γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, υπάρχουν ορισμένες προσωπικότητες με ανεξίτηλα χνάρια. Σα να μυρίζει ζωή, το δικό τους άρωμα μέσα στις βιβλιοθήκες, ενώ η αύρα τους γυροφέρνει υγρούς κοντυλοφόρους. Κάθε τόσο ξεπηδούν από το παρελθόν και μας τσιγκλήσουν, μας ξυπνούν, από τον ατέλειωτο ανήφορο της εποχής, που μοιάζει άλλοτε με πτώση σε ένα βαθύ, αμέτρητο και παγκόσμιο πηγάδι κι άλλοτε με έναν μετεωρισμό στο πουθενά της γειτονιάς.
Μπορεί εκείνη τη Κυριακή, στις 26 Σεπτέμβρη ’71, ο Βάσος Βαρίκας να έφυγε από κοντά μας, κι έτσι μόλις στα 58 του να τραβήχτηκε για τις “άλλες”, τις παντοτινά άγνωστες γειτονιές, μα είναι τα γραφτά του, οι κρίσεις του τόσο φρέσκες, τόσο αυθεντικές, που δίχως κάμερες, ψηφιακούς δίσκους, μακριά από ολογράμματα, βρίσκει μια άσχετη αφορμή, ξεπετάγεται και να που στέκεται δίπλα μας.
Πως να μιλήσεις, ακόμη χειρότερα, να γράψεις, για έναν από τους πιο διάσημους νεοέλληνες κριτικούς και να μην κρατάς μια μεγάλη και φαρδιά γομολάστιχα, που κάθε τόσο θα σβήνει την πρόχειρη, άψητη πρώτη σκέψη;
Μέσα στην άγνοια μας, ας ριψοκινδυνεύσουμε, ας τολμήσουμε λοιπόν ένα ταξίδι στη ζωή του κορυφαίου Έλληνα λογοτεχνικού κριτικού.
Γεννημένος το 1912, στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, γιός της Ζαχαρούλας και του Ανδρέα, αδελφός της λογοτέχνιδας Εύρης και του δημοσιογράφου Τηλέμαχου. Ο παππούς του ήταν ο Βασίλης Ασλανίδης, άλλαξε όμως το επώνυμο, αφού φαίνεται πως είχε χαρακτήρα τόσο βαρύ, που δεν σήκωνε τα αστεία στο χωριό του, ψηλά στο πουνέντικο Όθος, έτσι έγινε ο Βαρίκας, του έμεινε το τσούκλι και το προίκισε σε όλη την υπόλοιπη γενιά του.
Ο Βάσος έζησε την πρώτη φάση της Ιταλοκρατία στο Όθος Καρπάθου, και στα 1923, μετακόμισε με την οικογένεια του στην Νέα Σμύρνη.
Εκεί περνά την εφηβεία και ενώ αρχικά επιλέγει την ιατρική, μόλις στη δεύτερη χρονιά την εγκαταλείπει, για να εγγραφεί στο φιλολογικό τμήμα του πανεπιστημίου Αθηνών.
Η κλασσική παιδεία, τα γράμματα και η φιλοσοφία τον έχουν ήδη παρασύρει στο δικό τους κόσμο.
Η εποχή “κόκκινη” και γεμάτη από την ελπίδα της Οκτωβριανής επανάστασης, δεν αφήνει τον νεαρό Βάσο σε ησυχία, ανδρώνεται και γίνεται ένας φορτσάτος ιδεολόγος κομμουνιστής, με στρατευμένο και διαφορετικό από κεντρικές πολιτικές γραμμές λόγο, περνά εύκολα σε μικρούς πυρήνες της τροτσκιστικής Μαρξιστικής σκέψης και της ιδεολογίας.
Το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κίνημα Ελλάδος και το Μαρξιστικό Δελτίο επηρεάζουν και πολλούς άλλους, καλλιτέχνες και λογοτέχνες, οι οποίοι εκφράζουν την αντίθεση τους στους εγχώριους απολογητές του λεγόμενου «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και της σταλινικής γραμμής στα ζητήματα της τέχνης, όπως ο Μ. Λαμπρίδης, ο Γ. Λυκιαρδόπουλος, ο Λ. Κωσταντινίδης και τόσοι άλλοι, οι οποίοι είτε συνεργάζονται με το Μαρξιστικό Δελτίο είτε με άλλα περιοδικά του κύκλου του Κ.Δ.Κ.Ε., όπως για παράδειγμα το “Διανοούμενο”, το ‘Εργατικό βήμα”, Αγωνίστρια”, “Υπάλληλος”, “φοιτητής”. Τα άρθρα φυσικά είναι ανυπόγραφα, αφού οι διώξεις δεν σταματούν, έτσι δεν έχουμε ευκαιρία να διαβάσουμε τον πρώιμο χαρακτήρα του.
Δεν αφήνει πίσω και τα Δωδεκανησιακά ζητήματα, στις 15 Απριλίου 1936, μόλις στα 24, ιδρύει μαζί με επτά ακόμη Δωδεκανήσιους διανοούμενους (οι 5 από αυτούς ψυχωμένοι Καρπάθιοι) την Εταιρία Δωδεκανησιακών Μελετών.
Το “Πρακτικόν Ιδρύσεως Εταιρίας Δωδεκανησιακών Μελετών” αναφέρει:
“Εν Αθηναις σήμερον την 15ην Απριλίου 1936 ημέραν Τετάρτην και ώραν 7 μ.μ. οι υπογεγραμμένοι Δωδεκανήσιοι διανοούμενοι συνελθόντες εν τη οικία του Δρος Νικ. Μαυρή, απεφασίσαμεν την ίδρυσιν οργανώσεως υπό την επωνυμίαν Εταιρία Δωδεκανησιακών Μελετών οι σκοποί και αι κατευθυνσείς της οποίας καθορισθήσονται δια του καταστατικού της υπό την έγκρισιν απάντων των ιδρυτών.
Μιχ. Μιχαηλίδης Νουάρος, Δρ. Νικ. Γ. Μαυρής, Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, Βάσσος Βαρίκας, Ανδρέας Παπανδρέου, Αναστάσιος Φράγκος, Γεώργιος Θ. Γεωργιάδης, Βάσσος Χανιωτης”.
Το 1938 ταξίδεψε στη Γαλλία ως ανταποκριτής της “Καθημερινής”, και παρακολούθησε για σύντομο διάστημα μαθήματα Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης στο Παρίσι. Όπως μαρτυρά μια αναμνηστική φωτογραφία της εποχής, συγγραφείς και ποιητές, φίλοι του Βαρίκα, μεταξύ τους και ο Γιάννης Ρίτσος, τον συνόδευσαν στην αναχώρηση του για τη Γαλλία.
Από το 1945 άρχισε τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του, κατ’ αρχήν στα “Νέα”, όπου και είχε θέση πολιτικού συντάκτη, αρχισυντάκτη και διευθυντή σύνταξης, και αργότερα στο “Βήμα” (1954) όπου συστηματικά κρατούσε τη στήλη της κριτικής βιβλίου.
Στον Βαρίκα ωστόσο είχε ανατεθεί μια δύσκολη αποστολή. Η δημοσιογραφική παρακολούθηση και ο σχολιασμός του πολιτικού Σπ. Μαρκεζίνη.
Ο κριτικός λογοτεχνίας κ. Αλέξης Ζήρας, έχει εντρυφήσει σε βάθος πάνω στη δουλειά του Βάσου Βαρίκα, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη διαδρομή του: “εγκατέλειψε μετά τον πόλεμο τις τροτσκιστικές του απόψεις. Από την ιστορικοϋλιστική περίοδο της ζωής του παρέμεινε ασφαλώς ακλόνητη η άποψή του για τον κοινωνικό χαρακτήρα της τέχνης, η θερμή πίστη ότι τα λογοτεχνικά έργα αποτελούν, όπως εισαγωγικά παρατηρεί ο μελετητής, και συνεχίζει «παράγωγα ή διαθλάσεις ενός φανερού ή υπόγειου διαλόγου του συγγραφέα και της φαντασίας του με το πνεύμα της εποχής.
O κριτικός εγκατέλειψε, ωστόσο, τη θέση της καλλιτεχνικής στράτευσης στις σκοπιμότητες πολιτικοκοινωνικών επιδιώξεων και αγώνων…. O κριτικός υποδέχθηκε θετικά συγγραφείς όπως οι Νίκος Κάσδαγλης, Ρένος Αποστολίδης και Αντώνης Σαμαράκης, που ήρθαν σε σύγκρουση με τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής τροφοδοτώντας το ρεύμα που στη δεκαετία του ’60 πήρε το όνομα «πεζογραφία της οργής. Δείχνει κατανόηση απέναντι στην εξανάσταση των νεοτέρων, νομιμοποιώντας παράλληλα καλλιτεχνικά τη φραστική τους προκλητικότητα.
Αποτελεί ερώτημα που απαιτεί επισταμένη φιλολογική έρευνα κατά πόσον ο Βαρίκας υπήρξε ο ανοικτότερος μεσοπολεμικός κριτικός απέναντι στους μεταπολεμικούς νεότερους πεζογράφους… Σε μια περίοδο μεγάλων ιδεολογικών παθών και χάραξης απόλυτων διαχωριστικών γραμμών, ο Βαρίκας εμφανίστηκε επίσης ανεξίθρησκος απέναντι στα έργα των αριστερών και των φιλελεύθερων λογοτεχνών που ασχολήθηκαν με τις καυτές θεματικές της Κατοχής και του Εμφυλίου. Προσέγγισε έτσι με νηφαλιότητα από τη μια τα μαύρα πρόβατα της Αριστεράς Νίκο Κάσδαγλη, Ρόδη Ρούφο και Θ. Δ. Φραγκόπουλο και από την άλλη τους αριστερούς Αντρέα Φραγκιά, Στρατή Τσίρκα και Κώστα Κοτζιά. “.
Από το 1955, ανέλαβε την κριτική θεάτρου στα “Νέα” και υπήρξε για αρκετά χρόνια προϊστάμενος του δελτίου ειδήσεων καθώς και φιλολογικός συνεργάτης του Ε.Ι.Ρ.
Για μια δεκαετία ήταν γενικός γραμματέας της Επιτροπής για την απονομή Κρατικών Βραβείων. Ο Β.Β. ήταν εκείνος που πρότεινε στην επιτροπή κρατικών βραβείων (πρόεδρος ήταν ο Γ. Ζώρας) να δοθεί το βραβείο θεάτρου στον Ν. Καζαντζάκη το 1956.
Ο Βάσος Βαρίκας θα επιστρέψει στη γενέτειρα του, την Κάρπαθο, έπειτα από 25 χρόνια απουσίας, δύο χρόνια πριν από το θάνατο της μητέρας του, Ζαχαρούλας Βαρίκα, τον Απρίλιο του 1952. Και δεν μένει αμέτοχος, δε στέκεται σαν περαστικός και κουρασμένος ταξιδιώτης.
Με μια σειρά άρθρων στην Δωδεκανησιακή εφημ. “Πρόοδος”, στηλιτεύει την πολιτική που εφάρμοζε η μητέρα Ελλάδα στα νεοαποκτηθέντα Δωδεκάνησα. Η γραφειοκρατία και η πολιτική μετριότητα χτυπιέται σκληρά μέσα από τη πένα του, χρησιμοποιεί παραδείγματα από τα νησιά, αποδεικνύει ότι το πέρασμα από τα Ιταλικά σε Ελληνικά χέρια ακόμη δεν είχε φέρει τα ποθητά αποτελέσματα.
Ο Βαρίκας δεν έμαθε να χαρίζει, μα ούτε και να χαρίζεται.
Ο δημοσιογράφος-κριτικός, αφήνει μια πλούσια κληρονομιά, ακόμη και σήμερα παραμένει ανεκτίμητη από τους πολλούς, ωστόσο σε κάθε μικρό ή μεγάλο βήμα, σε κάθε έρευνα που αφορά τους προπολεμικούς ή τους μεταπολεμικούς λογοτέχνες και ποιητές, σκοντάφτεις πάνω στο μεστό, ολοκληρωμένο και χαρισματικό λόγο του.
Ένα μικρό δείγμα, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποτυπώσει, παρά μόνο να λειτουργήσει σαν μικρός χάρτινος σελιδοδείκτης, από τα γραφόμενα του εμπνευσμένου δημιουργού, είναι οι παρακάτω δικές του κριτικές απόψεις.
Από τις πρώτες μελέτες του, παρουσιάζει τον “ποιητή-λυχνάρι των φτωχών” (δανεισμένο από τίτλο ποιήματος του Ρίτσου) τον αξεπέραστο Κώστα Βάρναλη, “δεν είναι σωστό ν’ αντιμετωπίζεται με τα στενά κριτήρια της αστικής κριτικής για την τέχνη. Δεν ήταν “ωραιοπλάστης” και το καλλιτεχνικό του ιδανικό δεν ήταν εγωκεντρικό ούτε ιδεαλιστικό, αλλά υποταγμένο στην ταξική του θεώρηση για την κοινωνική αποστολή της τέχνης ως «ξυπνητήρι του λαού». Η διατήρηση στιχουργικών επιβιώσεων του παρελθόντος –όπως και η χρήση κοινωνικά καθιερωμένων συμβόλων, μυθολογικών, θρησκευτικών, λαϊκο-παραδοσιακών κ.ά. – εντάσσεται στη συνολικότερη προσπάθειά του να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στα λαϊκά βιώματα και στις επαναστατικές έννοιες της νέας εποχής. Με αυτή την έννοια η μορφή στο Βάρναλη έρχεται να υπηρετήσει και να αναδείξει με ιδιαίτερο, καλλιτεχνικό τρόπο το περιεχόμενο και όχι να το υποτάξει ματαιόδοξα σε μορφοπλαστικές “καινοτομίες”. Η παραδοσιακή στιχουργική και γλωσσική φόρμα του Βάρναλη –που σήμερα γίνεται και άλλοθι για την αποσιώπηση του έργου του– ‘’κατά τίποτα δε μειώνει την αξία του, ούτε σαν ποιητή, ούτε σαν καινοτόμου καθοδηγητή’’, έγραφε ο Βάσος Βαρίκας το 1936.
Μελετά επισταμένα και τον ποιητή των “Νηπενθών”, Κ. Καρυωτάκη:
“Το 1917 πήρε το πτυχίο της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών με βαθμό “λίαν καλώς” και άνοιξε δικηγορικό γραφείο, το οποίο όμως δεν ευδοκίμησε. Κατατάχτηκε στο στρατό, αλλά πήρε αναβολή λόγω εγγραφής του στη Φιλοσοφική Σχολή (1918). Επισκέπτεται τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάζεται πια ο πατέρας του.
Ο Βαρίκας, στην κριτική του για τον Καρυωτάκη, αποφαίνεται πως τα δυο αυτά χρόνια, χρόνια έντονης εσωτερικής πάλης και κριτικής του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, αποτελούν έναν από τους σπουδαιότερους σταθμούς της ζωής του. Απομακρύνεται όσο είναι δυνατόν απ’ τη ζωή και ρίχνεται στη μελέτη. Σταμάτησε να δημοσιεύει στίχους. Δεν έχουμε καμιά πληροφορία για την περίοδο αυτή, για τους συγγραφείς που ήρθε σε επαφή και τον βοήθησαν να δώσει στην εσωτερική του κρίση τη διέξοδο που έδωσε.
Το βέβαιο είναι -κατά τη γνώμη του- πως βγαίνει απ’ την κρίση ολότελα διαφορετικός, με την προσωπικότητά του να έχει πάρει ένα συγκεκριμένο σχήμα, που θα την κάνει να ξεχωρίζει απ’ το πλήθος και κατασταλαγμένος σε μια κοσμοθεωρία. Αυτό που πιστεύει πως κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στο μελετητή της ζωής του, είναι ότι ο Καρυωτάκης βγαίνει απ’ την εσωτερική του κρίση απελευθερωμένος από κάθε μεταφυσική ή άλλου είδους πίστη. Αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό όλες τις αξίες της ζωής και καταλήγει στην άρνησή τους”. (Β. Βαρίκας, 1938).
Έγραφε στο “βήμα”(3 Νοεμβρίου του 1950): «Ο Ψαθάς επέτυχε κάτι, που ελάχιστοι μέχρι στιγμής, όχι μονάχα ευθυμογράφοι, γενικότερα κατάφεραν στη χώρα μας: Να πλουτίσει τη λογοτεχνία μας μ’ έναν ζωντανό ανθρώπινο τύπο. Και μονάχα η σύλληψη και η δημιουργία της «Μαντάμ Σουσούς» αρκεί, νομίζω, να εξαφανίσει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την αξία του πεζογραφικού ταλέντου που διαθέτει ο κ. Ψαθάς». Από την άλλη, ο Δ. Ψαθάς όταν μιλούσε για τον Βαρίκα, ομολογούσε κοφτά: “Άτεγκτος με τους φίλους και με τους συνεργάτες του”. (Ελευθεροτυπία 21/4/84).
Σε έναν απολογισμό για τις εκδόσεις του 1950, ο κριτικός Βαρίκας δεν κρύβεται, στηρίζει το βιβλίο του Ρένου Αποστολίδη, “Πυραμίδα 67”. Πρόκειται για την πρώτη γραπτή μαρτυρία γύρω από τον εμφύλιο, που έζησε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Για τον Γ. Ξενόπουλο, με αφορμή τον 9ο τόμο των απάντων του, γράφει στο Βήμα το 1958: ” Ο προβληματισμός του δεν πηγαίνει ποτέ σε βάθος. Τα “είδωλα” που γκρεμίζει είναι κιόλας λίγο πολύ, ετοιμόρροπα. Ο Ξενόπουλος δεν ξεπέρασε την εποχή του. Μας άφησε όμως μια πιστή εικόνα της ιστορικής στιγμής που έζησε. Είναι η αρετή, αλλά από μια άποψη η αδυναμία του”.
Το βιβλίο “Ματωμένα χώματα” γίνεται η αιτία να γράψει (1962): «Για τη Διδώ Σωτηρίου δεν υπάρχουν Έλληνες και Τούρκοι. Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν το ίδιο, που αντιδρούν στα γεγονότα κατά τον ίδιο, πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο, γίνονται θύματα των ίδιων ψυχώσεων και ζούνε με το ιδανικό της απλής, ήρεμης και ειρηνικής ζωής. Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί, κάτω από συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος, χάνουν τον ανθρωπισμό τους, μεταβάλλονται, χωρίς να το αντιληφθούν οι ίδιοι, σε πραγματικά κτήνη. Ο μεγάλος υπεύθυνος για την τραγωδία του Μικρασιατικού λαού, για τη συγγραφέα, είναι ο πόλεμος και τα συμφέροντα που τον υποκινούν. Και εναντίον του στρέφεται. Τα «Ματωμένα χώματα» είναι ένα έντιμο βιβλίο».
Ο Βάσος Βαρίκας σ’ ένα βιβλιοκριτικό σημείωμα του στο «Βήμα» του 1964: «σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπόλεμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, έδειχνε ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμα και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του «παράνομους». Οι νύξεις στο έργο του είναι ελάχιστες. Και αναρωτιέμαι αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ, την εικόνα του ανθρώπου, έστω και στις λεπτομέρειες…» (από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου).
Και για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, γράφει το 1966:
Δεν μας είναι άγνωστα τα κείμενα, που συγκεντρώνει στο νέο του βιβλίο “Υπέρ και κατά” ο κ. Μανόλης Αναγνωστάκης. Δημοσιευμένα κατά καιρούς την τελευταία οκταετία είχαν αποσπάσει την προσοχή, μερικά απ’ αυτά τουλάχιστο, για τον προβληματισμό τους και περισσότερο για την τόλμη του συγγραφέα να ασκήσει μια “εκ των ένδον” κριτική και να προβάλλει προσωπικές απόψεις σε μια περιοχή, που την εποχή εκείνη τουλάχιστο, κάθε απομάκρυνση απ’ το επίσημο “δόγμα”, όπως πανομοιότυπτα επαναλαμβανόταν, λογαριαζόταν, στο ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ήθελε να ανήκει ο συγγραφέας, δηλαδή την Άκρα αριστερά, ανεπίτρεπτη “αίρεση” και προδοσία. Από τότε βέβαια τα πράγματα άλλαξαν ή, έστω, φαίνεται να έχουν αλλάξει. Η περίπτωση του κ. Αναγνωστάκη, μοναδική σχεδόν τότε, εμφανίζεται τώρα, θεωρητικά τουλάχιστο, ως ο κανόνας.
Το 1970 και 1971 ο Βάσος Βαρίκας, διαπίστωσε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά της νέας γενιάς, όπως την αντισυμβατικότητα, την αντίθεση των νέων ποιητών σε οποιαδήποτε αξία ή ιδεολογία, επαναστατώντας στην κοινωνική, ιστορική και πολιτική πραγματικότητα του καιρού τους, για να ορίσει τη νέα γενιά ποιητών με τον όρο “ποίηση της Αμφισβήτησης”. (Για τον ποιητή Νάσο Βαγενά, διπλωματική εργασία “παρωδία και διακειμενικότητα” της Μαρία Χαρίτου).
“Το έγραψε ο Βαρίκας”, “το είπε ο Βαρίκας”, “πες δύο λόγια στον Βαρίκα”. Επαναλαμβανόμενες λέξεις, δεν ήταν παρά οι καθημερινές κουβέντες την εποχή που ο κριτικός Βαρίκας μεσουρανούσε. Ο κριτικός παίνεψε με μέτρο τον Ξενόπουλο, όμως δε δίστασε να αμφισβητήσει και να συγκρουστεί με τον Καραγάτση.
Κρίμα, τόσο άδικο να είναι και εκείνοι, οι κορυφαίοι, θνητοί.
Το δύσκολο δεν είναι να βρεις μια ευκαιρία, να τρυπώσεις και να ανέβεις, το ακατόρθωτο, είναι να σταθείς, να μην παρασυρθείς από το περιβάλλον, που μοιάζει με πονηρή κινούμενη άμμο.
Δεν αρκεί να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου, ειδικά όταν γνωρίζεις τη δύναμη των λόγων σου, και όταν οι γύρω σου αναγνωρίζουν και υποκλίνονται στο μοναδικό ταλέντο σου.
Ο Άγγελος Τερζάκης είχε πει για τον Βαρίκα: “Είχε την εγρήγορση του πνεύματος, την αρετή του αφατρίαστου και την αξιοπρέπεια της σιωπής”.
Ο Β. Β. έγραφε με ωριμότητα και πάθος, ένα κείμενο έχει εικόνες και μοιάζει με καλομονταρισμένο θέμα τίμιου δελτίου ειδήσεων, μπορούσε να μεταφέρει τον αναγνώστη στην Επίδαυρο, να τον πείσει για την αξία ενός συγγραφέα ή ποιητή. Και η γραφή του πηγαία, φορτώνει τις συνάψεις του μυαλού, και μοιάζει με μαγνητικό όπλο, που δεν αποφορτίζει, χτυπά κατευθείαν στη καρδιά. Δεν έψαχνε για επιτηδεύσεις, ούτε έτρεφε ελπίδες για πρωταγωνιστικούς ρόλους και κρυφούς παραγοντισμούς.
Το ζητούμενο από έναν κριτικό, από έναν σχολιαστή, δεν είναι παρά η βαθιά μελέτη του αντικειμένου, η υπευθυνότητα και η αμεροληψία. Και όλα αυτά με τον ανάλογο, δίχως περιττές γωνίες, χειρισμός του λόγου. Δεν είναι εύκολο να τα έχεις όλα, έχουμε να κάνουμε με εμάς τους ανθρώπους, δηλαδή με ζυμάρια, που φουσκώνουν υπερβολικά, όμως ξεφουσκώνουν με το πρώτο τράνταγμα.
Ο Βαρίκας ήταν μια άλλη πάστα, καθαρός και φωτισμένος, δεν έκρυβε το πρόσωπο του, αληθινός, αυθεντικός, κρατούσε το ίσο, και έδινε το βήμα.
Είναι τόσο σπουδαίο, υπάρχουν πρόσωπα από το παρελθόν που εξακολουθούν, όταν τα σκέφτεσαι, να λάμπουν και συνεχίζουν να φωτοβολούν στο πληθωρικό κι απαίδευτο παρόν μας. Με τις απόψεις-κριτικές, να ξεπερνούν σε όγκο τους ωκεανούς, έχουμε ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη από τέτοια παραδείγματα.