του Μανώλη Δημελλά
Αν κάτι μας στοιχειώνει δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους μας, εκείνες τις ψυχές που ανέστησαν την Κάρπαθο και με τα ταλέντα, που τους χάρισε ασύστολα ο Θεός, έρχονται συχνά και ζωντανεύουν τα όνειρα μας. Μια από αυτές τις ψυχές, γεμάτη Θεϊκά τάλαντα, ήταν και ο Βάσος Χαλκιάς, ή για να καταλαβαίνουν και οι παλαιότεροι ο «Βάσος της μαμής»!
Ο Βάσος Χαλκιάς ή ο Βάσος της Μαμης, βρέθηκε κάποτε στο Μεσοχώρι, σε γλέντι, έπαιζε το βιολί και γινόταν χαμός. Γειά σου Βάσο της Μαμής, φωνάζει ο ένας, φωνάζει ο άλλος. Και τότε λέει την ακόλουθη Μαντινάδα:
“Βάσο Χαλκιά με λέουσι και όχι της Μαμης Βάσο.
Κοντεύει το επίθετο απουχω να το χάσω”
Μισός Ολυμπίτης και μισός Βωλαδιώτης, έμεινε στην ιστορία της Καρπάθου για τις καλλιτεχνικές δημιουργίες του. Όντας δεινός ξυλογλύπτης άφησε το χνάρι του σε δεκάδες καρπάθικους σοφάδες. Ξεχωρίζουν μάλιστα τα μοναδικά ξυλόγλυπτα ταβάνια που είναι καμωμένα από κείνον. Όμως ένα διαφορετικό κομμάτι ξύλου ανέπνεε μέσα στα χέρια του κι φωνή του, ακόμη και σήμερα, ηχεί σε όσους είχαν τη τύχη να τη ζήσουν σε ένα από τα ανεπανάληπτα γλέντια της εποχής.
Ο Βάσος της μαμής έπαιζε βιολί, δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός, αν και θα μπορούσε, διάλεγε τον τίτλο ερασιτέχνης κι αυτό γιατί και στην πραγματικότητα ήταν ένας μόνιμος εραστής της μουσικής, που λάτρεψε και κείνη σε αντάλλαγμα απογείωνε τις νότες του. Ήταν χαρακτηριστικός ο ιδιαίτερος τρόπος που έπαιζε τον πάνω χορό και τη σούστα! Μα είχε το χάρισμα με το παίξιμο του να “μετατρέπει ” σε ήχους τσαμπουνάς τις αέρινες μελωδίες του βιολιού.
Γεννήθηκε το 1910 στην Βωλάδα, δεύτερος γιός του Μιχάλη Χαλκιά, με καταγωγή από την Όλυμπο, ενώ η μητέρα του ήταν η πασίγνωστη μαμή της Βωλάδας. Την εποχή εκείνη εκτός από την μητέρα του Βάσου, τη Μαριγώ τη Μαμή, υπήρχε και άλλη μια μαία, η Μαριγώ του Λαχανά, από τη Βαλαντού Απερίου.
Οι μνήμες για το «Αηδόνι της Καρπάθου» μας οδηγούν αρχικά στην Κρήτη, όπου εκεί έμαθε την τέχνη της ξυλογλυπτικής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θα γνωρίσει την Σταματίνα, κόρη του Βασίλη και της Χατζηνούλα Σαρρή, με καταγωγή από τη Χοχλακιά Απερίου και αδέλφια τους Ηλία, Φραγκίτσα, Μιχαήλο, Σοφία και Ερνιά. Ο έρωτας τους ήταν σφοδρός, λίγα χρόνια μετά, στον γάμο, ο Βάσος ήταν στα 23 και η Σταματίνα 18 χρονών. Μαζί θα φέρουν στον κόσμο 4 παιδιά, τους Μιχάλη, Σαρρή και τα δίδυμα, Ζωή και Γιάννη.
Πολλά χρόνια αργότερα, σε ένα από τα ταξίδια του στην Αμερική, ο Βάσος θα βρεθεί με την κα Ρήνα Λυτού, εκείνη φοβόταν το αεροπλάνο κι Βάσος για να την ηρεμήσει, της είπε «δεν με νοιάζει για μένα, αν μας συμβεί κάτι δεν ξέρω πως θα το πάρει η Βουγιουκλάκη μου» και εννοούσε τη γυναίκα του! Σε όλα τα χρόνια της ζωής τους υπήρξαν ένα ζευγάρι πρότυπο. Η απόλυτη ταύτιση και η συνεννόηση χαρακτήριζε την κοινή τους πορεία και αποτελεί μια κληρονομιά σπάνιου ήθους.
Η εγγονή κρατά άσβεστη τη μνήμη και βρίσκει τρόπους να τιμά τον λεβέντη παππού:
« Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι έντονα, πολύ έντονα, την νοικοκυροσύνη , την καθαριότητα …. κυρίως το πολύ ωραίο σπίτι στους Λώρους με ένα καταπληκτικό καρπάθικο , δικής του, προσωπικής του εργασίας , πραγματικό έργο τέχνης, στολισμένο με τα πανέμορφα κεντήματα δημιουργήματα της γιαγιάς μου Σταματίνας. Του Αγίου Βασιλείου, ημέρα της γιορτής του, όλα άστραφταν με το αμερικάνικο χριστουγεννιάτικο δέντρο να λαμπυρίζει κάτω από το φως του πολυελαίου. Μία ανεπανάληπτη γιορτινή διάθεση ….με τους πολλούς επισκέπτες να τον χαιρετήσουν και να του ευχηθούν και τους αγαπημένους του φίλους και συγγενείς από τη Βωλάδα να έρχονται να του πουν μαντινάδες…( Ηλίας Βαρδαούλης, Γιάννης Λιτός, Αντώνης Παπουτσάκης , Αχιλλέας Βασιλαράκης….)Τότε έτσι γιόρταζαν οι άνθρωποι…» Φωτεινή Χαλκιά Καζαμία.
Ο μουσικός, ο Καρπάθιος γλεντιστής, ξεχωρίζει μέσα και κυρίως έξω από τον μουσικό κύκλο. Πρώτα απ΄ όλα για το ήθος και το μπεσαλίκι του κι έπειτα τη μουσική συνέχεια και τη δεινότητα του. Κι όλα αυτά ήταν πρωταρχικά χαρίσματα του Βάσου!
Ξεχώριζε γιατί ήταν πάντοτε καλοντυμένος, προσεγμένος στην τρίχα ένας “sir” , όπως θέλει να τον θυμάται η εγγονή του Φωτεινή Χαλκιά Καζαμία «με ένα γλυκό λεπτό χαμόγελο στα χείλη αλλά κι ενα βλέμμα τόσο λαμπερό και διαπεραστικό που φώτιζε όλο το πρόσωπο του».
Καθόλου τυχαία η φροντίδα της εμφάνισης, διότι οι πιο παλιοί πίστευαν ότι με το ρούχο που φοράς τιμάς πρώτα από όλα το σπίτι που βρίσκεσαι και τους ανθρώπους που είναι γύρω σου. Έτσι κι ο Βάσος, εκεί που διάλεγε να γλεντίσει, να τραγουδήσει και να παίξει το βιολί, αφιερωνόταν με τη ψυχή του.
Με τη σύζυγό του, όπως ήδη αναφέραμε, έκαμαν τέσσερα παιδιά, όμως ο πρωτογιός τους, ο Μιχάλης, χάθηκε νωρίς, πέθανε το πιο πιθανόν από πολιομυελίτιδα σε ηλικία 20 ετών. Για αρκετά χρόνια δεν έπιασε το βιολί, ο βαρύς πόνος τον έκαμε να σταματήσει τη μουσική. Με αφορμή το γάμο της Φωτεινής Αλεξιάδη, από το Απέρι, και του Γιώργου Σεβδαλή, από τις Μενετές, ο Βάσος ξαναέπιασε το βιολί, ωστόσο φορούσε το μαύρο περιβραχιόνιο δηλώνοντας το πένθος και τον διαρκή καημό του.
Καταγράφουμε ακόμη μια μεγάλη αγάπη του Βάσου κι αυτή ήταν η ψαλτική τέχνη. Σε όποια εκκλησία είχαν ανάγκη και τον καλούσαν έδινε δίχως δισταγμό και χωρίς κανένα οικονομικό ή άλλο κίνητρο το παρόν και μάλιστα φρόντιζε να μην τους παρασύρει με την πείρα του, αλλά προσπαθούσε να εναρμονιστεί με την ομάδα και τα όρια που είχε στη βυζαντινή μουσική.
Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στην Παναγία την Πλαγία, της Βωλάδος, αλλά και στον Άη Γιαννη Λώρων (εορτ. 29 Αυγούστου). Στο εκκλησάκι της Μεσοσποριτισσας (εορτ. 21 Νοεμβρίου) πάντοτε έψαλε και στη συνέχεια έπιανε το βιολί και τραγουδούσε απολαμβάνοντας τη χαρά και τη γιορτή του κόσμου.
Μια Κυριακή, το 1992, περπάτησε μέχρι την Πλαγιά και προσπάθησε να ανεβεί στο αναλόγιο, όμως δεν τα κατάφερνε. Τον βοήθησαν και γρήγορα επέστρεψε άρρωστος στο σπίτι και εκεί το πιεσόμετρο έδειξε ότι η πίεση του είχε φτάσει στα 23. Ο Βάσος της μαμής, το Αηδόνι της Καρπάθου σίγησε για πάντα.
Λένε πως η μουσική γαληνεύει όλα τα πλάσματα και πως είναι ικανή να μας κάνει καλύτερους, λένε πάλι ότι στα αυθεντικά και τα γνήσια ακούσματα, σε αυτά που είναι παιγμένα με πάθος, σταματούν ακόμη και οι Άγγελλοι για μια στιγμή κι απολαμβάνουν τις μελωδίες. Μα τότε είναι σίγουρο ότι ο Βάσος της μαμής, το Αηδόνι της Καρπάθου, έτσι όπως αγαπούσε τον Θεό συνεχίζει να τον εξυμνεί! Άλλωστε τα αυθεντικά ταλέντα είναι τα μόνα που δε μπορεί να καταπιεί ο χρόνος.