(Β)ασίλης Πύλιαρης. Ένας Σκαρπάθιος στα χρόνια της Κρητικής Επανάστασης

(Β)ασίλης Πύλιαρης. Ένας Σκαρπάθιος στα χρόνια της Κρητικής Επανάστασης

του Μανώλη Δημελλά

“Καρπερή ωσά το καλοποτισμένο νηόδεντρο του κήπου”, ήταν η γυναίκα του Γιώργου Πύλιαρη, ήκαμε επτά γυιούς και μια μονάχα κορούλα, κανακαρά, μα ήταν το ψιλοκούλουρο τους!

Ο μακαρίτης Ηλίας Χωρατατζής, έψαχνε, σκάλιζε μέρα-νύχτα τα αρχεία του, παλιές εφημερίδες, σκοροφαγωμένα βιβλία, σα παλιές ριτσέτες, τις συνταγές, που έγραφε βιαστικά και μοναχά οι γνωστοί φαρμακοποιοί,γνώριζαν το πως να διαβάσουν, τα βιαστικά κολυβογράμματα του.

Δεν ήξερε για ποιον να πρωτογράψει ο γιατρός, για τον πατέρα, τον Γιώργο Πύλιαρη, που κοντά στα 1830, πουλήθηκε σκλάβος στο Αλγέρι, μαζί με ακόμη 10 Καρπάθιους, αφού πιάστηκαν όλοι μαζί  στον Διακόφτη, την άκρη του Αφιάρτη ή μήπως για τον γιό του, το Βασίλη Πύλιαρη, το πρωτοπαλίκαρο του κρητικού  Μιχάλη Καρούζου.

Ο Καρούζος ήταν ο πασίγνωστος «Κόρακας», που κόλλησε το παρατσούκλι του από τους Τούρκους, επειδή όταν έπεφτε πάνω τους δεν άφηνε ρουθούνι, έσπερνε μοναχά θάνατο,αυτός ο τρομερός Κρητίκαρος.

Είχε αναστενάξει την γραφομηχανή ο Χωρατατζής, έσκιζε κάθε τόσο τις σελίδες και αν τυχόν χτυπούσαν την πόρτα του γραφείου, φώναζε πως τον ενοχλούν και να τον αφήσουν στην μελέτη του. ΄Έτσι λοιπόν σα ναταν παραμύθι, ξεκινά η ιστορία του πατέρα Πύλιαρη. Με ένα μπαρμπέρικο σκαρί, που πλάγιασε στο Αφιάρτη και στα γρήγορα μάζεψε για σκλάβους τους άντρες που έτυχε να δουλεύουν στο Λιανό Κάβο. Ένας μόνο από αυτους, ο Γιώργος Γιαννοπουλάκης, κατάφερε έπειτα από δέκα χρόνια να γυρίσει στην Κάρπαθο.

Ακόμη τραγουδιέται η μαντινάδα του:

“ Δώδεκα χρόνους ήκαμα, σκλάβος εις το Αλιγέρι,

τα σι(δ)ερα στα πόδια μου, χειμώνα-καλοκαίρι”.

Σκλάβοι στις φυτείες ζαχαροκάλαμου, αλυσοδεμένοι δουλεύουν νύχτα-μέρα, μόνη ελπίδα ο θάνατος, για να γλυτώσουν από το βασανιστήριο της φυλακής τους.

Ο Γιώργης Πύλιαρη, σε μια μικρή αντάρα, κάποιο ξεσπάθωμα των σκλάβων, έκοψε τις αλυσίδες και ξεκίνησε την δικιά του Οδύσσεια επιστροφής.

Στο νησί, την Κάρπαθο, καταφέρνει τελικά να επιστρέψει, μα ο θρύλος λέει ότι δε τον καλοδέχονται, μικρός ο κλήρος και στους λόρους, στα μικροχώραφα του,άλλοι ιδρωκοπούσαν. Εκείνος δε σήκωσε κουβέντα, πήρε μικρή γυναίκα, χρυσοχέρα και μοναχοί τους κάμανε καλιμέντο.

Ο ένας γιός πήρε τη χάρη του πατέρα, όλα τα παιδιά τους, ήταν σκληρά, νευρικά κι αποφασισμένα για να παλέψουν με τον χρόνο. Όμως ο Βασίλης του έμεινε στην ιστορία του τόπου, δεν ήταν μόνο η δύναμη, η αντρειοσύνη του και το τραγούδι, τον έκαναν αξεπέραστο.

Στα χρόνια της μεγάλης κρητικής επαναστάσεως, στα 1866 με τον αδερφό του, Νικόλα στην Μεσαρά της Κρήτης, λένε ότι έσφαξε τον γεννίτσαρο Τούρκο αστυνόμο. Ο Τζαβαρής κατάλαβε από την προφορά πως είχε να κάμει με Καρπάθιο:

                 “έλα ωρέ Σκαρπάθιο, να σεργιανίσεις τον μπεγίρη μου (το άλογο), να ξεδρώσει”…

Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του Βασίλη όρμηξε πάνω στον γενίτσαρο και τον εξέκαμε.

Προσπάθησε να τον βοηθήσει ο αδερφός του αλλά γύρισε, σα ναταν αγρίμι, ενώ είχε αρπάξει από το κεφάλι τον αστυνόμο και φώναξε με νεύρο στον αδελφό του:

                                “Άεις με τ΄αέρφι μοναχό, να το φάω το μαύρο κουλούτσι”

Ο Βασιλιός δυό αδυναμίες είχε, όπου στεκόταν πότιζε τον κόσμο με τα γλυκά του πάθη.

Το χωριό του, τις Μενετές και τη λύρα, που την κουβαλούσε πάντα πάνω του.

Στην μεγάλη επανάσταση, στα 1866 πολέμησε στο πλάι του Κρητικού γίγαντα, Κόρακα. Όπως όλοι οι λεβέντες, έτσι και ο Πύλιαρης αποκαλεί τον Κόρακα, πατέρα και του ταιριάζει μαντινάδες.

Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και το κεφάλι του Βασίλη επικυρήχθηκε, για χίλια φλουριά σε εκείνο που θα το ΄κοβε από την ρίζα.

Οι Τούρκοι βγήκαν παγανιά, τριγυρνούσαν την πεδιάδα της μεσσαράς και τον Ψηλορείτη αναζητώντας τα πρωτοπαλήκαρα του Κόρακα.Ο Βασίλης Πύλιαρης διέφυγε στην Κάρπαθο και από εκεί μπαρκάρησε κρυφά σε ένα μεγάλοχΧαλκίτικο βαπόρι.

Μόνο το δίκοχο μαχαίρι και την λύρα πήρε μαζί του, μα και τα δυό αποδείχτηκαν οι πιο πολύτιμοι, ακούραστοι σύντροφοι του.

Κάθε ταξίδι, κάθε δρομολόγιο και ξεχωριστή περιπέτεια η ζωή του Βασίλη,που σήμερα πια δεν πολυσυζητιέται στα καφενεία, μονάχα όταν πιάνει το κρύο, όταν η βροχή λασπώνει τον Αφιάρτη και αφήνει τα δίκανα στις θήκες και τους λαγούς στην ησυχία τους, έρχεται αυτός ο περίεργος γίγαντας  να μας θυμίσει  χαμένους μα τιμημένους χρόνους.