Ηλίας Εμμ. Βασιλαράς: Αναπολώντας τις εορτές του Δωδεκαημέρου στα Σπόα της Καρπάθου

Ηλίας Εμμ. Βασιλαράς: Αναπολώντας τις εορτές του Δωδεκαημέρου στα Σπόα της Καρπάθου

Γράφει ο Ηλίας Εμμ. Βασιλαράς στην εφ. Ροδιακή

Πρόεδρος του Ινστιτούτου Λαϊκού Πολιτισμού, παράρτημα Καρπάθου

Σε όλο σχεδόν τον κόσμο γιορτάζονται μέ θρησκευτική ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια οι τρεις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης: τα Χριστούγεννα, του Αγίου Βασιλείου – Πρωτοχρονιά και των Φώτων.

Και στην ιδιαίτερη πατρίδα μας στην Κάρπαθο, οι εορτές αυτές έχουν ιδιαίτερη θέση στις καρδιές και στις ψυχές των συμπατριωτών μας κι όλα τα σπίτια – άλλα πολύ και άλλα λιγότερο – προετοιμάζονται για να υποδεχθούν τις άγιες τούτες ημέρες.

Οι τρεις Άγιες λοιπόν ημέρες, των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, προεξάρχουν του εορταστικού Δωδεκαημέρου και αποκτούν περισσότερη μεγαλοπρέπεια με τις ειδικές Ακολουθίες που οι πιστοί περιμένουν με ανυπομονησία να παρακολουθήσουν και να ανταλλάξουν ευχές μεταξύ τους, για «χρόνια πολλά και καλή χρονιά με υγεία και ευτυχία ο καινούριος χρόνος».

Έχουν όμως και οι υπόλοιπες ημέρες – πριν και μετά από κάθε μεγάλη εορτή – τη σπουδαιότητά τους γιατί αυτές τις ημέρες γίνονται οι προετοιμασίες και τα μεθεόρτια κάθε μεγάλης εορτής.

Τις συνήθειες αυτών των ημερών, τα έθιμα που λένε, θα προσπαθήσω να περιγράψω ξετυλίγοντας το κουβάρι της μνήμης μου και ξεφυλλίζοντας το δεφτέρι των παιδικών μου αναμνήσεων στο χωριό μου τα Σπόα της Καρπάθου.

Αρκετές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα κυρίως οι γυναίκες ξεκινούν τις προετοιμασίες του σπιτιού τους.

Προετοιμασία του σπιτιού σημαίνει και προετοιμασία του ευρύτερου χώρου που συμπεριλαμβάνει το σπίτι: αυλή και κήπο, αλλά σημαίνει και καθάρισμα και άσπρισμα (ασβέστωμα) των σοκακιών που περνούν μπρος – πίσω, δεξιά κι αριστερά του σπιτιού.

Είναι διάχυτη η μυρωδιά του ασβέστη ο οποίος χρωματίζει εντυπωσιακά τα σκαλοπάτια των στενοσόκακων του χωριού.

Και είναι με τα ζωηρότερα χρώματα χαραγμένες στη μνήμη μου οι εικόνες αυτές, όσο και οι φωνές των χοίρων που διαμαρτύρονταν στα χέρια των επιτήδειων σφάκτηδών τους. Δεν ξεχνώ ποτέ πως όλα τα σπίτια ανέτρεφαν ένα γουρουνάκι για να το σφάξουν κοντά στα Χριστούγεννα και να εφοδιαστεί το σπίτι με το κρέας όλων των εορτών και όχι μόνο.

1

Ήταν χρήσιμα όλα τα μέλη τού καημένου του τετράποδου, τίποτε δεν πεταγόταν εκτός από τις τρίχες του. Γιατί τον χοίρο φρόντιζαν να του αποσπούν τις τρίχες από το δέρμα με καφτά νερά κι έτσι να μείνει όλο το λίπος του – λαρδί το λέγαμε – για φάγωμα, αλλά και για άρτυμα σε πολλά φαγητά.

Η μίλλα που ήταν το πιμένο λίπος του χοίρου αντικαταστούσε το βούτυρο που δεν είχαμε πάνω στις τεράστιες φέτες του σποΐτικου ψωμιού, που ψηνόταν πάντα στους ξυλόφουρνους του χωριού.

 

Η μίλλα που αποθηκεύετο κάποιες φορές ξεχωριστά μέσα σε τενεκέδες, προστάτευε και το κυλιστό που πιθιαζόταν και σε πήλινα δοχεία, και τρωγόταν άλλες φορές όπως ήταν, άλλες στο τηγάνι με αυγά κι άλλες στο τσουκάλι με πατάτες συνήθως.

Και τι δεν έδινε στο άσπλαχνο αφεντικό του εκείνο το καημένο κατοικίδιο. Τα «αντέρια» του πλένονταν καλά, κρεμάζονταν από τα δοκάρια του σπιτιού, στέγνωναν και τρώγονταν κάποια στιγμή γεμισμένα με χόντρο ή με ρύζι.

Αν πεις για το κεφάλι ή τα πόδια και τα δύο αυτά μαζί έφτιαχναν λέει την καλύτερη πικτή – ζηλαδιά τη λένε σ’ άλλα χωριά.

Η πικτή ήταν ένα από τα νοστιμότερα εδέσματα στα χριστουγεννιάτικα τραπέζια των εορταζόντων Μανώληδων.

Δεν θα ξεχάσω όμως και τη «γιαχνί» σμήνερα ή τις σαλάτες με σέλινα ή καρδαμιλίες που είχαν οι περισσότεροι Μανώληδες στα τραπέζια τους.

Όλοι στην παρέα ψηφίζαμε αυτούς τους μεζέδες που μας στήλωναν να αντέχουμε να γυρίσουμε όπου είχε σπίτι Μανώλη να του ευχηθούμε με μαντινάδες χρόνια πολλά.

Οι επισκέψεις στα σπίτια των Μανώληδων κράταγαν πολλές φορές δύο μέρες. Ανήμερα των Χριστουγέννων και την επόμενη.

Αμ’ εκείνος ο ξυλόφουρνος; τι μαγική εικόνα ήταν εκείνη και τι μυρωδιά; Και τι δεν έκαναν οι μανάδες μας τα Χριστούγεννα με το φούρνο; ψωμιά, χοντροκούλουρα, χριστόψωμα, ζιμπίλια τα Φώτα.

Για κάθε αγόρι της οικογένειας ακόμα και για ‘κείνα που λείπανε, φτιάχνανε ένα μικρό χριστοψωμάκι. Γιατί άραγε δεν έφτιαχναν και για τα κορίτσια; Το μεγάλο χριστόψωμο το φύλαγαν στην ψάθινη «ψωμοθούκα» που ήταν και η ίδια κρεμασμένη ψηλά για να προφυλάσσεται το ψωμί της εβδομάδας από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Και οι ίδιες όμως οι ψωμοθούκες ήταν έργα δικά τους που τα κατασκεύαζαν τις ελεύθερες ώρες τους.

 

Κάθε φορά που ζούσαμε αυτές τις προετοιμασίες εμείς, παιδιά τότε που πηγαίναμε σχολείο, τα συνδυάζαμε και με τις χριστουγεννιάτικες διακοπές μας και με λαχτάρα περιμέναμε πότε θα κτυπήσει το κουδούνι του κλεισίματος του σχολείου.

Είχαμε κάνει κι εμείς τις προετοιμασίες μας. Είχαμε κόψει ξύλα από πεύκα και κάναμε τις σβούρες μας, τους «τόρνους» και τους «τρέλους».

Είχαμε βρει τους ανάλογους σπάγγους, αφού κάθε τέτοιες μέρες κόνταιναν οι μπετονιές από σπάγγο των πατεράδων μας κατά μερικά μέτρα. Αν είχαμε κι όλας να δώσουμε και σε κανένα φιλαράκι, το εργαλείο αυτό του ψαρέματος των γονιών μας κόνταινε ακόμη περισσότερο.

Είχαμε προμηθευτεί τις μπίλιες μας, τα ψινιά, τους μέτριους και τους μπουλουχάες, είχαμε τα λαστιχόξυλα έτοιμα και περιμέναμε τα γυμνασιόπαιδα να μας φέρουν τα λάστιχα που προμηθεύονταν από σαμπρέλες αυτοκινήτων ή από μπάλες ποδοσφαίρου, που μας τα αντάλλαζαν με τις ανάλογες μπίλιες ή με τις σβούρες που τους άρεσαν.

Και σαν έκλεινε το σχολειό, το τι γινόταν πάνω στα δώματα των σπιτιών που τότε ήταν χωμάτινα! Δεν παίζαμε σε όλα τα δώματα.

Είχαμε τα λημέρια μας, έτσι τα λέγαμε. Του Κοντού το δώμα, πάντως, και το δώμα του Βουοκέλλου του Γιάννη του Χαλκιά που ήταν ένα αντίερμα κοντά, έβρισκαν περισσότερο τον μπελά τους. Ήταν βλέπεις λίγο πιο απόμερα από τα καφενεία και δεν μας έβλεπαν τόσο εύκολα οι γονείς και οι δασκάλοί μας.

Σ΄ αυτά τα δύο δώματα οι μπίλιες και οι σβούρες έπαιρναν κι έδιναν ώσπου ερχόταν η ημέρα των καλάντων, η παραμονή των Χριστουγέννων δηλαδή – να γίνουμε παρεΐτσες να τρέχομε από το ένα σπίτι στο άλλο διαλέγοντας πρώτα τα σπίτια που ξέραμε πως θα μας αντάμειβαν με κάτι περισσότερο από το συνηθισμένο φιλοδώρημα.

Να τα πούμε; Αν τα ξέρετε ούλα πείτε τα, μας έλεγαν κάποιοι. Μας τά ΄πανε, λέγανε άλλοι, κι άλλοι πάλι σιγοψυθίριζαν: Πείτε τα μουρέ τσ΄ εσείς.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας», ψάλλαμε, άλλες φορές αρμονικά, κι άλλες παράφωνα. Όμως τα ξέραμε όλα τα κάλαντα, όλη την ιστορία της γέννησης του Χριστού μας πάνω από 50 στίχους κι αλλίμονο αν κάναμε ένα λάθος. Ακόμα και στο τέλος της εξιστόρησης να ήμασταν έπρεπε να ξαναρχίσουμε από την αρχή αλλιώς δεν παίρναμε ούτε τρυπητή δεκάρα.

Τα ΄χουμε ψάλλει τόσες φορές τα κάλαντα όλοι της ηλικίας μου που ακόμα τα ενθυμούμαστε όλα και χωρίς λάθος τα ψάλλουμε κάθε χρόνο στον Αη – Γιώργη, την εκκλησία του χωριού μας.

 

Όταν φθάναμε στους τρεις τελευταίους στίχους:

«δώστε και κανενός φτωχού ό,τι επιθυμήτε

δώστε κι εμάς τον κόπο μας ό,τ΄ είναι ορισμός σας»

η χαρά μας ήταν απερίγραπτη γιατί το πολυπόθητο μπαξίσι θα προστίθετο στο άλλο που ήδη είχαμε μαζέψει με πολύ κόπο πραγματικά.

Με τούτα τα χρήματα τρέχαμε ν΄ αγοράσουμε καμιά κουταλιά βανίλια – υποβρύχιο τη λέγαμε – κανένα λαχείο της δραχμής να δούμε τι θα βρίσκαμε μέσα, καμιά μπίλια, καμιά σφυριχτρούλα ή ό,τι άλλο μας έδινε η τύχη μας.

Το παντοπωλείο «Η φθήνια» του Μιχαλάκη του Λιγνού έκανε χρυσές δουλειές αυτές τις μέρες που τα παιδιά είχαν όλα το χαρτζιλικάκι τους.

Δεν το ξοδεύαμε όλο μας το χαρτζιλίκι όμως σ΄ αυτά. Το μεγάλο ποσό το κρατούσαμε καλά κρυμμένο γιατί θέλαμε ν΄ αυγατίσει με τον φίτσο, το τοιχάκι, το στριφτό, το τζόγο δηλαδή εκείνης της εποχής.

Τέστα (ή κεφαλή) ή γράμματα λέγαμε στο στριφτό κι ανάλογα με το τι έδειχνε το νόμισμα που έκρυβε, κέρδιζες κάποιες φορές κι έχανες τις πιο πολλές.

Το ‘χω. Μετράμε, εγώ το ‘χω, φωνάζαμε στο Φίτσο, φέρναμε και διαιτητή καμιά φορά που ήταν δύσκολο μόνο με το μάτι να πεις ποιος τό ‘χε, δηλαδή ποιος κέρδιζε τι, τη δραχμή ή τη μισή ή και τα δυο μαζί.

Αν εκείνη η μέρα μάς έβρισκε κερδισμένους, ήταν όλες οι χαρές δικές μας. Μετρούσαμε και ξαναμετρούσαμε τα παραπάνω και δεν χορταίναμε να τα σφίγγουμε με τις παλάμες μας. Πετούσαμε από τη χαρά μας.

Ούτε το ξύλο που τρώγαμε καμιά φορά – όταν επιστρέφαμε το βράδυ στο σπίτι, αφού δεν πηγαίναμε ούτε για να φάμε το μεσημέρι, γιατί δανειζόμασταν καμιά δαγκωνιά ψωμί από κανένα φιλαράκι.

Τα κερδισμένα θαρρείς κι είχαν μαγική επίδραση στις ξυλιές και δεν μας πόναγαν.

Αν δεν κέρδιζες ή δεν έχανες ήσουνα στα ίσια σου. Πάλι καλό το θεωρούσαμε σαν νά ΄μαστε κερδισμένοι. Δεν χάναμε, παίζαμε όλη την ημέρα, άρα κερδισμένοι πάλι.

Μα αν χάναμε; Τα πράγματα δυσκόλευαν αμέσως. Λεφτά δεν υπήρχαν, άρα δεν σε παίζανε.

Δανειζόμαστε καμιά φορά κι ήταν ακόμα χειρότερα γιατί χάναμε και τα δανεικά. Τρώγαμε και της χρονιάς μας γιατί μας πρόδιδαν τα κατσουφιασμένα μας πρόσωπα, πως ήμασταν και χαμένοι και χάναμε και το παιχνίδι της εποχής.

Δεν βλέπαμε βέβαια πότε θα έρθουν τα επόμενα κάλαντα – την παραμονή της Πρωτοχρονιάς δηλαδή – που ο καλός Θεός φρόντισε να την έχει μόνο μία βδομαδούλα μακριά, ε, και τότε θα ξαναβγαίναμε στα κάλαντα, θα ξανακάναμε πάλι χαρτζιλίκι, δόξα τον Θεό, και φτου πάλι από την αρχή.

«Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά ψιλή μου δέντρο λιβανιά»

άκουγες πάλι από τις φωνές των αγοριών του χωριού, που παρέες – παρέες πάλι επισκέπτονταν τα σπίτια όλο το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

«Σινεπαρμό» λέμε τούτη τη μέρα και δεν πρέπει λέει να δίνεις τίποτα από το σπίτι σου σε κανένα γιατί θα «συνεπάρεις» και θα δίνεις όλο τον χρόνο. Αν δώσεις κάτι, πρέπει να πάρεις κι εσύ κάτι αλλιώς δεν το δίνεις.

Τούτη τη μέρα έπρεπε να μαζευτούμε σπίτι πιο νωρίς. Ω Ηλία, ω Γιώργο, ω Μανιά, ω Νικολή, φωνάζαν δυνατά σαν ντελάληδες οι μανάδες και αφού ανέβαιναν σε κάποιο ψηλό δώμα για να ακούμε όπου και αν ήμασταν – «έρχομαι» απαντούσαμε εμείς.

Έπρεπε να παρατήσουμε αμέσως ό,τι κάναμε για να τρέξουμε σπίτι να κουβαλήσουμε νερό από τη μοναδική βρύση του χωριού, να το βράσει η μάνα μας στο τζάκι για να μας λούσει η ίδια μέσα σε μια σκάφη, αν ήμασταν μικροί.

Σαν παραμεγαλώναμε ντρεπόμασταν κι ελουζόμασταν μόνοι μας με ‘κείνο το πράσινο σαπούνι που δεν άφηνε τίποτα επάνω μας, και ας ήμασταν γεμάτοι χώματα και το σώμα μας και τα ρούχα μας, που ήταν και δικιά της παραγωγή. Τα έφτιαχναν δηλαδή οι ίδιες.

Είχαμε πολλά να κάνουμε εκείνο το βράδυ.

Περιμέναμε με ανυπομονησία να μας κάνει τη βασιλόπιτα, να δούμε ποιος θα βρει το νόμισμα που ήταν πάντα τότε μικρής αξίας.

Δεν στερούσε καμία μάνα τη χαρά του νομίσματος από τα παιδιά της. Έπιανε λίγο αλεύρι, το ανακάτευε με νερό, το έριχνε σ΄ ένα τηγάνι ρίχνοντας και το νόμισμα και σε λίγα λεπτά είχαμε μια ταπεινή, για τα σημερινά δεδομένα, βασιλόπιτα, μα τόσο νόστιμη που από τότε έχω να ξαναφάω τέτοια βασιλόπιτα. Αγιοβασιλόπιτα ακούω να τη λένε τώρα.

«Το βρήκα, το βρήκα», φώναζε ο τυχερός που μέσα στο κομμάτι που του αναλογούσε έβρισκε το νόμισμα.

Και χαιρόταν διπλά γιατί και όλος ο επόμενος χρόνος θα του πήγαινε καλά και θα ξενοκοιμόταν κι όλας σ΄ ένα συγγενικό σπίτι της γιαγιάς ή της θείας, για να ξυπνήσει πριν να ξημερώσει να κάνει ποδαρικό στο σπίτι του.

Έτυχε να πέσει και σε ΄μένα το νόμισμα και δεν μπορούσα να κρύψω τη χαρά μου που θα έκανα εγώ το ποδαρικό στο σπίτι μας.

Μ΄ άρεσε να πηγαίνω αξημέρωτα στη βρύση του χωριού να φέρω το αμίλητο νερό. Δεν έπρεπε λέει να λέμε ούτε καλημέρα ούτε και του χρόνου σ΄ όποιον κι αν συναντούσαμε στον δρόμο μας.

Κι ήταν πραγματικά πολύ παράξενο, αλλά ετηρείτο από όλους με απόλυτη πειθαρχία, να συναντιέσαι στον δρόμο ή στη βρύση με τους δικούς σου ανθρώπους και να μη μιλά κανείς του άλλου λες και ήταν εχθροί.

Αν αργούσες να πας στη βρύση περίμενες τη σειρά σου αμίλητος γιατί είχε άλλους πολλούς πριν από εσένα, γέμιζες όμως κι εσύ το μαστραπά που είχες μαζί σου.

Ξεοβρύονες και λίγο βρύο από τη χολέτρα της βρύσης και έβαζες στο μαστραπά, και λίγο αν είχες στο πορτοφόλι ή στην τσέπη σου κι έπαιρνες πάλι βουβός το δρόμο της επιστροφής, άσχετα πως συναντούσες κι άλλους που για τον ίδιο λόγο πήγαιναν στη βρύση.

Το όβρυο, μου ‘λεγε η γιαγιά μου η Χρυσάνθη, το βάζεις στο μαστραπά για να οβρυώσει το σπίτι που θα ρίξεις το νερό ή στο πορτοφόλι σου, για να μην τελειώσουν ποτέ τα χρήματά σου. Το όβρυο είναι ένα φυτό που βγαίνει κοντά σε νερά και δεν εξαλείφεται ποτέ.

«Βλέπεις Ηλία μου έλεγε, σαν κάνεις ποδαρικό, εκτός από το αμίλητο νερό που θα πας να ρίξεις θα ‘χεις μαζί σου κι ένα ρόδι και μια ατσακένια πέτρα. Σαν θα ρίχνεις το νερό στους τέσσαρες καντούνους (= γωνιές) του σπιτιού, θα λες:

Σαν το τρεχούμενο νερό να τρέξουν τα καλά στο σπίτι μας. Το ρόδι λέει το σπας με το πόδι σου και λες: όσα κουκιά έχει μέσα το ρόδι, τόσα καλά να ΄ρτούσι μέσα στο σπίτι μας. Την ατσακένια πέτρα την αφήνεις παιΐ μου δίπλα στο στύλο του σπιτιού για να ΄ναι λέει οι ανθρώποι του σπιτιού γεροί σαν την ατσακόπετρα».

Ήταν το αίσθημα εκείνης της στιγμής για ΄μένα κάτι πολύ συνταρακτικό. Ένιωθα πως κρατούσα όλη την ευτυχία του σπιτιού μας στα χέρια μου, φοβόμουν μη μου σπάσει ο μαστραπάς, ή μην ξεχάσω να σπάσω το ρόδι ή να μην αφήσω στο στύλο την πέτρα, και δεν ήταν καλά τα πράγματα στο σπίτι μας εξαιτίας μου.

Με συνέφερνε όμως η φωνή της μάνας μου από την κουζίνα, που αξημέρωτα κι εκείνη είχε αρχίσει να ψήνει τους καλύτερους λουκουμάδες του κόσμου για να είναι έτοιμοι πρωί – πρωί πριν πάμε στην εκκλησία να τους δοκιμάσουμε.

Γιατί το πρώτο πράγμα που πρέπει να βάλεις στο στόμα σου – την πρωτοχρονιά – είναι το μέλι για να είναι η ζωή σου λένε έτσι γλυκιά. Κι οι τραγανιστοί κουλουράτοι λουκουμάδες της μάνας μου ήταν καλά βουτηγμένοι στο μέλι και πασμένοι με σισάμι.

«Έλα παιΐ μου από ΄δω να σου πω τσαι του χρόνου». Με φιλούσε στοργικά και έβαζε το «βρισκούμενο», έτσι το έλεγε, στην τσέπη μου. «Πή(γ)αινε, μου ΄λεγε, Ηλία τώρα και στις δύο γιαγιές που σε περιμένου και στη θεία σου που περιμένει τσαι τσείνη, κά(ν)ε το ποδαρικό τσ΄ έλα να ετοιμαστείς να πάεις στην εκκλησία».

Είναι αλήθεια μεγάλη η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Εμείς όμως τότε δεν τη βαριόμασταν.

Έτσι μας είχαν μάθει οι γονείς μας και οι δασκάλοι μας. Είχαμε και το χαρτζιλίκι από τα ποδαρικά στην τσέπη κι ήμασταν όλο χαρά.

Είχαμε ακόμα μια βδομάδα μπροστά μας να ξαναπάμε σχολείο. Οι φίτσοι και τα στριφτά αυτή τη βδομάδα λιγόστευαν, πέρναγε φαίνεται η περίοδος του τζόγου των ημερών αυτών. Οι σβούρες, οι μπίλιες κι οι λαστιχές όμως συνεχίζαν.

Του Ματσάγγου της άλωνας το χώμα είχε γίνει σκόνη από τα ποδοβολητά μας. Σχεδόν 80 παιδιά είχε τότε τό διθέσιο σχολείο μας, που σήμερα δυστυχώς είναι κλειστό. Τα μισά σχεδόν ήταν αγόρια.

Όλα αυτά τα παιδιά τα φιλοξενούσε για πολλές ώρες αυτός ο λώρος του Ματσάγγου. Τα κάστρα, το λουρί της μάνας, η μια αουπίσω, το αλογάκι, η πρώτη ελιά έδιναν και έπαιρναν όχι μόνο στις διακοπές αλλά και τα απογεύματα των καθημερινών ημερών και τα σαββατοκύριακα.

Πού να θυμηθείς τσάντα και βιβλία. Λες και μας τα είχανε πάρει οι καλλικάτζαροι, που αυτές τις μέρες ανεβοκατέβαιναν από τις ανεκαπνές (καπνοδόχους) των σπιτιών μας.

Τα μισούσαμε αυτά τα πανάσχημα όντα που ροκάνιζαν λέει το στύλο της γης για να τον κόψουν να γκρεμιστεί η γης, να καταστραφούν οι ανθρώποι που είναι πιο όμορφοι από ‘κείνα.

Μόνο σαν τους συσχετίζαμε (τους καλλικάτζαρους) με τις τσάντες και τα βιβλία μας, μας φαίνονταν λίγο συμπαθητικοί.

Όπου νά ‘ναι όμως λέγαμε θα ‘ρθουν τα Φώτα, θα βγει ο παπάς με το σταυρό στο χέρι να αγιάσει – την παραμονή – όλα τα σπίτια του χωριού κι αυτά θα δώσουν των ομματιών τους. Είχα γυρίσει κι εγώ σαν παιδί τότε με τον παπα – Γιάννη στο μικρό αγιασμό που λένε. Μαζί με ‘κείνο και με κάποιο άλλο παιδάκι ψάλλαμε το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», γυρνώντας όλα τα σπίτια του χωριού.

Μέχρι να τελειώσουμε ήμασταν χορτάτοι γιατί σε κάθε σπίτι που μπαίναμε μας κέρναγαν τα ίδια ακριβώς νηστίσιμα εδέσματα: κολοκυθοπίτια δηλαδή και ερόγκια που έτσι λέγονται τα ρεβίθια, τα κουκιά, ο αρακάς που μπαίνουν δυο μέρες πριν στο νερό, μαλακώνουν και προσφέρονται ωμά με λίγο αλάτι της θάλασσας.

Την ημέρα του μικρού αγιασμού το πρωί στη λειτουργία μ’ άρεσε να βλέπω σε μια μεριά μπροστά στο εικονοστάσι μαζεμένους δεκάδες μαστραπάδες γεμάτους νερό με ένα μαντηλάκι δεμένο στο χέρι τους.

Μεγαλώνοντας έμαθα ότι μέσα στο μαντήλι οι νοικοκυρές έβαζαν καρμπό (όσπρια) για να ευλογηθούν κι αυτοί μαζί με το νερό και να γιοργέψουν όπου θα τα σπείρουν.

Με τη μητέρα μου έμαθα και τη σκοπιμότητα του νερού του μαστραπά, που με τις ευχές του ιερέως μετατρέπεται σε αγιασμό. Με αυτόν τον αγιασμό αγιάζουν όλα τους τα χωράφια και τα αμπέλια και τους κήπους για να έχουν πάντα αφθονία καρπών.

«Δεν είναι τούτη η εορτή ωσάν τις περασμένες, μόν’ είν’ μεγάλη και τρανή και δοξολογουμένη που καταδέχτηκε ο Χριστός…».

Είναι τα τελευταία κάλαντα του Δωδεκαημέρου που εξιστορούν τη βάπτιση του Ιησού Χριστού μας.

Δεν περιμέναμε πολλά από αυτά τα κάλαντα. Ο κόσμος ήδη μας καταδέχτηκε δύο φορές και μας αντάμειψε με ό,τι μπορούσε από το υστέρημά του.

Την ημέρα των Φώτων, τον Μεγάλο Αγιασμό που λέμε, ο παπάς αγιάζει όλο το εκκλησίασμα το οποίο φροντίζει να παίρνει μαζί του σ΄ ένα μικρό τώρα κυπελάκι λίγο (αγιασμό), για να τον έχει ολοχρονίς στο σπίτι του σαν φάρμακο σε κάθε του αρρώστεια, αλλά και να αγιάζει τα μελίσσια και τα ζώα του μ΄ αυτό.

Είναι θαρρώ κάπου 40 χρόνια που μετά από τη λειτουργία των Φώτων ο ιερέας συνοδευόμενος από τους πιστούς κατεβαίνει στον Άγιο Νικόλα για να ρίξει τον Σταυρό στη θάλασσα, γιατί όπως λένε και τα κάλαντα των Φώτων:

«…Ακόμη και το σήμερα οι ναύτες το κρατούσι

να βαφτισθούσι τα νερά στο πέλαγος να βγούσι…».

Κι αυτό το έθιμο παρά τη δυσκολία του, λόγω αποστάσεως, το συνεχίζουν ακόμα σήμερα κι οι λίγοι Σποΐτες, γύρω στους εκατό τους μετράνε, χωρίς να έχει σημασία αν είναι ογδόντα ή εκατό δέκα.

Όσοι κι αν είναι όμως αν δεν κάνουν πολλά θα κάνουν λίγα. Ακόμα και να σου εξιστορούν τις αναμνήσεις τους ο Μηνάς ο Συρματολό(γ)ος, ο Νικόλας ο Χορευτής κι ο παπάς που ‘ταν και λυριστής γύρω από την ξυλόσομπα του καφενείου για ‘μας είναι λόγια χρήσιμα, λόγια σοφά που νιώθουμε πως τα χρωστάμε κι εμείς με τη σειρά μας στους επόμενους κι εκείνοι στους άλλους.

Δεν ανησυχώ πως θα χαθούν οι παραδόσεις του χωριού μας. Οι Σποΐτες όπου κι αν βρίσκονται φροντίζουν να μη συμβεί ποτέ αυτό.

Χολιώ όμως γιατί δεν αναπαράγονται οι σποΐτικες συνήθειες στον τόπο που γεννήθηκαν κι αντρειώθηκαν.

Και βρίσκεις ακόμα τα περισσότερα από αυτά ριζωμένα σε τούτους τους κακοτράχαλους τόπους, γιατί, τα ποτίζει ο δροσερός μπονέντης του χωριού, τα λιάζει ο ήλιος του και τα κανακίζει το καθημερινό μελτέμι της ανεμόεσας Καρπάθου.

Πηγή www.rodiaki.gr