Η άνοιξη είναι εδώ, ότι πισωγυρίσματα και να κάνει ο καιρός, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Και μαζί με την άνοιξη, το μυαλό κάνει τα δικά του παιχνίδια. Τα παιχνίδια αυτά ήταν η αιτία, που το ιστολόγιο μου, από την αρχή το ονόμασα: Του Μυαλού τα Γυρίσματα. Ήθελα να είμαι δεκτικός σε κάθε τι, το οποίο μπορεί να παίξει με αυτό. Κι αυτή τη φορά, οι πρώτες ανοιξιάτικες ζέστες στο μυαλό μου έφεραν τον σχίνο.
Ο σχίνος (αλλιώς σκίνος) είναι ένας αυτοφυής θάμνος, που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο, κοντά στη θάλασσα. Ένα είδος σχίνου, είναι και τα μαστιχόδεντρα της Χίου, αλλά δεν θα αναφερθώ σε αυτά. Ανθεκτικό φυτό, στην ανομβρία, τους ανέμους, τα μασήματα των ζώων που το βρίσκουν πολύ εύγευστο αλλά και σε κάθε είδους κλάδεμα από τον άνθρωπο. Ακόμα κι από τις πυρκαγιές γλιτώνει μιας κι ο κορμός του ξαναβλασταίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Από τον σκληρό κορμό του παλιά έφτιαχναν ξύλινα αντικείμενα, όπως γκλίτσες ή άλλα γεωργικά εργαλεία. Κάποιοι τρώνε και τον καρπό του, δεν έχω δοκιμάσει, δεν ξέρω αν είναι νόστιμος ή όχι.
Διαβάζοντας το ποίημα του Ελύτη, “Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη” (παραθέτω απόσπασμα), βλέπουμε ότι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της άνοιξης, που εντοπίζει ο μεγάλος ποιητής, είναι το πίκρισμα του σκίνου. Κάτι παραπάνω σίγουρα ήξερε αυτός, το οποίο με παρηγορεί, διότι φαίνεται ότι η ανοιξιάτικη επιφοίτησή μου, δεν είναι και τόσο άσχετη, όπως αρχικά πίστεψα.
Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη
Στ’ ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι
Με τσιγγάνες που άρπαζε
Σαν
Χαρταετούς
Ψηλά
Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους
Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
………………………………
Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας Άνοιξη αίμα του βολβού Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
………………………………
Δεν είναι υπερβολή αν έλεγα ότι αυτός ο ταπεινός θάμνος, ο σχίνος, είναι συνδεδεμένος με την παιδική μου ηλικία. Και επιπλέον μου υπενθυμίζει πόσο διαφορετικός ήταν ο τρόπος που μεγαλώναμε εμείς τότε, εκεί στην μακρινή δεκαετία του 70′.
Για παράδειγμα θυμάμαι στην περιοχή των Στων, στο δρόμο δίπλα στο μέγαρο του Αγίου Παντελεήμονα, όπου ένας τεράστιος σκίνος εφαπτόταν στο τοιχίο που συγκρατούσε το δρόμο από τον αμπελώνα που βρισκόταν από κάτω του. Κι εμείς, πιτσιρικάδες τότε, βουτάγαμε σε αυτόν, οι περισσότεροι με την πλάτη, κάποιοι τολμηρότεροι με το κεφάλι, σαν να ήταν η θάλασσα μπροστά μας. Κι εκείνος με τα δυνατά, ελαστικά κλαδιά και τα πυκνά του φυλλώματα, μας “έπιανε”, δεν μας άφηνε να καρφωθούμε στην ροζιασμένη του ρίζα ή το χώμα, αλλά κλαδί το κλαδί, μας κουτρουβαλούσε και μας απίθωνε απαλά στο έδαφος δίπλα του. Λίγες γρατσουνιές κερδίζαμε αναπόφευκτα, παράσημά της “γενναιότητάς” μας, πάντα καλοκαίρι γίνονταν αυτά, όπου τα πόδια και τα χέρια μας ήταν ολημερίς εκτεθειμένα στον ήλιο και τον μπονέντη.
Λέγανε στο χωριό μου, ότι στου σκίνου τη ρίζα του έβρισκες το καλύτερο χώμα για γλάστρες και παρτέρια. Αυτό μάλλον ήξερε και ο δάσκαλος μας και κάθε φθινόπωρο, πριν ακόμη τα πρωτοβρόχια, συγκροτούσε μια ομάδα μαθητών από τις μεγάλες τάξεις και την έστελνε για να φέρουν δυο τρία τσουβάλια σκινόχωμα για τα παρτέρια του σχολείου. Ήταν μια αγγαρεία βέβαια, την οποία την κάναμε μόνοι μας δίχως τη βοήθεια ή την επίβλεψη κανενός, την οποία όπως θυμάμαι, οι περισσότεροι μαθητές την αντιμετωπίζαμε με χαρά διότι έτσι θα είχαμε την ευκαιρία ενός απογεύματος απουσίας από το χωριό και μια καλή δικαιολογία για να αμελήσουμε τα μαθήματα της επομένης. Δεν ήταν βέβαια και καμιά δύσκολη δουλειά, τσουβάλια και τσάπες όλοι είχαμε στα σπίτια μας, αυτό που μας προβλημάτιζε ήταν το κουβάλημα. Αλλά και σ’ αυτό βρίσκαμε λύση, μιας και κάποιοι συμμαθητές μου, ήδη κουμάνταραν τον γάιδαρο της οικογένειας τους, δηλαδή ήξεραν όχι μόνο να τον καβαλάνε αλλά και να τον φορτώνουν με όλη την ασφάλεια, που απαιτούσε το εγχείρημα.
Παναγία Γυνατού με την Κούφη
(από την φεϊσμπουκική ομάδα: Othos
Αναγνώρισε τα πρόσωπα.)
Μα και όταν μεγαλώσαμε, μαθητές του Γυμνασίου πια, την εσπέρα του
πανηγυριού της Παναγίας της Γυνατούς, στις 7 Σεπτεμβρίου, οι σκίνοι ήταν το κατάλυμα για να κοιμηθούμε αφού και η τελευταία δοξαριά της λύρας σώπαινε. Οι τόποι όπου θα πλάγιαζε ο κόσμος ήταν ήδη κατανεμημένοι. Μέσα στο ξωκλήσι οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, στην Κούφη (ένα ορθογώνιο, μονόχωρο κτίσμα) οι άντρες κι εμείς οι νεότεροι βρίσκαμε ασφαλές καταφύγιο μέσα στους σκίνους. Λίγο εσωτερικό κλάδεμα των ψιλών κλαδιών που εμπόδιζαν την είσοδό μας, άνοιγε τον χώρο και το φυτό μας πρόσφερε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μέσα σε κάποιο υπέροχο και ασφαλές καλοκαιρινό κατάλυμα, που αν είχαμε τυχερό, μέσα από το φύλλα του αχνοφαινόταν το φεγγάρι. Το πρωί, μετά τον ελάχιστο ύπνο, αρκετό όμως για τα νιάτα μας, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, περίπου μιάμιση ώρα ποδαρόδρομου, κατά μήκος της Χόμαλης. Ξεκουραζόμαστε λίγο και το βράδυ συνεχίζαμε το νεανικό μας γλέντι στη γειτονική Βωλάδα, όπου γιόρταζε η Παναγία η Πλαγιά.
Ωραία χρόνια θα πει κάποιος!
Δεν ξέρω!
Μάλλον διαφορετικά!
Βουτιές και ύπνος στους σκίνους, σκινόχωμα για τα παρτέρια…