Βάρδα Φουρνέλο! Οι Καρπάθιοι λατόμοι στο Διόνυσο και την Πεντέλη

Βάρδα Φουρνέλο! Οι Καρπάθιοι λατόμοι στο Διόνυσο και την Πεντέλη

Αν δεν υπάρχει στα κακοφορμισμένα, φτωχά και βρώμικα κοινωνικά στρώματα, ένας έρωτας ή τουλάχιστον μια κάπως περίεργη, σκοτεινή πλεκτάνη, δύσκολα γράφεται και απομένει η ιστορία τους.

Κάπως έτσι συμβαίνει και με την μεγαλύτερη παροικία των Καρπαθίων στη Αττική, στα νταμάρια του Διονύσου, εκεί λίγο μετά το 1900, μαζεύτηκαν περισσότεροι από 2.000 εργάτες και μαστόροι, της σπάνιας, αρχαίας λευκής πέτρας.

Όμως το πέρασμα του χρόνου, έσβησε, χάθηκε σχεδόν κάθε ίχνος, από το αδιάκοπο πελέκημα κορμιών, πάνω στο βουνό. Κι αν απομένει κάποια μικρή μνήμη, αργοσβήνει και αυτή, την καταπίνει η ανέραστη εποχή μας.

Εκεί γύρω, στην αρχή του 20 αιώνα, είχε λιγοστά σπίτια στον Διόνυσο, τα νταμάρια ήταν η καρδιά του τόπου και τριγύρω ένα σανατόριο, του Συριανού μεγαλογιατρών, Αποστολίδη, Βαλαβάνης, Παπανικολάου, Κούζης και τι ειρωνεία, λίγο πιο κάτω, ο ναός της τύχης, ένα Καζίνο, που είχε μια ατυχία, να καεί ολοσχερώς στα 1937, και μην απομείνει τίποτε από αυτό.

Η Αγγλική εταιρία «Μαρμόρ λίμιτεντ», πίστεψε και επένδυσε στο ολόλευκο, πεντελικό μάρμαρο και ενώ οι εφημερίδες τις εποχής ψιθυρίζουν για μέγα σκάνδαλο, στα μοναστηριακά κτήματα, οι 200.000 δραχμές, που καταβλήθηκαν μπροστά, σαν ενοίκιο, έκαναν και τους πιο δύσπιστους να σωπάσουν βιαστικά.

Χτίζονται στα γρήγορα, μονώροφα σπίτια, οι κατοικίες των λατόμων, ενώ καταφθάνουν τεχνίτες, για μεροκάματο, αλλά και πιο εξειδικευμένές εργασίες, το προσωπικό για τις εργολαβίες, εργάτες από όλη την Ελλάδα.

Οι Καρπάθιοι είναι από τους πρώτους που γεμίζουν τους κοιτώνες, παλεύουν με την πέτρα, στήνουν και τη δικιά τους κοινωνία, καταμεσίς των νταμάριων.

Κάνουν συνεδριάσεις και ψηφίζουν πρόεδρο που τους εκπροσωπεί, τόσο μέσα στο λατομείο, όσο και έξω, στις επίμονες διεκδικήσεις τους, για την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την φτωχομάνα Ελλάδα.

Σε εκείνα τα χρόνια η κλειστή κοινωνία των λατόμων περιγράφεται με μελανά χρώματα, στους ανίδεους από λευκές πέτρες, πρωτευουσιάνους Αθηναίους.

Από την μια οι σκληρές εργασιακές συνθήκες, από την άλλη ο μεγάλος αριθμός, σοβαρών ατυχημάτων, με τους μεγάλους όγκους μαρμάρων να ανοίγουν τακτικά κεφάλια και να συνθλίβουν κορμιά, έφτασαν τους εργάτες ακόμα και σε ένοπλες εξεγέρσεις.

Με την διοίκηση των Βορρέ και Χίλλ, το 1907, στα λατομεία, ξεσηκώθηκαν οι απλήρωτοι και ταλαιπωρημένοι, για εβδομάδες λατόμοι, έφτασαν έπειτα από πολλά Σάββατα, δίχως μεροκάματο, να πάρουν τα δίκαννα και να απαιτήσουν τα δεδουλευμένα τους.

Στο τέλος και αφού τα κατάφεραν, να πάρουν τα χρωστούμενα, ήταν ο Καρπάθιος πρόεδρος των λατόμων, Αντώνης Σκορδαράς, που έστειλε ακόμη και ευχαριστήρια επιστολή, σε βουλευτές (Νέγρη, Δραγούμη, Πρωτοπαπαδάκη και Ράλλη) για την υποστήριξη στον αγώνα τους.

Η καθημερινότητα στα λατομεία είχε μόνο μια Κυριακή και τις μεγάλες σκόλες, που δεν λογαριάζονται για ξεκούραση, για να χαλαρώσουν τους ιμάντες, αυτούς που κουβαλούσαν τις πέτρες, εκεί ήταν που οι σκονισμένοι εργάτες, μπορούσαν να σκεφτούν τον εαυτό τους.

Ήταν η πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, όταν ένα κοινό όνειρο, των Καρπάθιων λατόμων, θύμισε τις ονειρεύαμενες, εκείνες τις Ναξιώτισσες γυναίκες, που έβλεπαν στον ύπνο τους την ακριβή θέση του κοιτάσματος, από το σπουδαίο σκληρό πέτρωμα, το Σμυρίγλι. Εκεί, στον Αποκόρωνα της Νάξου, πολλές από τις πετυχημένες εξορύξεις πέτρας, είχαν αφορμή ένα νυχτερινό όραμα.

Στα νταμάρια του Διονύσου, συνέβη το ίδιο, οι λατόμοι έβλεπαν στον ύπνο τους τον Άγιο Γεώργιο, έτσι αποφάσισαν έπειτα από την ευγενική παραχώρηση του οικοπέδου, της Εγγλέζικης διοίκησης του λατομείου, να χτίσουν μια εκκλησία, τον Άγιο Γεώργιο, που παραμένει ακόμα και σήμερα σύμβολο των λατόμων, αλλά και όλων των Καρπαθιών και οργανώνουν, κάθε χρόνο, μεγάλη γιορτή, την Κυριακή του Θωμά, μετά από το Πάσχα.

Στα 1920, έγινε η επανεκκίνηση της κλειστή, λόγω του πολέμου, επιχείρησης, από τον Εγγλέζο Θωμά Μπώμαν, ένας φιλέλληνας και ιδιαίτερα αγαπητός στην παροικία των Καρπαθίων.

Μάλιστα ο πρώτος στην τάξη, εργοδηγός του, δεν ήταν άλλος από τον Καρπάθιο, Βαγγέλη Σακέλλη Μπατικό.

Η περίοδος του 1920-30, με τους όγκους του λευκού μαρμάρου να εξορύσσονται και να μοσχοπουλιόνται σε όλο τον κόσμο, φαινομενικά δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρά για τους απογόνους των μαρμαράδων.

Όμως είναι στην περιοχή του Διόνυσου που συναντώνται παράλληλοι κόσμοι, κάτω από τις θεόρατες σκιές των όγκων που πελεκούν οι λατόμοι. Το σανατόριο, που έστεκε λίγο παραπάνω από τα σπίτια των εργατών, κρύβει απίστευτο πόνο και τραγικές ιστορίες απόρων φθισικών, εκείνων που στοιβάζονται μέσα σε αυτό και περιμένουν το μοιραίο τέλος.

Εργάτες αρτοποιίας, καπνού, σιδηροδρομικοί και από διάφορες αλευροβιομηχανίες, είναι οι συνηθέστεροι, πάμφτωχοι ασθενείς, που φθάνουν στο νοσοκομείο. Οι ελπίδες για επιβίωση λιγοστές, σαν την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, ούτε καν στην μπακαλοταβέρνα, εκεί που συνήθως έτρωγαν και ψώνιζαν οι λατόμοι, δεν επιτρεπόταν να μπουν, ενώ τον περισσότερο καιρό περνούσαν μέσα στο δάσος, εκείνο πάλι έμοιαζε για τους γείτονες λατόμους, σαν απαγορευμένο.

Οι διηγήσεις των μαρμαράδων άφηναν έξω σχεδόν πάντα το πυκνό, γεμάτο πεύκα, δάσος, αν τύχαινε η κουβέντα σκοτείνιαζαν, άλλαζαν, έδιναν στα λόγια άλλη διαδρομή.

Είναι που ερχόταν στη μνήμη τους, η απαίσια εικόνα, ενός τόπου σπαρμένου με ολόασπρα κόκαλα. Το κύριο φαγητό των φθισικών ήταν βραστά κόκαλα βοοειδών, και τα υπολείμματα κατέληγαν στο δάσος, κάνοντας τους περαστικούς να τρομάζουν σε κάθε μικρό ή μεγάλο πέρασμα. Βέβαια η πικρή αλήθεια είναι ο φόβος, η πιθανότητα της μολύνσεως, αφού ακόμη και τότε η αρρώστια δεν είχε θεραπεία, και αντιμετωπιζόταν με απομόνωση του ασθενή και υπομονή, μέχρι το μοιραίο τέλος.

Τα γράμματα των φυματικών δεν κρύβουν την αγανάκτηση, για τις συνθήκες διαβίωσης στο εντελώς ακατάλληλο σανατόριο, μάλιστα μερικά χρόνια αργότερα, το 1936, προχώρησαν ακόμη και σε μεγάλη απεργία πείνας, μια ύστατη προσπάθεια, να περισώσουν κάποιο από τα δικαιώματα που καθημερινά έχαναν, έπειτα από το κραχ, του 1930.

Μια γωνία πριν την είσοδο του λατομείου, και η εικόνα αλλάζει, το περίφημο Καζίνο, ο φημισμένος ναός της τύχης, μάζευε όλη την λεγόμενη ψηλή κοινωνία, των Αθηνών. (Δύο Καζίνο είχε τότε η Αττική, το ένα ήταν στον Άγιο Ανδρέα και ετούτο στο Διόνυσο).

Η λέσχη, διαφημιζόταν ακόμη και για το καλό της εστιατόριο, ήταν ανοικτή από το μεσημέρι μέχρι το ξημέρωμα της επομένης ημέρας, με δωρεάν είσοδο, λεωφορεία και ταξί να πηγαινοέρχονται δωρεάν, από την Κηφισιά μεταφέροντας τους καλοντυμένους παίκτες.

Χαμένες, φαγωμένες περιουσίες, ένα σωρό άνθρωποι που έφευγαν από τον Διόνυσο με τα πόδια και ξυπόλητοι ή με χειροπέδες στα χέρια.

Ήταν πολλά χαράματα που παιζόταν το ίδιο, μεγάλο δράμα, οι λατόμοι εργάτες ξυπνούσαν από τους συχνούς πυροβολισμούς, ένα σωρό δολοφονίες και αυτοκτονίες, καταγράφονται στο μαντρότοιχο του Καζίνο.

Στα 1927, η επιχείριση άλλαξε χέρια, το υπενοικίασες έναντι είκοσι δυόμιση εκατομμυρίων δραχμών, ο Γιάννης Ρουσάκης, η ανακαίνιση και οι δυο νέες αίθουσες, έφεραν ακόμα πιο πολύ, περαστικό, κόσμο στο Διόνυσο.

Ρουλέτα, μπακαρά και σεμέν-ντε-φέρ, διαφημιζόταν στα φύλα τις εποχής, με τους Καρπάθιους να φτύνουν στον κόρφο τους, κάθε που περνούσαν έξω από την λέσχη.

Το λευκό βουνό ζούσε έναν ατελείωτο οργασμό, πόνος, χαρά, ευτυχία και θάνατος. Όλα μαζί, φορτωμένα στην περιοχή Διόνυσος (ονομάστηκε έτσι το 1888 από το αρχαίο θέατρο του Διονύσου που βρέθηκε σε ανασκαφές), σημαδιακό ή όχι, μοιάζει να χρεώνεται την στάση του ιδιότροπου, τρελού Θεού, του κρασιού και της μυθολογίας, που άλλοτε φέρνει χαρά και άλλοτε την καταστροφή.

Οι Καρπάθιοι εξορύχτες, εργάτες του μαρμάρου, εκείνη τη περίοδο, έζησαν ένα κύκλο ζωής σε όλο του το μεγαλείο, από τη μια αγωνιούσαν για το μεροκάματο, εκείνες τις δραχμές, που τάϊζαν και ψωμοχόρταιναν δεκάδες στόματα, από την άλλη, ζούσαν μέσα σε ένα περιβάλλον που παραφυλούσαν οι ανατροπές και τα ξαφνιάσματα.

Το μεγαλείο της γενιάς αυτής είναι πως δεν εγκατέλειψε, δεν άφησε πίσω, ούτε ήθη, ούτε και έθιμα, της μακρινής Καρπάθου, αντίθετα, πάλευαν για την ενσωμάτωση του νησιού, και ας είχαν μοναχά ένα ζευγάρι σκολιανά παπούτσια, με ιταλικά διαβατήρια στα χέρια, κατέβαιναν ακόμα και με τα πόδια, είκοσι χιλιόμετρα στην Αθήνα, για να διαδηλώσουν την Ελληνικότητα του μακρινού τόπου.

Το επιφανειακό κόψιμο της Πεντέλης έπαψε στα 1980, οι δικοί μας πρωταγωνιστές, άγνωστοι και ξεχασμένοι, παραμένουν στις γκουίντες της μνήμης, να μας υπενθυμίζουν, αγώνες και κατακτήσεις, που έκαναν πασίγνωστη την Κάρπαθο, για την εργατικότητα, την ομόνοια και το σκληρό, σα το μάρμαρο, πείσμα των παιδιών της.

φωτογραφία Γιώργος Τσαμπανάκης

Μανώλης Δημελλάς

23.4,2023

Καρπαθιακά Νέα