Βασίλης Νουμερόπουλος. Ο αξέχαστος Ντελάλης μας

Βασίλης Νουμερόπουλος. Ο αξέχαστος Ντελάλης μας
γράφει ο Αντρέας Ηλία Μακρής
Το 1949 Σαρακοστή, ξέμπαρκος κι ανύπαντρος βρέθηκε τυχαία στα Πηγάδια, ο Ροδίτης Βασίλης Νουμερόπουλος. Ιερολοχίτης, βετεράνος δεκανέας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου που είχε λάβει μέρος με τα συμμαχικά στρατεύματα στις φονικές αλλά νικηφόρες μάχες στο El Alamein και Tobruk στη βόρεια Αφρική και εν συνεχεία στο Rimini της Ιταλίας, υπηρετώντας ως εθελοντής στον στρατό της εξόριστης τότε Ελληνικής κυβέρνησης του «Καϊρου».
Μπορεί να είχε μέτριο ανάστημα αλλά ήταν σκληροτράχηλος και στη δουλειά χαλκέντερος, με σώμα γεροδεμένο, πλατύ στέρνο, γυμνασμένα μπράτσα, βροντώδη φωνή και αρκετά μελαψός, καψοκαμμένος ακόμη από τα χρόνια του πολέμου.
Σαν χαρακτήρας όμως ήταν φιλήσυχος, ύπαρξη ανεξίκακη, ολιγαρκής και πάντα ανοιχτόκαρδος και καλαμπουρ(ι)τζής. Τα πειράγματα του «έργω ή λόγω» και η έμφυτη ροπή του ενίοτε να αυτοσαρκάζεται, έκανε τους Πηγαδιώτες να πνίγονται στα γέλια και τη συντροφιά του πραγματική απόλαυση. Με λίγα λόγια, κατακτούσε τους πάντες αμέσως.
Με τέτοια χαρακτηριστικά και μια ζωή περήφανος αλλά, «ανέστιος και πένης» που λέει ο Καβάφης, άστεγος κι άφραγκος δηλαδή σε ξένο μέρος, γρήγορα έπιασε δουλειά ως λιμενεργάτης στη «Σκάλα» για ένα πενιχρό από ανάγκη μεροκάματο. Εκεί στο λιμάνι άφησαν εποχή τα αστεία του. Λόγου χάρη, στον ενδιάμεσο χρόνο που μεσολαβούσε η εκφόρτωση εμπορευμάτων από τα καϊκια του Μανώλη του Λάμπρου, Γιώργη (Παρασκευά) Χριστοδούλου, του Γιώργη Φελλουτζή, του Μιχάλη Κουτλάκη, του Στέλιου Φαρμακίδη και Κώστα Λιορεϊση, μέχρι να επιστρέψουν άδεια, από τα εμπορικά καταστήματα του Ηλία Μακρή, Αλέξη Μανωλάκη, Μιχάλη Λιτού, Ηλία Ορφανού, Γιώργη Κασσώτη, Αριστείδη Ματσάκη, Βάσου Ανδρέου, Σοφοκλή Οικονομίδη, Γιώργη Χατζηγιωργάκη, Μήτρου Χατζηδημητρίου, Γιώργη Κούρτη, Γιάννη Νικολαϊδη, Aνδρέα Φιλιππίδη και Μανώλη Χιώτη, τα λιγοστά τότε φορτηγά αυτοκίνητα του Μιχαλάκη Μακρή, Σταύρου Μπαρμπερόπουλου, Γιώργη Χατζηνικήτα, Τάκη Τσαουσόπουλου, Μιχαήλου Χριστοδούλου, Νίκαρη Πρωτόπαπα και Μανώλη Ξηράκη, ήταν από μόνος του ολόκληρος θίασος…ή άλλως πως για να κυριολεκτούμε, μονοπρόσωπη «Θεατρική Επιθεώρηση!»
Στα κέφια του, σιγοτραγουδούσε το πολεμοερωτοσατιρικό του «εμβατήριο!»
Πρώτος θα πυροβολήσει
κι’ ύστερα θα βομβαρδίσει,
ο Νουμερόπουλος, ο Νουμερόπουλος! (Ρεφρέν)
΄Ολη μέρα με τις χήρες,
μου εφάγανε τις λίρες,
ο Νουμερόπουλος, ο Νουμερόπουλος! (Ρεφρέν)
Όλη μέρα με τα κοριτσάκια,
μου εφάγανε τα σελινάκια,
ο Νουμερόπουλος, ο Νουμερόπουλος! (Ρεφρέν)
Άλλοτε, εξιστορούσε τις ατέλειωτες φάρσες που σκάρωνε στους συναδέλφους του στα διαλείμματα της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης ή τις επιτυχίες του ως γυναικοσυλλέκτης στα νυχτοπερπατήματα στο Κάϊρο… ντυμένος στη στρατιωτική στολή και το «γαμπριλίκι» που πουλούσε στις εξόδους του εδώ κι’ εκεί…ή πάλι διηγούταν ιστορίες φρίκης με τους συμπολεμιστές του την ώρα της μάχης, που σε καθήλωναν οι μακάβριες περιγραφές με τις αυτοκτονικές μεταμεσονύκτιες απόπειρες φαντάρων.
Αρκετές φορές πάλι, συνήθιζε να πειράζει το ανυποψίαστο «σινάφι” λιμενεργάτες Γιάννη, Σωτήρη και Παντελή Νιοτή (Μιαούλη), Δημήτρη Μουστακάκη, Γιώργη Βασιλάκη (Τσινιάρη), Γιάννη Καρακατσάνη κ.ά, παριστάνοντας τάχατες τον σκύλο πίσω τους, γαβγίζοντας ξαφνικά και δαγκώνοντας δήθεν τις γάμπες χρησιμοποιώντας τεχνηέντως τα δάκτυλα του. ΄Αλλες φορές, προσποιούταν φωνητικά, γάτες, διάνους ακόμη και τράγο…και να γίνεται της «κακομοίρας» στο λιμάνι, με θεατές τα λιμενικά και τελωνειακά όργανα κι’ ένα σωρό αργόσχολους περιπατητές.
Στις εθνικές γιορτές όμως, ο Βασίλης παρακολουθούσε από νωρίς την παρέλαση, φανερά συγκινημένος με μάτια να λαμπυρίζουν από πατριωτική έξαρση. Θα πρόσθετα ασυνήθιστα σοβαρός και συνεσταλμένος, ταπεινά μακριά από πρωτοκαθεδρίες και επισήμους. Ντυμένος στο φρεσκοσιδερωμένο μεσάτο χιτώνιο αγγλικής ραφής, με τα ελληνικά παράσημα, χωρίς τα βρεττανικά γιατί το 1955 στην κρίση του «Κυπριακού» μετά τον απαγχονισμό των ηρώων Καραολή και Δημητρίου, σε ένδειξη διαμαρτυρίας επέστρεψε στο Βρεττανό πρέσβη στην Αθήνα τα πολεμικά μετάλλια της βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το χιτώνιο όμως ήταν ό,τι απέμεινε από τη δοξασμένη πολεμική στολή, γιατί το παντελόνι, πολυφορεμένο φαίνεται από ανάγκη πιθανώς το…κατέλυσε νωρίς. Η έρημη η φτώχεια βλέπεις…
Αρέσκετο επίσης να αποδίδει στρατιωτικό χαιρετισμό στους ναυτοπροσκόπους και σε στάση προσοχής και να του ανταποδίδει προσκοπικό χαιρετισμό ο Νίκος Γιάννη Ιωαννίδης, ο μακροβιότερος Αρχηγός στο 1ο Σύστημα Ναυτοπροσκόπων Καρπάθου και μετέπειτα, Πανελληνιονίκης ιστιοπλόος και κολυμβητής σε ναυταθλητικούς αγώνες στον Σκαραμαγκά και Φάληρο.
Λίγο αργότερα ο Βασίλης μας για να βελτιώσει τα «οικονομικά» του μια και εν τω μεταξύ απέκτησε σύντροφο τη Στασία του Μαρή (μια σχέση μονόπλευρης ζήλειας εκ μέρους της συζύγου του), καταπιάστηκε και με δεύτερη απασχόληση, αυτή μάλιστα «κατ’ αποκλειστικότητα». ΄Εκανε τον Ντελάλη, τον διαλαλητή για λίγες πενταροδεκάρες, τι νομίζετε;
Δεν ερχόντουσαν στα Πηγάδια «περιπλανώμενος» καραγκιοζοπαίκτης, «ταλαίπωρη» κομμώτρια, περιοδεύων θίασος, κινητό συνεργείο κινηματογράφου, ο πανελλήνια γνωστός «Κουταλιανός» ή καϊκη δεν έδενε στο λιμάνι με καρπούζια ας πούμε, που να μη διαλαλούσε το γεγονός της ημέρας ο Βασίλης με τη στεντόρια φωνή του.
Στηνόταν λοιπόν στο «συντριβάνι» ο Βασίλης -ήθελε να «κόβει» κίνηση στο τρίστατο- διαλογιζόταν πρόχειρα το διαφημιστικό «κείμενο», προετοίμαζε το λάρυγγα του μ’ ένα βήξιμο, έπαιρνε την πόζα του σμίγοντας τα χέρια πίσω από τη μέση και μετά, έγερνε ελαφρά πίσω την κεφαλή να πάρει βαθιές ανάσες, για να «ανακοινώσει» μακρόσυρτα την κατά περίπτωση αγγελία!… Μετά συνήθιζε να μισοκλείνει μάγκικα το μάτι στους περαστικούς, χαμογελώντας και φέρνοντας με νόημα τον δείκτη του χεριού στον κρόταφο του. Ας θυμηθούμε μερικές «διαφημίσεις»:
«Ήρθε μια κυρία, στου Γιάννη του Πολεμικού!
Που κόβει μαλλιά, κάνει περμανάν και χτενίζει κιόλα!…»
«Περμανάν!… Άκουσες καλά;» Σχολίαζαν αμέσως οι Πηγαδιώτισσες, και ουρά για την κομμώτρια ανταποκρινόμενες στο κάλεσμα του Βασίλη.
«Άμ πως… -έλεγαν μετά αυτάρεσκα- προέχει η εμφάνιση μας» χαϊδεύοντας τώρα με νάζι τα περμανάν πλέον μαλλιά τους. Το βράδυ όμως, το πιο πιθανό σενάριο έλεγε ότι οι άνδρες θα γκρίνιαζαν για υπερβολική αυταρέσκεια των συζύγων, φυσική αντίδραση στη μονομερή τους ενέργεια, που ίσως-ίσως την θεώρησαν ως κίνηση για χειραφέτηση!… Νάχουν το «πάνω χέρι» δηλαδή.
Άλλη!
«Απόψε κινηματογράφος στη Σκάλα, στο λιμάνι,
«παίζει έργο ελληνικό, πολύ ωραίο συγκινητικό!…”
«Κινηματογράφος είπατε;» Ρωτούσε ο πολυάσχολος καφετζής Φραγκιός Κ. Χιωτάκης τους Πηγαδιώτες θαμώνες του. Η ψυχαγωγία μας!!! αναφωνούσαν με διαφορά, οι περισσότεροι.
«Ε, αμ’ τότε…τία καούμαστε; Πάμε!… Andiamo»! Ξεστόμιζε ο ίδιος ο καφετζής, να φρεσκάρει και τα ιταλικά του, κι’ ο καφενές έκλεινε για χάρη του σινεμά, κι’ η «μπιλότα» φυσικά, έμενε στη μέση!
«Καφετζής να σου λάχει…»μουρμούριζαν μετά οι άλλοι, δείχνοντας τον με τα δυό τους χέρια απαξιωτικά, αφού έπρεπε τώρα να κλείσουν όπως-όπως την παρτίδα με «φιλικό διακανονισμό», μια και δεν γούσταραν όπως έλεγαν τον κινηματογράφο.
Άλλη!
«Στου Σύκαλου το καϊκη, τριαντάφυλλο καρπούζια!…
Τρέξε κόσμε να προλάβεις, μ’ ένα πεντακοσάρικο!»
« Άκουσες; Ο Βασίλης, καρπούζια διαλαλεί! ΄Αντε, να γευθούμε τη δροσιά τους, καλέ!» αποφάσιζαν ομόφωνα οι νοικοκυρές και γραμμή όλες στο λιμάνι για καρπούζια. Κι’ οι πιο νοικοκυρές να υπενθυμίζουν το «γλυκό κουταλιού» από το άγουρο εσωτερικό κομμάτι, για να υπερθεματίζουν οι Super νοικοκυρές τον «πασατέμπο» απ’ τις κούνες αν λιαστούν, συν το εξωτερικό περίβλημα, τροφή για τα οικόσιτα τους.
«Α με; Πως θαρρείς έκανες…«κατάσταση» τότε, μονολογούσαν αργότερα!
Μπράβο Πηγαδιώτισσες! συμπληρώνω εγώ. Οικονομία κλίμακος… όπως λένε οι οικονομολόγοι, σήμερα.
Κι ύστερα σου λένε επιστήμη ολόκληρη η διαφήμηση σήμερα με… κειμενογράφους, σκηνοθέτες, ενδυματολόγους, παρουσιαστές, ψυχολόγους, φωτογράφους, timing και ένα προϋπολογισμό, τόσοοοο… με το συμπάθιο! Κι’ ο Βασίλης μας, όλα έναντι πινακίου φακής, για κάτι…ψωροδεκάρες αμοιβή.
Ψυχούλα ο κοσμογυρισμένος ο Βασίλης μας. Ο δικός μας άνθρωπος. Οι παλιοί Πηγαδιώτες που αναπόφευκτα όλο και αραιώνουν με τον χρόνο, πάντα τον μνημονεύουν για το καλόκαρδο χαρακτήρα, το γέλιο που σκόρπιζε απλόχερα κι αδαπάνητα και την πατριωτική του δράση στη φωτιά, τον ορυμαγδό και στην κόλαση του πολέμου κόντρα στη στρατιά του Εrvin Rommel, του κορυφαίου Γερμανού στρατάρχη! Σε ακραία παραφωνία δηλαδή με κάποιους άκαπνους αυτοπροσδιοριζόμενους σήμερα αντιστασιακούς, που Κύριος οίδε, πως…γέμισε ο τόπος ξαφνικά κι’από το πουθενά.
Καλά (τι καλά, κάκιστα) θα μου πείτε τώρα, που ζεις; Στην Ελλάδα είναι κανόνας. ΄Ο,τι δηλώσεις είσαι, πάει και τελείωσε κι’ όχι απαραίτητα ό,τι πραγματικά είσαι, όπως πολύ εύστοχα αναφερόταν στους νεοέλληνες «καταφερτζήδες» ο Μεγάλος μας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης (αφού τα λαμόγια, κατοχύρωσαν και σύνταξη!…)
Από το βιβλίο μου: «Πηγάδια μου αγαπημένα! Και πως να σας ξεχάσω…»