Βασίλειος Διακοβασίλης: Θύμησες απ' το Μεσοχώρι της Καρπάθου

Βασίλειος Διακοβασίλης: Θύμησες απ' το Μεσοχώρι της Καρπάθου

Καθώς περνούσε το Αγοραίον(1) από τον στενό, όλο στροφές χωματόδρομο, σήκωνε την σκόνη πίσω του κι αυτή σκέπαζε τα ταλαίπωρα, διψασμένα από μήνες ανομβρίας πεύκα, που είχαν φυτρώσει και από τις δύο πλευρές του δρόμου.

Ήταν ο μοναδικός δρόμος ως τη δεκαετία του 70′ που ένωνε τα κάτω χωριά του νησιού με το Μεσοχώρι και τα Σπόα. Έργο των χρόνων της Ιταλοκρατίας, που τον συντηρούσαν οι ακούραστοι στρατίνοι (2). Ο δρόμος ξεκινούσε από την πρωτεύουσα του νησιού, διέσχιζε όλα τα χωριά από τα οποία διερχόταν, το Απέρι, την Βωλάδα, το Όθος, τις Πυλές και μετά από ένα ηρωικό ταξίδι, έφτανες στον προορισμό σου.

Μεσοχώρι Καρπάθου, φωτογραφία Μανώλης Ματθαίος

Στα μισά της διαδρομής ακόμη και μαζί με τον αδελφό μου αδυνατούσα να κατανοήσω ποιος ο λόγος αυτής της απίστευτης ταλαιπωρίας. Η μητέρα αν και μισοζαλισμένη από το συνεχές κούνημα του αυτοκινήτου χαιρόταν που επέστρεφε σε έναν τόπο και χρόνο, από τον οποίο διατηρούσε όμορφες αναμνήσεις και ο πατέρας υπερήφανος που εκπλήρωνε ένα παλιό τάμα μετά από δέκα χρόνια στην ξενιτιά, συνομιλούσε με τον οδηγό, που έλεγε κι αυτός τις δικές του ιστορίες, μεταξύ αυτών και μία για την Παναγία που ντυμένη στα μαύρα, έβγαινε τη νύχτα στο δρόμο και προστάτευε τα λιγοστά αυτοκίνητα του νησιού από τους γκρεμνούς, που έχασκαν προς τη μεριά της θάλασσας.

 

Αρχές του Σεπτέμβρη ήταν, πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Έτσι λέγεται η Παναγία ετούτη εξαιτίας της βρύσης (πηγής) με το πάντα δροσερό νερό, να ρέει από τα θεμέλια της.

Πλήθος προσκυνητών μαζευόταν απ’ όλο το νησί αλλά και από την αντικρινή Κάσο, να προσκυνήσει στην χάρη της και να γλεντήσει στο πέργερο(3), ανάμεσα στον ιερό ναό και τον απόκρημνο βράχο. Όποιος έκανε το ταξίδι αυτό τότε, ήξερε ότι θα διανυκτέρευε εκεί για μια ή και παραπάνω νύχτες. Οι φιλόξενοι Μεσοχωρίτες φρόντιζαν ώστε όλοι οι προσκυνητές που έμπαιναν στον κόπο για ένα τέτοιο προσκύνημα, να μην μείνουν δίχως κατάλυμα.

Έτσι κι εμείς βρήκαμε φιλοξενία σε ένα παλιό Καρπάθικο σπίτι(4) το οποίο μας πρόσφερε ένα παλιό κουμπαριό των γονιών μου. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και βάλαμε τα καλά μας, μέσα από τα δαιδαλώδη, φρεσκοασπρισμένα σοκάκια κατευθυνθήκαμε προς την Παναγία, όπου σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε ο εσπερινός, για το πρώτο προσκύνημα. Μαζί με μάς κι όλο το χωριό, κι άλλοι φιλοξενούμενοι, που συναντιούνταν στα τρίστρατα ή τα ανοίγματα που έβλεπαν προς τη θάλασσα που την χρύσιζε η δύση του ήλιου και αντάλλασσαν ευχές από την καρδιά τους, ήξεραν δεν ήξεραν αυτόν που είχαν απέναντί τους.

Η χαρά στα πρόσωπα των γονιών μου ήταν έκδηλη. Ήθελαν όλα όσα ήξεραν για τον τόπο κι όσα είχαν ζήσει εκεί στο παρελθόν να τα μεταφέρουν με την μία σε μας. Σε κάθε βήμα είχαν και κάτι να μας πουν.

Για τα θαύματα που έκανε η Παναγία, για τα γλέντια που έστηναν με τους ντόπιους στα νιάτα τους, τότε που ακόμη ανέβαιναν στο χωριό καβάλα στα ζώα, για την Σκοπή που έβλεπαν να στέκει αντίκρυ τους κι όπου σίγουρα θα μας πήγαιναν την επομένη, για τους πειρατές που εφορμούσαν στο χωριό τα πολύ παλιά χρόνια αλλά οι δύστυχοι χάνονταν στα στενά του σοκάκια, για τους έρωτες που γεννιούνταν πάντα τέτοιες μέρες καθώς το κρασί και η λύρα ζάλιζαν τους νέους, για το φαγητό που θα τρώγαμε από τα καζάνια που είδαμε καθώς φτάναμε, ευλογημένο από την ίδια της Παναγία.

Εμείς τους ακούγαμε μάλλον βαριεστημένοι μιας και δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό τους. Βλέπεις με το παιδικό μας μυαλό, όλα αυτά μας ήταν τόσο ξένα ακόμη, που με δυσκολία τα δεχόμαστε.

Μετά τον Εσπερινό, άρχισε η διευθέτηση του χώρου της αυλής της εκκλησίας σε χοροστάσι. Ολόγυρα στήθηκαν οι πάγκοι και οι καρέκλες και στη μέση δύο τραπέζια, όπου πάνω τους θα ανέβαιναν οι οργανοπαίχτες με την λύρα, τα λαούτα και την τσαμπούνα.

Γύρω από αυτήν την αυτοσχέδια εξέδρα και πάλι πάγκοι και καρέκλες, έτσι ώστε να μένει μόνο ένας φιδίσιος διάδρομος όπου θα πιάνονταν χέρι χέρι οι πανηγηριώτες σε χορούς αέρινους μα και στιβαρούς, που μέσα τους κουβαλούν την ψυχή και τα ακούσματα των προγόνων μας.

Κι ο χορός δεν άργησε να συνεπάρει όλον τον κόσμο, οι νέοι και οι μεσήλικες να ακολουθούν τον ρυθμό του, ο κάβος(5) με μαεστρία να επιδεικνύει τις ικανότητες του στις ντάμες του που τον ακολουθούσαν, οι μανάδες τάχατες αμέριμνες να παρακολουθούν την κάθε κίνηση των κορών τους, οι γέροντες καθιστοί να παρακολουθούν, αναλογιζόμενοι ότι κάποτε κι αυτοί βρίσκονταν όρθιοι, δυνατοί και ίδρωναν από την έξαψη του χορού ενώ η καρδιά τους πετάριζε νιώθοντας την ανάσα της κόρης που είχαν δίπλα τους ενώ τα παιδιά την μια στιγμή βρίσκονταν εδώ, την άλλη κάτω στην βρύση και μετά ποιος ξέρει πού;

Το γραφικό Μεσοχώρι

Αν και τότε δεν εκτίμησα τις ημέρες που μείναμε στο Μεσοχώρι, μεγαλώνοντας είχα την ευκαιρία να βρεθώ και πάλι στο χωριό και την ημέρα του Μεγάλου Πανηγυριού αλλά και άλλες φορές, μια από αυτές μάλιστα φιλοξενούμενος από κάποιον καλό φίλο. Το Μεσοχώρι είναι ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Καρπάθου, κτισμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά όπου την ζώνουν τα πεύκα, πολύ κοντά στη θάλασσα, σύμφωνα με τον μεσαιωνικό τρόπο, όπου σπίτια και σοκάκια σχηματίζουν ένα φρουριακό σύμπλεγμα, το οποίο προστάτευε τους κατοίκους από τις επιδρομές των πειρατών. Ακόμη και σήμερα, αμαξιτός δρόμος δεν περνά μέσα από το Μεσοχώρι.

Οι επισκέπτες αφήνουν το αυτοκίνητό τους στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, κι από εκεί κατεβαίνουν με τα πόδια για να φτάσουν στον προορισμό τους. Η Παναγία, εκεί στην άκρη, θα τους υποδεχτεί, όλοι το ξέρουν ότι αυτή θα είναι η πρώτη στάση, την οποία οφείλουν να κάνουν. Μπροστά στην εικόνα της θα ξεφορτωθούν τα βάρη τους και στη συνέχεια θα δροσιστούν ρίχνοντας στο πρόσωπό τους λίγο από το νερό της βρύσης, ίαμα κι αυτό της ψυχής τους. Στη συνέχεια θα σταματήσουν σε κάποιο από τα καφενεία κι αν είναι τυχεροί θ’ ακούσουν τις γλυκιές δοξαριές του λυράρη μα είναι ακόμη πιο τυχεροί, θ’ ακούσουν από τους γεροντότερους ιστορίες φερμένες πίσω από τον χρόνο, θα γελάσουν, θα δυσπιστήσουν, μα κυρίως θα νοσταλγήσουν το δικό τους, ασήκωτο παρελθόν.

Το τέλος αυτής της όμορφης περιπλάνησης, θα είναι στην Σκοπή. Μια από τις γραφικότερες πλατείες της πατρίδας μας. Ένα πλάτωμα πάνω στον βράχο, όπου κάτω βαθιά του, το κτυπάει αλύπητα η θάλασσα. Τα εκκλησάκια του, πιθανότατα της βυζαντινής εποχής, μαρτυρούν την ιστορικότητα του χώρου.

Κι αν βρεθούν εκεί την πιο καλή ώρα, τότε που δύει ο ήλιος, μπροστά τους, μέσα στην θάλασσα, θα μαγευτούν βλέποντάς την να μεταμορφώνεται για λίγο σ’ ένα ζεστό, γεμάτο πλουμίδια σεντόνι ενώ ο ουρανός γύρω τους θα μπλαβίζει.

(1) μισθωμένο ταξί

(2)ένας θεσμός εργατών με φτυάρι και κασμά, που είχαν ως αποστολή τους τη συντήρηση των δρόμων.

(3) η αυλή της εκκλησίας

(4) δίχωρο μακρόστενο σπίτι, με δώμα, όπου στο κύριο δωμάτιο υπάρχει σοφάς.

(5) ο χορευτής που σέρνει τον χορό μαζί με τις κοπέλες που τον ακολουθούν.

Βασίλειος Διακοβασίλης

Από τη σελίδα του συγγραφέα

11.9.2024

Καρπαθιακά Νέα