Βασίλειος Μαλαγαρδής. Ο Καρπάθιος Ειρηνοδίκης και φίλος του Ελ. Βενιζέλου

Βασίλειος Μαλαγαρδής. Ο Καρπάθιος Ειρηνοδίκης και φίλος του Ελ. Βενιζέλου

 

“Ανήρ μεγάλης μορφώσεως, γλυκύτατος εις τους τρόπους, αφιλοκερδέστατος, υποστηρικτής των φτωχών, πειστικότατος, υπήρξε επί σειρά ετών Ειρηνοδίκης εις Κρήτην, όπου και κατήγετο εκ πατρός, αχώριστος φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου μαζί με τον οποίον μορφώθηκε στο Εθνικό μας Πανεπιστήμιο.

Άριστος οικογενειάρχης και εκλεκτός πατριώτης, Καρπαθιολάτρης και γνήσιος Έλλην εθυσίασε πολλά υπέρ Πατρίδος και της ελευθερίας. Δυστυχώς ο Θεός δεν τον αξίωσε και παρέδωσε το πνεύμα εις ηλικία 64 ετών, αφίνων παραγγελίαν εις τα τότε ανήλικα τέκνα του να ακολουθήσουν τις ιδέες και τα φρονήματα του, αψηφούντα κάθε κίνδυνο.

«Εγώ προβλέπω, είπε, ότι θα γίνει η ποθητή Ένωση, αλλά θα αργήσει και θα χυθεί πολύ αίμα. Θέλω και τα παιδιά μου να συμβάλλουν εις τον αγώνα αυτόν. Και εύχομαι να γυρίσουν νικητές να μου το φωνάξουν επάνω στο μνήμα μου».

Αυτά τα λόγια είπε στον τότε Ιταλό πρόξενο Ritsi, o οποίος τον πλησίασε ταξιδεύοντας για θεραπεία στην Ελλάδα που έτυχε να τον συναντήσει στο πλοίο.

Ο Ιταλός πρόξενος απέδωσε τα λόγια αυτά σε παραληρήματα της ασθένειας, γιατί τότε είχε προσβληθεί από εγκεφαλική συμφόρηση και μάλιστα δεν πρόφθασε να αποβιβαστεί στον Πειραιά. Κατόπιν σοβαράς προσβολής εξήλθε εις την Σύρο μετά της συζύγου του, που τον συνόδευε, και εξέπνευσε την 28ην Μαίου 1928, ένθα ευρίσκεται ακόμη η σορός του εις το εκεί νεκροταφείον”.

Γράφει ο γαμπρός του Νικόλαος Α. Ασλανίδης, Addis Abbeba, 1 Μαρτίου 1953

Δημοσιεύθηκε στο 1953, στο Λεύκωμα της Παγκαρπαθιακής Εκπαιδευτικής Αδελφότητας

 

Το πορτραίτο του Βασίλειου Μαλαγαρδή γραμμένο από την απόγονο του Μαρία Ανδριανοπούλου

Ο Βασίλειος Κ. Μαλαγαρδής γεννήθηκε το 1864 και μεγάλωσε στο Όθος Καρπάθου, από τα 3 αδέρφια (Άγγελος και Γεώργιος) ήταν ο μεγαλύτερος.

Οι γονείς τους ήταν ο Κρητικός Κωνσταντίνος Μαλαγαρδής, αργυροχρυσοχόος, και η  Μαρία Χατζηπαππά, κόρη του Απερίτη δασκάλου, Βασιλείου Χατζηπαππά. Σε ηλικία 11 ετών τα αδέλφια έμειναν ορφανά από μητέρα, αναλαμβάνοντας ο πατέρας τους εξολοκλήρου την ανατροφή των τους  διαπλάθοντας αξιόλογους και ιδιαίτερα αγαπητούς στη κοινωνία νέους. Ο Βασίλειος από μικρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τα γράμματα.

Αφού τελείωσε το σχολείο, πήγε στην Αθήνα και σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Νομικής το 1891. Εκεί έκανε πολλές φιλίες, μια εκ των οποίων ήταν με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, καθώς εκτός από κρητικής καταγωγής και οι δύο ήταν και συμφοιτητές. Τον Βασίλη τον διακατείχε ο σεβασμός και η αγάπη για τον συνάνθρωπο, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αναλάβει τις υποθέσεις συμπατριωτών του οι οποίοι αδυνατούσαν να τον πληρώσουν. Κι όμως δεν τους ζητούσε πληρωμή και εκείνοι για να του ανταποδώσουν το καλό και να τον ευχαριστήσουν για τη μεγαλοψυχία του, του έστελναν σπίτι του ερίφια,  πορτοκάλια, λάδια και ένα σωρό πράγματα.

Ήταν εξαίρετος νομικός και ιδιαίτερα προσφιλής,  όχι μόνο στη γενέτειρα του τη Κάρπαθο, αλλά και στη Κάσο. Μετά την Κάρπαθο διετέλεσε ειρηνοδίκης για μια δεκαετία στη Κάνδανο της Κρήτης. Έπειτα από εκεί επέστρεψε στην ιταλοκρατούμενη Κάρπαθο.

Η μόρφωση και η γνώση 5 γλωσσών τον έκαναν να είναι ένας εκ των καλύτερων δικηγόρων του νησιού και ιδιαίτερα δημοφιλή.

Οι Ιταλοί τότε του πρότειναν να εργαστεί στο Ιταλικό Πρωτοδικείο, όμως ο Βασίλειος αρνήθηκε. Έλληνας πραγματικός, που ποθούσε να δει την πατρίδα του ελεύθερη, έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να συνεργαστεί με τους κατακτητές και να προδώσει τη πατρίδα του. Πήρε λοιπόν την απόφαση να φύγει από την Κάρπαθο και να εργαστεί στα Μεικτά δικαστήρια Αιγύπτου για μια τριετία.
Το 1907 παντρεύτηκε την κανακαρά Μαρία Η. Ασλανίδη από τις Πυλές και απέκτησαν 5 παιδιά.
Ο Μαλαγαρδής πέρα από τα πολλά προτερήματα που είχε θα τον χαρακτηρίζαμε και λόγιο. Πολυσέλιδα κείμενα του αρχαίου Πλουτάρχου

“Περί παίδων αγωγής” και του Ξενοφώντα “Απομνημονεύματα” αναλυόμενά και επεξηγώντας τα, μας μαρτυρούν την αγάπη του για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, την παιδεία και τη φιλοσοφία.

Όλα αυτά που διάβαζε τα έκανε και πράξη στη καθημερινή του ζωή,  καθώς και στα παιδιά του, που φερότανε με πολλή αγάπη, κατανόηση και πραότητα. Ακόμα και όταν έκαναν καμία αταξία δεν τους φώναζε ή τους τιμωρούσε, μονάχα έβγαινε στο κήπο του σπιτιού του μέχρι να του περάσει ο θυμός, και μετά τα συμβούλευε αναλόγως.

Το 1928 πέθανε, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένεια του, ολόκληρη την Κάρπαθο και την Κάσο καθώς και τη Κρήτη που χάθηκε μια τόσο αξιόλογη και αυθεντική προσωπικότητα που έλαμψε μέσα στη κοινωνία της Καρπάθου και όχι μόνο.