και να το ξέρετε!

«Το αγκάθι δεν βγάζει βασιλικό…»

Κόψετε τώρα τις ξιγγόπιτες και κεράσετε τις κόρες και τα παλικάρια πριν παγώσει το λίπος τους.

 

Μαρούκλα

{Μπαίνει περπατώντας με αργή κίνηση. Φαίνεται ντροπαλή και φοβισμένη. Το κεφάλι της είναι σκυφτό. Η ματιά της πέφτει στον Γιάννουκα κι εκείνος την κοιτάζει με πάθος. Ψιθυρίζει ξέπνοα}

-Καλησπέρα…

 

Γιάννουκας

 

{αναστενάζοντας}

Το σιγανό σου γλυκανάβλεμμα σηκώνει ποθαμένους!

 

Οι καλεσμένοι

{Γυρίζουν προς τη Μαρούκλα και σχολιάζουν}

 

-Αγγελοπλουμισμένη, η κόρη!

-Αυτή εμόρφισε καλά!

-Ομορφοζυμωμένη!

-Χαμηλοβλεπούσα, να δούμε θα είναι έτσι κι όταν την πάρει;

 

Κυραννιά

{Ξαναπιάνει κουβέντα με τον Κομνηνό. Η εγγονή της με τον εγγονό του Κομνηνού κερνούν δίπλα, δίπλα}

 

-Τι όμορφο ζευγάρι ο Γιάννουκας με τη Μαρούκλα! Να δούμε θα την παντρευτεί χωρίς να την προικίσει η Σταματουλίτσα;

 

Κομνηνός

 

-Κάτσε στ’ αβγά σου…, κάτσε στ’ αβγά σου…, Κυραννιά!

 

Μάνα Γιάννουκα

{Καρφιτσώνει στη εσωτερική δεξιά πλευρά του φουστανιού της Μαρούκλας ένα φυλαχτό}

-Να ‘ναι η ευχή της Παναγιάς πάνω σου φυλαχτάρι, κόρη μου!

Στο χαμαϊλί, της Μαρούκλας μου έβαλα μια γερανή χάντρα, ένα τρίγωνο κομμάτι από δίχτυ ψαρά, ένα φυλλαράκι κυνομαλά, ένα μικρό καβουροχάλι, ένα κομματάκι ξύλο θαλασσοβρεγμένο, ένα μοσχοκάρφι, ένα κομματάκι κανέλλα, ένα κουκούτσι ελιάς και ξερά άνθη ασπαχνού. Όλα διώχνουν το κακό μάτι, όπως έμαθα από τη λαλλά μου!

 

Σταματουλίτσα

{Η Σταματουλίτσα κοιτάζει γύρω-γύρω, λύνει το τσεμπέρι της με γρήγορες κινήσεις, το ξαναδένει και κάθεται σ’ ένα σκαμνί δίπλα στη Βενετία}

 

-Τι να λέω; Τα σκέφτομαι έτσι, τα σκέφτομαι κι αλλιώς. Οι νέοι την έχουν τη χάρη και τη δύναμη, αλίμονο σε μας που μισερωθήκαμε από τις δουλειές.

{Γυρίζει το κεφάλι της προς τη Βενετία και ψιθυρίζει}

 

-Ακούς εκεί, ακόμη δεν ξεπούλιασαν να θέλουν άντρα, Βενετία μου… Από τα δεκαπέντε τον έχει αρμαστό, τον Γιάννουκα… Αν είσαι Χριστιανή βαφτισμένη… Το κατάλαβα εγώ από την αρχή…

«Καμαρώνουν οι κανακαρές, καμαρώνουν κι οι αρπετίνες, σαύρες…» Κάτι δεν καταλάβατε; Ω, ο Αρχιστράτης μας να είναι οδηγός στην στράτα σας! Οι κανακαρές είναι οι πρωτοκόρες που παίρνουν όλη την περιουσία της μάνας τους.

 

Ώ, ευλογημένη μου Βενετία, την ξέρεις την παροιμία;

«Όποιος δεν ακούει του γονιού του στη γωνιά κάθεται…»

 

Αφηγήτρια

-Βλέπετε κι εσείς… Και τι δεν θαυμάζεις στη Μαρούκλα! Είναι δροσερή και φρέσκια σαν το νερό της πηγής, όμορφη και γλυκιά σαν καλοζυμωμένη κούκλα. Πού να πρωτοκοιτάξεις; Ψεγάδι δεν έχει πάνω της. Το χυτό καλλίγραμμο σώμα της… Τα λαμπερά γερανά της μάτια, που σε ταξιδεύουν σε μυθικά ερωτικά παραμύθια… Το ναζιάρικο χαμόγελο… Τα γραμμένα φρύδια που μοιάζουν με σπαθιά έτοιμα να κονταροχτυπηθούν για τον έρωτα… Τα κατσαρά μαύρα μαλλιά που φτάνουν πλεγμένα μέχρι τη μέση της…

Είναι μυστικό αυτό που θα σας πω… Ο τελάλης με τον κόγχυλα μου το εκμυστηρεύτηκε και μάλιστα πέρυσι… Αυτός όλα τα μαθαίνει. Λίγο να τον καλοπιάσεις, με μερικά ποτήρια κρασί, λύνεται η γλώσσα του και αρχίζει να λέει, να λέει, χωρίς σταματημό… Ναι, ναι, τα μέτρησα και το θυμάμαι καλά… Έξι ποτήρια γλυκό κρασί ήπιε πέρυσι το Σεπτέμβρη που ήρθε να ρίξει πηλό στο (δ)ώμα του Μεγάλου Σπιτιού, το παραδοσιακό στολισμένο σπίτι στην Κάρπαθο, για να κλείσει τις ποντικιές, τις τρύπες των ποντικών να μην βάλει νερό το χειμώνα . Είχε πιει, λέει άλλα τόσα στο καφενείο! Από το πρωί άρχισε ο αχαΐρευτος, ο κρασοπινάς…

Τι ήθελα να σας πω; Α! Ναι! Θυμήθηκα! Για τη Μαρούκλα! Πολλά παλικάρια, μάλιστα τα ονομάτισε ένα, ένα, την έβλεπαν στο όνειρό τους να λύνει τα μαλλιά, να κάνει σκάλες τις μπούκλες, για να ανέβουν να χαρούν τα κάλλη της. Η Μαρούκλα, όμως, είχε μάτια μόνο για έναν. Ερωτεύτηκε στα δεκαπέντε, ήταν δεν ήταν, έτσι είπε, τον Γιάννουκα, αλλά έκρυβαν τον έρωτά τους.

Ψηλός, μελαχρινός, σωματώδης, πληθωρικός, χωρατατζής, ανοιχτόκαρδος και… λυράρης, έκλεψε την καρδιά και το μυαλό της.

Όταν η Σταματουλίτσα ψυλλιάστηκε τον κρυφό έρωτα της κόρης της εναντιώθηκε με πείσμα και μηχανεύτηκε ένα σωρό δολοπλοκίες για να τον σταματήσει. Κατηγόρησε τον Γιάννουκα για τεμπέλη και κακομαθημένο, τον είπε απόγονο κουρσάρων και ληστών. Κατηγόρησε τους γονείς του ότι τον έβαλαν από συμφέρον να την ερωτευτεί, για να πάρει, τι; Μα…, την περιουσία που δεν είχε;

 

Γιάννουκας

{Τραγουδά την πρώτη μαντινάδα}

«Ρίξε την πλεξουδίτσα σου από το παραθύρι

Να κάνω σκάλες ν’ ανεβώ, να σου φιλώ τα χείλη»

{Κοιτάζει επίμονα στα μάτια την κρυφή αγαπητικιά του}

 

Ροζιός

 

-Να σηκωθούν οι ελεύτεροι και οι ελεύτερες να χορέψουν!

{Καθώς σηκώνονται όλοι για το χορό ο Γιάννουκας τραβά τη Μαρούκλα και την χορεύει αγκαλιαστό}

 

Μαρούκλα

{Στην αγκαλιά του Γιάννουκα}

-Μα, Γιάννουκα, δεν με βλέπεις πως κοκκίνησα; Πιάσε και την καρδιά μου! Σκιρτά σαν του ψαριού… Ανατρίχιασα από ευτυχία.

{Κάνουν ένα γύρο χορεύοντας και αρχίζει να τρέμει}

-Νιώθω τύψεις, δεν μπορώ, δεν αισθάνομαι καλά. Φοβάμαι τη μάνα μου και τα γινάτια της.

 

Γιάννουκας:

{Την σφίγγει στην αγκαλιά του και την φιλά τα μαλλιά. Μετά τους κεραστάδες που πέρασαν από μπροστά, κάνει περίσσιο κέφι}

 

-Όταν είσαι στην αγκαλιά μου, μην φοβάσαι κανέναν!

{Γυρίζοντας προς τους καλεσμένους}

-Η Μαρούκλα κι εγώ θα παντρευτούμε! Περίμενα αυτή τη στιγμή σαν και τι στον ντουνιά! Ομπανές, όπου νάνε δηλαδή, θα την έχω δική μου! Είμαι ευτυχισμένος! Δεν ποθώ τίποτα, μόνο τη Μαρούκλα μου!

 

Οι καλεσμένοι

 

-Ώρες καλές!

-Καλά στέφανα!

-Καλούς απογόνους!

-Στερεωμένοι!

Να ζήσετε!

 

Βενετία

{Η Σταματουλίτσα προσπαθεί να σηκωθεί από το σκαμνί, αλλά η Βενετία, που είναι δίπλα της, την εμποδίζει}

 

-Ας την να τον πάρει, να ζήσουν κι αυτοί τις χαρές και τις πίκρες της παντρειάς, όπως τις έζησες κι εσύ κι εγώ κι όλος ο κόσμος…

{Η Σταματουλίτσα κάθεται, αλλά σε αναμμένα κάρβουνα}

 

Γιάννουκας

Πιείτε και χορέψτε όλοι! Το γλέντι συνεχίζεται!

{Τραγουδά τη δεύτερη μαντινάδα}

«Τα μαύρα μάτια δυο φλουριά, τα γερανά δυο τούμπλες

αμέ τα καταγέρανα τα ‘χουν αρχοντοπούλες»

 

Σταματουλίτσα

{Η Σταματουλίτσα σηκώνεται πάνω και φαίνεται εκτός εαυτού. Το βλέμμα της πέφτει επίμονα στην πόρτα, εκεί που είναι οι λάμπες}

-Σιγά μη σ’ αγαπάει, μυρίστηκε τα λεφτά και τα χωράφια μας κι έρχεται να τα μασήσει. Δεν θα πάρεις ούτε έναν παρά ούτε ένα πράσινο φύλλο. Να δω πώς θα ζήσετε με τον ξεβράκωτο που βρήκες. Δεν έχει ούτε ένα λώρο, ούτε ένα ζώο. Σε λίγο καιρό, μόλις γλείψετε από πάνω-πάνω το μέλι της αγάπης σας, θα έρθουν τα δύσκολα. Τότε θα μαζεύετε τις γαουρές, τα περιττώματα των γαϊδουριών, αυτές θα τρώτε… Κατά διαβόλου θα πας, κόρη μου, με το κλεφτομίλετο που έμπλεξες. Σιγά μην έχει τα κότσια να σε κλέψει… Αλλά κι αν σε κλέψει…

{Κάνει μικρή διακοπή, σαν να προσπαθεί να θυμηθεί και φωνάζει}

-…Κατά π’ αστράφτει να πηγαίνετε, κόρη μου!

 

Πατέρας Γιάννουκα

{Στέκεται πίσω από τη συντέκνισσά του. Φαίνεται ενοχλημένος, γυρίζει προς το κοινό και αλλάζοντας τη χροιά της φωνής του, λέει:}

 

-Σκατά στο στόμα σου, κι άχυρα στο κεφάλι σου… Έτσι δεν θα πιάσουν οι κατάρες της! Μανάδες ήταν και οι δικές μας! Και τι μανάδες! Μάλαμα… Όχι σαν και τούτη…

Αλλά και ο Θεός που μας βλέπει από ψηλά δεν ακούει τις κατάρες κακών ανθρώπων.

«Αν άκουγε ο Θεός των κοράκων, δεν θα είχε πουθενά γαϊδούρι»

Από τη μάνα μου το άκουσα…

 

Νανά Γιάννουκα

-Έλα, Παναγία μου, σήμερα! Βάλε το χέρι σου στο χοροστάσι του φιλιώτσου μου!

 

Παππούς Κομνηνός

-Τι λόγια είναι αυτά, Σταματουλίτσα; Όχι, όχι, μη συνεχίζεις…

 

Βενετία

-Αμαρτία κάνεις, Σταματουλίτσα. Κρίμας! Δεν είσαι σαν τη μάνα και τον πατέρα σου. Εκείνοι ήταν Άγιοι άνθρωποι…

 

Σταματουλίτσα

-Άκουσα μιλιές; Εμένα κανείς δεν μπορεί να με πιάσει στο στόμα μου. Εγώ το κούτελό μου το έχω καθαρό… Όχι σαν και μερικές, μερικές…

{Δεν ακούει… Ξεφρενιασμένη πιάνει από τα μαλλιά τη Μαρούκλα και την τραβά, σπρώχνοντάς την προς την πόρτα}

-Ποια νομίζει ότι είσαι; Η πρωτοκόρη μου και σε λέει αρχοντοπούλα; Κανακαρά του τοίχου, σαύρα δηλαδή, αυτό είσαι! Αύριο θα δεις πώς θα σου κάνω την… πλεξουδίτσα σου!

{Η λύρα σταματάει να παίζει. Οι κεραστάδες μένουν ακίνητοι σαν χορός σ’ αρχαία τραγωδία, που αντικρύζει κάτι αναπάντεχο. Η Σταματουλίτσα βγαίνοντας σβήνει επιδεικτικά τις λάμπες}

 

Οι καλεσμένοι

{Άλλοι σταυροκοπιούνται και άλλοι σηκώνουν τα χέρια προς τον ουρανό, λέγοντας:}

-Ώχουτα, ώχουτα!

-Τι πάθαμε;

-Τι σκοτάδι είναι αυτό;

-Κάποιο κακό μας βρήκε…

-Ο Θεός είδε τα κρίματά μας και μας εκδικήθηκε…

 

Νανά Γιάννουκα

{Απορημένη και ξαφνιασμένη}

-Έλα μεγαλοδύναμε! Μπα… Μα εγώ το πετρέλαιο δεν το τσιγκουνεύτηκα! Οικονομία κάνετε; Γιατί σβήσατε τις λάμπες;

 

Κυραννιά

-Ω, συμφορά μας! Οι κοπελιάροι έσβησαν τις λάμπες για να φιλήσουν τις κόρες! Έλα, Χριστέ και Παναγία! Κύριε ελέησον… Τι κακό μας βρήκε απόψε…

 

Γιάννουκας

{Με δυο πήδους βρίσκεται στην πόρτα του στάβλου και μένει εκεί μαρμαρωμένος, ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Κοιτάζει τις δυο σκιές ν’ απομακρύνονται μες στη νύχτα με γρήγορο βήμα}

-Κρίμας, κρίμας, το χοροστάσι σταμάτησε πάνω στο τσακίρ κέφι!

Ευτυχώς που πρόλαβα να φανερώσω τον έρωτά μου στη Μαρούκλα!

 

{Μικρή παύση για τακτοποίηση των ηθοποιών. Βρισκόμαστε στον ίδιο στάβλο που έγινε το χοροστάσι. Ίδια σκηνικά και κοστούμια. Η Μαρούκλα με τον Γιάννουκα βρίσκονται στη μέση της σκηνής. Η αφηγήτρια μπροστά τους είναι καλοκεφιασμένη. Ορισμένοι ηθοποιοί κάθονται γύρω από το σοφρά στη μια πλευρά της σκηνής και οι υπόλοιποι στην άλλη πλευρά αυτής}

 

Αφηγήτρια

Είμαστε πάλι εδώ στο Όξω Χιόνι στο σπίτι του πατέρα του Γιάννουκα, εδώ που έγινε και το χοροστάσι. Θυμάστε;

Ξημέρωσε Δευτέρα σήμερα και από χθες το μεσημέρι γλεντάμε και πίνουμε για «τα Εκκλησιάσματα» του Γιάννουκα και της Μαρούκλας. Έτσι λέγεται το γλέντι που γίνεται την επόμενη Κυριακή μετά το γάμο.

Δεν έκαναν όμως μόνο «τα Εκκλησιάσματα».

Έκαναν μαζί και το γλέντι που δεν έκαναν στο γάμο τους!

Όλοι στο χωριό ήταν καλεσμένοι!

Μαγείρεψαν σε μεγάλα καζάνια στα ξύλα κατσίκα κοκκινιστή με χόντρο. Για μεζέδες είχαν κεφτέδες από κονσέρβα, χοιρινό γιαχνί με πατάτες, αντέρια του χοίρου γεμιστά με χόντρο, κομμένα και τηγανισμένα, και ντολμάδες με κραμπόφυλλα. Δυο κανίσκια, ένα με πακλαβά και ένα με κουραμπιέδες έφερε η νανά του Γιάννουκα. Τρεις αλουμινένιες λεκάνες με λουκουμάδες έφτιαξε η μάνα του. Η Σταματούλα έφτιαξε ένα χαρανί γεμάτο μυζηθρόπιτες με μέλι και τσίκνωση που τις έστειλε με τον άντρα της. Για κεράσματα, είχαν ψιλοκούλουρα σησαμένια, ασκάδια, δηλαδή ξερά σύκα, σταφίδες και αράπικα φιστίκια με το φλούδι ψημένα και αλατισμένα.

Μαρούκλα

 

-Οι πλεξούδες μου θυσιάστηκαν και πλήρωσαν για τις μαντινάδες αγάπης του Γιάννουκα. Η μάνα μου, τις έκοψε το ίδιο βράδυ στον ύπνο. Τα μαλλιά μου έχασαν τις μπούκλες τους και με το ζόρι φτάνουν μέχρι το σβέρκο.

«Ευχαριστημένη να είσαι που δεν σου έκοψα και το λαιμό σου πέρα-πέρα στο κατώφλιο»,

έτσι μου είπε.

Με έκλεισε στο κατώι για δυο μέρες χωρίς φαΐ και νερό. Ο πατέρας μου, ο Θεόφιλος Μαγουλάκης, άνοιξε την πόρτα και με άφησε να φύγω.

 

Γιάννουκας

-Ο γάμος μας με τη Μαρούκλα, τη ζωγραφιά μου, τελείωσε όπως-όπως. Μια ξερή στέψη στο μικρό εκκλησάκι του Αϊ Μάμμα με τον πατέρα και τη μάνα μου. Κουμπάρα ήταν η νανά μου. Καλεσμένους δεν είχαμε.

«Στερεωμένοι και με πολλούς απογόνους. Την ευλογία μου να έχετε»,

ευχήθηκε ο παππάς μετά τη στέψη.

Εμείς φιλήσαμε ευλαβικά το χέρι του σκύβοντας το κεφάλι.

 

Μαρούκλα

 

-Ξέχασες, Γιάννουκα; Ήρθε και ο τελάλης, αλλά όχι με τον κόγχυλα, με το γαϊδούρι. Εσύ ήθελες να πάω καβάλα στο εκκλησάκι, για να μην σκονιστεί το.… ωραίο μου… νυφικό! Ο τελάλης με το γαϊδούρι του ήταν οι μοναδικοί μας καλεσμένοι, ας πούμε!

{Χαμογελάει… Κάνει μικρή διακοπή πιάνοντας το μέτωπό της, ζαλισμένη από το κρασί}

-Μετά ούτε τραπέζι ούτε χορός ούτε μαντινάδες. Εγώ κατά βάθος στενοχωρήθηκα και έκλαψα… Δεν περπάτησα στα σοκάκια με τους λυράρηδες και δεν τραγούδησαν μαντινάδες στο δρόμο για την εκκλησία, όπως κάνουν σε όλες τις νύφες…Δεν είχα νυφοστόλια, τα στολίδια και τα προικιά της νύφης. Δεν είχε ούτε ένα παιδί να με ακολουθεί με τις παντιέρες στα σοκάκια στο δρόμο για την εκκλησία! Δεν έζησα τη μαγεία του μυστηρίου σε μεγάλη εκκλησία με πολύ κόσμο! Έτσι έγινε ο γάμος μας. Γάμος φτωχικός, μοναχικός και ασυνήθιστος για τα έθιμα μας!

{Γυρίζει και κοιτάει ερωτικά τον Γιάννουκα}

-Έχω εσένα όμως και έχω όλα τα πλούτη του κόσμου!

 

Γιάννουκας

-Ω, ζωγραφιά μου ακριβή, έχεις δίκιο! Αλλά δεν είπαμε; Τις στενοχώριες τις αφήνουμε πίσω μας, περάσανε. Προχωράμε μπροστά.

Την βλέπετε τη Μαρούκλα μου; Είναι πιο όμορφη τώρα, παρά ποτέ!

Το φόρεμα που φόρεσε στο γάμο μας το έραψε μόνη της από τρία διαφορετικά υφάσματα. Αυτά βρήκε… Το κομμάτι που έφτιαξε τη φούστα δεν είχε φάρδος, για να γίνει με πολλές σούρες και να είναι όμορφο πάνω της. Σαν φόρεμα γάμου φαινόταν αταίριαστο, τσουρούτικο, στενό και ελαττωματικό δηλαδή, και φτωχό.

 

Μαρούκλα

-Ο τελάλης με τον κόγχυλα φώναξε τα νέα την άλλη μέρα του γάμου μας.

Ένας χωριανός μας, χωρατατζής, ταίριαξε περιπαιχτική μαντινάδα για μένα και το φόρεμα του γάμου.

Μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό. Δεν μ’ άρεσε όταν την άκουσα, προσβλήθηκα και χόλιασα. Εγώ ξέρω πόσο δυσκολεύτηκα να βρω τα κομμάτια και πόση τέχνη έβαλα, για να το φτιάξω… Άσε που κουράστηκα κιόλας να ράψω τόσες ραφές με το χέρι… Όμως, μαλάκωσε ο πόνος μου, όταν σκέφτηκα ότι θα την λένε μετά από πολλά χρόνια οι απόγονοί μας!

 

Τελάλης με τον κόγχυλα

 

-Θέλετε να ακούσετε τη μαντινάδα;

{Την φωνάζει αργά και καθαρά}

«Σαν το φτωχομονάστηρο εφαίνουσου Μαρούκλα,

και δεν είχε το φουστάνι σου καθόλου πίσω σούφρα»

 

Γιάννουκας

-Μετά τα στέφανα μείναμε κλεισμένοι εδώ, στο στάβλο του πατέρα μου, μια βδομάδα… Ολομόναχοι! Χαρήκαμε για τα καλά τον έρωτα! Ολομόναχοι σας λέω…

Χθες, Κυριακή πρωί βγήκαμε για πρώτη φορά να εκκλησιαστούμε και μετά, από το μεσημέρι, αρχίσαμε το φαΐ και το γλέντι, για τα Εκκλησιάσματα και το γάμο.

Πόσο γρήγορα πέρασε η βραδιά… Κάναμε και την κούπα τη Μονοβασιά.

 

Αφηγήτρια

-Στην κούπα τη Μονοβασιά πίνουν όλοι μαζί από το ίδιο ποτήρι, που ενώνει τους ανθρώπους του χωριού, όπως ενώνει και η Θεία Κοινωνία τους εκκλησιαζόμενους.

Το ίδιο έκαναν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας.

Με την κούπα τη Μονοβασιά είναι πολύ εύκολο να έρθεις στο κέφι. Στην αρχή μόλις πάρεις την κούπα, βρίσκεις τον διπλανό σου, λέγοντάς του «καλώς να σ’ εύρω» και παίρνεις την απάντηση «καλώς να ορίσεις». Αν ξεχάσεις να βρεις κάποιον ξανακάνεις την κούπα τη Μονοβασιά από την αρχή, διορθώνοντας έτσι το λάθος σου. Είναι τιμώμενο πρόσωπο, όποιος κάνει κάθε φορά την κούπα τη Μονοβασιά και είναι υποχρεωτικό να πιει όσο κρασί έχει στο ποτήρι, να το αναποδογυρίσει, να το φιλήσει από κάτω, να το δείξει και να το δώσει στον επόμενο για τη συνέχεια. Μάλιστα τη λέξη, πάτο, τη λένε διαρκώς και ρυθμικά, μέχρι να πιει το κρασί όποιος κάνει κάθε φορά την κούπα. Αν καθυστερήσει να πιει το κρασί, πολλές φορές αυτό το κάνει εξεπίτηδες για κέφι ή γιατί ίσως δεν μπορεί ή δυσκολεύεται, λένε ρυθμικά την τελευταία πρόταση. Έτσι σε μερικούς γύρους όλοι έχουν φτιαχτεί…

{Οι ηθοποιοί που κάθονται στα σκαμνιά γύρω από το στρογγυλό τραπέζι κάνουν την κούπα τη Μονοβασιά τραγουδώντας όλοι μαζί. Υπάρχουν διαθέσιμα ποτήρια με κρασί για τους καλεσμένους, με δυο τρεις από τους οποίους κάνουν την κούπα τη Μονοβασιά}

 

«Τίνος είν’ η κούπα η Μονοβασιά;

Μπας κι είναι της Μαρούκλας/του Γιάννουκα του μπέη του πασιά;

Πιες τη, κόρη/γιε μου, πιες τη, και ξαναγέμισέ τη και βρες το σύντροφό σου, που κάθεται κοντά σου!

Ας την ανεβάσουμε στα επουράνια κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια…

Δως της μια να πάει κάτω, για να βρει η κορφή τον πάτο, πάτο, πάτο, πάτο…

Και φιλούν την κι από κάτω.

Άδειασέ μας το ποτήρι και δεν κάνουμε χατίρι!»

 

Γιάννουκας

-Η κούπα η Μονοβασιά μας αποτελείωσε. Μάλιστα οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πιούν άλλο και τους ρίχναμε το κρασί στον κόρφο τους!

«Δικό σας είναι, έτσι τους λέγαμε!»

Γλέντι τρικούβερτο έγινε, σας λέω…

Και ξέρετε ποιος είπε την πιο ταιριαστή μαντινάδα, για να με παινέψει;

Ο πατέρας της Μαρούκλας, ο Θεόφιλος Μαγουλάκης! Ναι, ναι καλά ακούσατε…

Αυτός ο ευγενικός άνθρωπος με τα λεπτά αισθήματα που δούλευε από νέος στον Πειραιά και ξέρει από κόσμο. Αλλά το πιο ευχάριστο για μένα δεν σας το είπα ακόμη!

Ανυπομονείτε, ε;

Οι κουρετούδες, που όλα τα μαθαίνουν, διέδωσαν από πριν ότι την ταίριαξε η ίδια η Σταματουλίτσα! Ναι, ναι, καλά ακούσατε, η ίδια Σταματουλίτσα, το Πετραμύγδαλο. Αυτό το παρατσούκλι της βγάλανε μετά το γάμο μας, Πετραμύγδαλο!

Αυτή είναι το μεγάλο κουμάντο της οικογένειας Μαγουλάκη!

 

Τελάλης με τον κόχχυλα

 

-Να σας πω τη μαντινάδα;

-Ω, ω, ω χωριανοί! Χωριανοί, ακούσατε! Ω, Χωριανοί! Ακούσατε, χωριανοί! Χωριανοί, ακούσατε, ακούσατε!

{Τονίζει αργά και καθαρά τις λέξεις της μαντινάδας}

 

«Ένα ολόχρουσο δεντρό έβαλα στην αυλή μου,

και διάλεξά τον, το γαμπρό με την υπομονή μου»

 

-Να σας την ξαναπώ;

 

«Ένα ολόχρουσο δεντρό έβαλα στην αυλή μου,

και διάλεξά τον, το γαμπρό με την υπομονή μου»

 

{Κλείνει το θεατρικό χορεύοντας όσοι θέλουν σούστα και πάνω χορό}

ΤΕΛΟΣ

 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

         Η Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948 και μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο Μαρούσι, στον Μαραθώνα και την Κάρπαθο. Σπούδασε στο Γ.Π.Α. και εργάστηκε στο Υπουργείο Α. Α. & Τρ. στην Αθήνα. Είναι μάνα τριών κοριτσιών και γιαγιά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το γράψιμο. “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι” με τόπο μυθοπλασίας την Κάρπαθο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Έγραψε επίσης δύο μονόπρακτα θεατρικά έργα εμπνευσμένα από τη λαϊκή παράδοση της Καρπάθου, «το Χοροστάσι» και «τα Εφτά» του νεογέννητου παιδιού. Η μελέτη «Ο στάβλος στην Κάρπαθο» δημοσιεύτηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα Καρπαθιακά Νέα. Από τη συμμετοχή της στο εργαστήριο του Θανάση Τριαρίδη προέκυψαν τα διηγήματα «Η βελουδένια Κορεάτισσα», «Τα στόματα των φύλλων», «Το ιερό μηδέν», «Το μεταξένιο παρασόλι»”, «Πυροκόκκινο» και Παντόξενες» που περιλαμβάνονται στα συλλογικά έργα “Λεοπαρδάλεις στον ναό”, “Ανάλαφρη λαιμητόμος” και «Το αναρχικό μαστίγιο», αντίστοιχα. Ένα μικρό αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, στα πλαίσια του Μπλε Αλώνι στην Αθήνα, είναι το τελευταίο της γραπτό. Το Χοροστάσι δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή εφημερίδα Καρπαθιακά Νέα.

12.8.2023

Καρπαθιακά Νέα