Ο μύθος για τον Συμιακό καπετάν Παναή, όταν βρήκε το καράβι του Λάμπρου Κατσώνη στον βυθό του Αιγαίου!

Ο μύθος για τον Συμιακό καπετάν Παναή, όταν βρήκε το καράβι του Λάμπρου Κατσώνη στον βυθό του Αιγαίου!

Επιμέλεια και συρραφή
Κώστα Τσαλαχούρη

Είναι ντοκουμέντο. Περιδιαβάζοντας, τελευταία, πριν δύο εβδομάδες τα παλιά στέκια, εκεί που επί πολλά χρόνια, ήμασταν μόνιμοι κάτοικοι, και γνωστοί σε όλους, θυμηθήκαμε τις παλιές εποχές της γνώσης, της αγάπης προς το βιβλίο, της αγάπης προς την Ιστορία…

Η καλαγιά και τώρα ήταν άριστη-δύο τόμοι του ισπανικού εμφύλιου πολέμου του Χιού Τόμας, εκδόσεως 1971, «η υπόθεση Πολκ-ο ρόλος των ξένων υπηρεσιών στην Ελλάδα», του Κώστα Χατζηαργύρη, εκδόσεως 1988, και το «Πολεμώντας στο Αιγαίο» του Ανδρέα Χατζηγεωργίου, γ΄ έκδοση, 1979.

Στο τελευταίο, διαβάσαμε ένα εκπληκτικό κείμενο για την πορεία του Λάμπρου Κατσώνη στο Αιγαίο, για το σπαθί του, όταν το ’ριξε στη θάλασσα, εκεί κοντά στην Άνδρο, τι είπε, και ποιος το βρήκε.
Ναι, το βρήκε ένας Συμιακός  καπετάνιος και βουτηχτής, μετά προσπάθειες άλλων βουτηχτάδων, για πολλά χρόνια.

Ο ίδιος ο Συμιακός είδε το καράβι του Κατσώνη στο βυθό, την «Αθηνά της Άρκτου», έτσι το ονομάτισε και γιατί όλοι οι Έλληνες έτσι έλεγαν τη Μεγάλη Αικατερίνη, που στρέφοντας το βλέμμα τους προς βορρά πρόσθεταν ότι «το ξανθό γένος θα ελευθερώσει τη σκλαβωμένη μας πατρίδα». Πίστευαν οι ραγιάδες, κάθε άνοιξη, ότι θα κατέβει ο «Μόσκοβος» από την ομόδοξη Ρωσία. Φρούδες ελπίδες!..

Ο Ανδρέας Χατζηγεωργίου σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες και παράλληλα με το επάγγελμά του, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων και του απονεμήθηκε το Αριστείον Ανδρείας.

Λάμπρος Κατσώνης

Λάμπρος Κατσώνης

Παλιός θρύλος
Το κείμενο της εισαγωγής:
«Ένας πολύ παλιός θρύλος είχε συγκινήσει τους βουτηχτάδες του Αιγαίου: ότι αντίκρυ στον Κάβο-Ντόρο προς το μέρος της Άνδρου, κοντά στον Αράπη, το μαύρο πετρονήσι που το ζώνουν χειμώνα καλοκαίρι οι θύελλες, βρισκόταν βουλιαγμένο απ’ τους παλιούς καιρούς και σε βαθιά μαύρα νερά, ένα καράβι.

»Άλλοι ορκίζονταν πως το είχαν κι όλας δει με το γυαλί στα ψαρέματά τους. Έναν μαύρο πελώριο όγκο, καθισμένο σε ένα βράχο του βυθού. Άλλοι πως συναπάντησαν κομμάτια απ’ τάρμενά(1) του, πετρωμένα σε τραγάνες(2) ή σκόρπια σε φυκάδες(3), καθώς έψαχναν για σφουγγάρια, κι άλλοι πως βρήκαν ακόμα και χρυσά ή ασημένια νομίσματα εκεί κοντά του.

»Οι πιο πολλοί ορκίζονταν, ότι είχανε κατέβει χωρίς σκάφανδρο, παλιότερα βουτηχτάδες, πως τόχανε αγγίξει!.. Μα οι βουτηχτάδες εκείνοι χάθηκαν στα βάθη της θάλασσας ή τους είχαν καταπιεί τα μεγάλα σκυλόψαρα που είχανε τις φωλιές τους, εκεί τριγύρω.

»Πολλοί δεν πίστευαν όσα κι αν άκουγαν και τάλεγαν, όλα τούτα, παραμύθια, από κείνα που ιστορούνται για τόπους άγριους και σκοταδερούς. Κι αυτοί, όμως, στο βάθος πίστευαν πως κάτι έπρεπε να υπάρχει σ’ αυτό το μέρος της θάλασσας, γιατί πολλά καράβια είχανε βουλιάξει απ’ τον παλιό καιρό.

Από τότε που η περσική αρμάδα ήρτε να καταχτήσει την Ελλάδα, απ’ τον καιρό που οι Φράγκοι σταυροφόροι μπήκαν στην Πόλη, απ’ τα παλιά χρόνια της Ρώμης και του Βυζάντιου ή τα κατοπινά των Βενετσιάνων, των Τούρκων και των Μπαρμπαρίνων κουρσάρων, που αλώνιζαν τη θάλασσα.

»Αυτά λέγανε. Κανένας, όμως, δεν τόχε βάλει καλά στο νου του να κατέβει κάτω σε τούτα τα τρίσβαθα μαύρα νερά και να ψάξει για το χαμένο καράβι και τους θησαυρούς του.
»Μονάχα ένας, μια φορά, τόβαλε πείσμα να κατέβει σε κείνα τα νερά και να ψάξει στα σπλάχνα της θάλασσας κι απ’ όλες τις μεριές του νησιού, μήπως και βρει κανένα χνάρι του θρυλικού καραβιού και για να δώσει λίγο φως σ’ όλες ετούτες τις σκοτειδιασμένες ιστορίες.

Ήτανε ο καπετάν Παναής ο Συμιακός, π’ αλώνιζε τούτα τα νερά απ’ άκρη σ’ άκρη με το σφουγγαράδικο και τ’ άξιο τσούρμο του κι ανασκάλευε τους βυθούς του Αιγαίου για τ’ ακριβότερα σφουγγάρια, κοράλλια με γλυκούς χρωματισμούς ή γιούσουρι(4).

»Σαν τ’ αποφάσισε μια μέρα ολόλαμπρη, που το πέλαγο φαινότανε καθρέφτης, ανέβηκε στο ξωκλήσι τ’ Άι Γρηγόρη, στον Καβοντόρο, άναψε ένα κερί στη χάρη Του, προσκύνησε τη σεπτή του εικόνα και μετά, με καινούργια δύναμη και γεμάτος θάρρος κατέβηκε στο καΐκι.

»Εκεί συναπάντησε το πιστό του τσούρμο κι όλοι μαζί ξανοίχτηκαν στο πέλαγο, κατά τη μεριά που λέγανε πως βρισκόταν το μεγάλο βουλιαγμένο καράβι.

»Σε κείνο το πολυθρύλητο μέρος της απέραντης γαλάζιας θάλασσας, ο καπετάνιος άφησε για λίγο το τιμόνι και σηκώθηκε όρθιος ζυγιάζοντας με την έμπειρη ματιά του τις αποστάσεις απ’ το Καβοντόρο, τη Σπαρτιά της Χαράδρας του Καλιανού, την Πούντα της Άντρου και τις τρεις μπούκες της Σκύρου.

»Αφού πήρε τα σημάδια όπως τάχε μετακούσει κι από άλλους βουτηχτάδες ψαράδες, ρώτησε τον Σταμάτη τον πρώτο καλογυμνασμένο βουτηχτή απ’ το τσούρμο του, αν είναι σε καλό σημείο για να ρίξουνε την άγκυρα. Ζύγιασε κι εκείνος με τα’ αστραφτερό του μάτι το βυθό της θάλασσας και τ’ αποκρίθηκε πως είναι πάνω από πενήντα μ’ εξήντα οργιές(5) και πως μπορούσανε να ρίξουνε το σίδερο εκεί.

»Η φωνή του καπετάνιου ακούστηκε δυνατή.
-Φούντοοο!..
»Οι κουπάδες σιάρησαν(6), ο δρόμος του καϊκιού κόπηκε ολότελα κι ένας υπόκωφος παφλασμός ακούστηκε κι ανατάραξε τα ήσυχα νερά. Το βαρύ σίδερο χάθηκε στα βαθειά, αφήνοντας στην επιφάνεια λευκοπράσινους αφρούς…

»Όταν η άγκυρα έπιασε στον πάτο, ο καπετάνιος φόρεσε το σκάφανδρο κι ετοιμάστηκε να κατέβει. Ήθελε μόνος του να δει τούτο το στοιχειωμένο βυθό της θάλασσας που τόσα είχ’ ακούσει από μικρό παιδί. Αφού έδωσε τις ορμήνιες στους αγαπημένους του συντρόφους, σαν άλλος Οδυσσέας ριψοκίνδυνος ταξιδευτής, γλίστρησε στο γιομάτο μυστήριο, υγρό στοιχείο της πλανεύτρας θάλασσας.

»Βυθιζόταν… όλο και πιο βαθειά κατρακυλούσε ανάλαφρα το κορμί του κι ένιωθε μια συγκίνηση να πλημμυρίζει την καρδιά του. Τάχα θάβρισκε τίποτα; Ή θα γινόταν τάφος του η άβυσσος του πελάγου. Στην αρχή ξεχώριζε να τον κυκλώνει ένα γαλάζιο φως πουρχότανε απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Τ’ αφρόψαρα κοπαδιαστά ή μόνα τους, χορεύανε τριγύρω του καντρίλλιες κι όσο βυθιζόταν, το νερό σκούραινε, γινόταν ψυχρό κι ύστερα πιο σκοτεινό μέχρι που άρχισε ν’ απλώνεται γύρω ένα βαθύ κι αιώνιο σούρουπο.

Η ναυμαχία της Άνδρου

Η ναυμαχία της Άνδρου

Μεγάλος βράχος
»Ξαφνικά τα πόδια του βρήκανε την κορφή ενός πελώριου μαύρου βράχου, γλιστερού, γιομάτο θαλασσόχορτα και μούσκλια, αστερίες,   αχινούς κι άλλα γεννήματα της θάλασσας και κοντοστάθηκε με απορία. Κοίταξε ψηλά, μα δε φαινόταν η επιφάνεια της θάλασσας.

Κοίταξε κάτω απ’ τον κατάμαυρο βράχο και είδε μια άβυσσο σκοτεινή, ένα απέραντο χάος, που δεν φαινότανε η άκρη του. Και να!.. Κάτω εκεί, στην πιο σκοτεινή μεριά της αβύσσου, μόλις που ξεχώριζε η σιλουέττα ενός μεγάλου καραβιού, βουλιαγμένου, ποιος ξέρει πριν από πόσα χρόνια!…

»Μα δεν θα ξεχώριζε τούτο τον αποσυντεθημένο όγκο και παραμορφωμένο από τα χτυπήματα και τα θεριά της θάλασσας, ο καπετάν Παναής αν δεν ήταν ένα εκτυφλωτικό φως, σα μάγεμα μυστηριακό κι αξεδιάλυτο, να σκορπάει τη λάμψη του ολόγυρα στο θεοσκότεινο βαθυπέλαγο!..Ο καπετάνιος τάχασε! Δε χόρταινε να το βλέπει σα να μην πίστευε στα υγρά του μάτια!…

Ολόχρυσο σπαθί
»Ώσπου το άστρο τούτο του βυθού, άρχισε να μεγαλώνει… να μεγαλώνει… σα νάχε ζωή και ψυχή μέσα του. Και σα λίγο δεν άργησε να καταλάβει, πώς εκείνο το παράξενο εκτυφλωτικό αστέρι, δεν ήταν άλλο απόνα ολόχρυσο σπαθί!..

»Κάποιος φαίνεται θα τόχε πετάξει πριν από χρόνια στο κύμα κι από τότε βρισκόταν θαμμένο στο βυθό του Αιγαίου…
»Ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να σταθεί περισσότερο σε κείνο το θέαμα π’ αντίκρυσε ξαφνικά. Θες φοβήθηκε-πρώτη του φορά στη ζωή!-θες ζαλίστηκε απ’ το παράξενο όραμα του βυθού, έκανε γρήγορα σήμα να τον ανεβάσουν επάνω.

»Γυρίζοντας στο νησί, μάζεψε όλους τους νησιώτες κι ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους, στη μικρή πλατεία και τους διηγήθηκε τη μικρή του περιπέτεια στο βυθό της θάλασσας, για το μαύρο καράβι του Καβοντόρο και τ’ ολόχρυσο σπαθί.

»Όλοι μείνανε μ’ ανοιχτό το στόμα, ακούγοντας όσα τους διηγήθηκε ο καπετάν Παναής.
»Ο γεροντότερος απ’ όλους τους νησιώτες, ο μπάρμπα Φώτης, σαν άκουσε το περιστατικό του καπετάνιου, έστειλε το νου του στα περασμένα χρόνια και ξαναθυμήθηκε τις ατέλειωτες εκείνες ιστορίες των κουρσάρων, πριν ακόμα απ’ το μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους, που μένανε στο χρόνο, κυκλοφορώντας από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, κούνησε με σημασία του ασπρισμένο του κεφάλι.

Κι αφού κοίταξε βαθειά στα μάτια τον ριψοκίνδυνο Συμιακό καπετάνιο, άρχισε να του λέει αργά-αργά, πως ό,τι είδε κει κάτω στα τρίσβαθα της θάλασσας, δεν ήτανε όνειρο και πως το μαύρο ρημαγμένο καράβι ήταν το άλλοτε χιλιοδοξασμένο του Λάμπρου του Κατσώνη!

Κι ακόμα τούπε, πως κείνο το λαμπερό σπαθί που φώτιζε το σκοτεινό βυθό ήτανε το χιλιοτιμημένο σπαθί του θρυλικού Έλληνα θαλασσομάχου, που τόριξε στα αφρισμένα κύματα σαν έχασε το δοξασμένο του καράβι, σ’ έναν απ’ τους ατέλειωτους αγώνες του που έκαμε εναντίον των εχθρών της αγαπημένης του πατρίδας. Το χρυσό σπαθί του Αιγαίου(7)…

Η ναυαρχίδα του Λάμπρου Κατσώνη, «Αθηνά της Άρκτου»

Η ναυαρχίδα του Λάμπρου Κατσώνη, «Αθηνά της Άρκτου»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Το κείμενο γράφτηκε για να δημοσιευθεί τον Απρίλιο 2022.
1. Άρμενο, το πανί, το κατάρτι,  το ιστίο,·τα άρμενα, το σύνολο του εξοπλισμού του πλοίου
2. Τραγάνα, έδαφος άγονο, πετρώδες
3. Φυκάδες, από φύκια, μεγάλα καφέ μεσογειακά φύκια που βρίσκονται σε μεγάλα βάθη.
4. Γιούσουρι, είδος μαύρου κοραλλιού. Ανύπαρκτο κοράλλι που το κυνηγούν οι ναυτικοί.
5. Η οργιά ή οργυιά χρησιμοποιείται στη μέτρηση βάθους και ισούται με 6 πόδια ή 2 υάρδες ή 1,8288 μέτρα.
6. Σιάρω, πλέω με την πρύμνη, πλέω προς τα πίσω.
7. Αφαιρούνται πέντε λέξεις.

πηγή www.rodiaki.gr