Γράφει ο Νικήτας Πολεμικός
Διαβάζω κατά καιρούς στα ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΝΕΑ, ως τακτικός αναγνώστης, ενημερωτικά άρθρα που αναφέρονται στην πλούσια χλωρίδα και πανίδα της Καρπάθου. Η γεωγραφική θέση της Καρπάθου και η ξεχωριστή φυσιογνωμία της άγριας φύσης της, το πολύμορφο ανάγλυφο με τα αγέρωχα βουνά, τα πευκοδάση που φτάνουν και γλύφουν τη θάλασσα, οι γυμνές βουνοκορφές και οι γκρεμοί, οι θαμνώδεις εκτάσεις, τα τρεχούμενα νερά, η ακτογραμμή με τις γραφικές παραλίες, οι σπηλιές, το μικροκλίμα της, σε συνδυασμό με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των κατοίκων που ευνοούσε την αειφορία του τόπου, αποτελούσε, ανέκαθεν, ιδανικό τόπο ευδοκίμησης πολλών ενδημικών ειδών. Και σήμερα η Κάρπαθος εξακολουθεί να φιλοξενεί πολλά σπάνια είδη ζώων και φυτών, όπως είναι τα γνωστά απειλούμενα είδη η κοχυλίνα, ο βάτραχος, η σιληνή κ.ά. Κατά παραδοχή των ειδικών, η αναλογία του αριθμού των ενδημικών ειδών, σε σχέση με την έκταση του νησιού, είναι μεγάλη.
Επόμενο ήταν να προσελκύσει το ενδιαφέρον των φυσιοδιφών, ακόμη και των ερασιτεχνών μελετητών, ορνιθολόγων, εντομολόγων, βοτανολόγων κ.ά. Από τον προπερασμένο αιώνα διάφοροι ειδικοί επιστήμονες, κυρίως βοτανολόγοι και ζωολόγοι, είχαν επισκεφτεί την Κάρπαθο για να μελετήσουν τη χλωρίδα και την πανίδα της. Το ενδιαφέρον αυτό αναζωπυρώνεται πάλι μετά την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων από την Ιταλοκρατία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έτυχε να γνωριστώ με μια ομάδα Γερμανών φοιτητών, οι οποίοι επισκέπτονταν το νησί, είτε ομαδικά ή κατά μόνας, συνήθως την Άνοιξη και το Φθινόπωρο, για να πραγματοποιήσουν επιτόπια μελέτη των άγριων ζώων και των φυτών της Καρπάθου, στο πλαίσιο των διπλωματικών τους εργασιών και των διδακτορικών τους διατριβών.
Δεν τους αποθάρρυνε το γεγονός ότι ενώ το αεροπορικό ταξίδι Γερμανία – Αθήνα διαρκούσε λιγότερο από τρεις ώρες, το ταξίδι Πειραιά – Κάρπαθο, με το πλοίο της άγονης γραμμής, ξεπερνούσε τις τριάντα ώρες τις οποίες περνούσαν, εφοδιασμένοι με υπνόσακους, στρωματσάδα στο κατάστρωμα. Είχαν μεγάλο ζήλο και όρεξη να βρεθούν και να πραγματοποιήσουν την ερευνητική τους αποστολή σε ένα ακριτικό νησί του νοτίου Αιγαίου. Στα σακίδιά τους, εκτός από επαγγελματικές φωτογραφικές μηχανές και κιάλια, είχαν τον απαραίτητο εξοπλισμό για τη συλλογή και φύλαξη του πολύτιμου για μελέτη υλικού. Πολλές φορές τους ακολουθούσα στις εξορμήσεις τους και, κάθε φορά, η εμπειρία ήταν ξεχωριστή. Κάθε οργανισμός που περπατά, έρπει, πετά, κολυμπά ή φυτρώνει, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης.
Στις σπηλιές μάζευαν μικρούς σβώλους από αχώνευτα κόκαλα και τρίχες ποντικών και άλλων θηραμάτων που έτρωγαν οι κουκουβάγιες και άλλα αρπαχτικά πουλιά, για να τα μελετήσουν και να μπορέσουν να προσδιορίσουν τα είδη που ζούσαν στην περιοχή. Οι έρευνές τους περιλάμβαναν και άλλα νησιά, καθώς και την Ηπειρωτική Ελλάδα και, σταδιακά, πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Με ορισμένους από αυτούς διατηρούσαμε επαφή για πολλά χρόνια. Όλοι τους προόδεψαν και διακρίθηκαν επιστημονικά και επαγγελματικά.
Ένα μέλος της ομάδας, ο Harald Pieper, εξελίχθηκε σε σημαντικό ζωολόγο και παλαιοντολόγο. Στην Κάρπαθο και την Κρήτη μελέτησε τις σαλαμάνδρες, τις νυχτερίδες και τα παράσιτά τους και επίσης διάφορα μικρά σαλιγκάρια. Το 1963 περιέγραψε ένα είδος σαλαμάνδρας από την Κάρπαθο την Lyciasalamandrahelverseni. Το 1970 ανακάλυψε κοντά στη Βωλάδα ένα είδος σαλιγκαριού το οποίο, το 1980, ο HartwigSchutt ονόμασε Pseudamnicola pieperi προς τιμή του Pieper. Επίσης ένα άλλο είδος σαλιγκαριού από την ηρωική νήσο Κάσο ονομάστηκε Chilostoma pieperi το 1996. Και σε πολλά άλλα έντομα και κοχύλια έχει δοθεί το επίθετό του. Το 1983 με μερικούς συναδέλφους του εξερεύνησαν σπηλιές στα Αρμάθια της ηρωικής νήσου Κάσου όπου βρήκαν οστά πουλιών και θηλαστικών. Εκεί, ο παλαιοντολόγος Thomas Rathgeberανακάλυψε το κρανίο ενός απολιθωμένου είδους χάμστερ το οποίο ο Pieper περιέγραψε ως Mesocricetusrathgeberi.
Ένας άλλος κορυφαίος ερευνητής από την ομάδα αυτή, ο Ragnar Kinzelbach, είναι σήμερα ομότιμος καθηγητής ζωολογίας. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του, ήταν πρόεδρος του τμήματος γενικής και συστηματικής ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο του Rostock. Το 1963, ως μεταπτυχιακός φοιτητής, ανακάλυψε στη σπηλιά του Αγίου Ιωάννη στη Βρουκούντα ένα νέο ενδημικό είδος ορθόπτερου (γρύλου), το οποίο ο KurtHarz, μια από τις πιο σημαντικές αυθεντίες για τα Ευρωπαϊκά Ορθόπτερα, ονόμασε Discoptila kinzelbachi(Δισκόπτιλος ο κινζελμπάχιος), προς τιμήν του Kinzelbach.
Για ένα διάστημα που έμενα στην Κάρπαθο, ταχυδρομούσα στον Ragnar διάφορα είδη τα οποία γνώριζα ότι τον ενδιέφεραν, ή μου προκαλούσαν την περιέργεια, όπως π.χ. σαμιαμίδια, έντομα, κοχύλια, όστρακα, καβούρια κ.λπ., και κάθε φορά με αντάμειβε με λεπτομερείς πληροφορίες για το καθένα. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά είδη των οποίων τα ονόματα έχουν ελληνική ετυμολογία: Μια μικρή γαρίδα (πινοτήρης) η οποία ζει μέσα στην κοιλότητα που δημιουργεί το όστρακο της πίνας, επιστημονικά ονομάζεται Pontonia pinnophylax. Ο ονομασία «πιννοφύλαξ» οφείλεται στον Αριστοτέλη ο οποίος νόμιζε, εσφαλμένα, ότι η γαρίδα, εν είδει φύλακα, ειδοποιούσε και προστάτευε την πίνα, ενώ στην ουσία ζει συμβιωτικά. Το μέγεθος της γαρίδας είναι μικρό (φτάνει μέχρι 45 χιλιοστά μήκος) και είναι ανάλογο με το μέγεθος της πίνας που την φιλοξενεί. Τέτοιες πίνες, (Pinna nobilis), βρίσκει κανείς κοντά στο νησί της Άφφωτης στα Πηγάδια.
Ένα μικρό κοκκινωπό ψαράκι το οποίο με εντυπωσίαζε, με χαρακτηριστικό μακρύ, σωληνωτό στόμα, που πιάνεται συχνά στα δίχτυα, έχει το επιστημονικό όνομα Macroramphosus scolopax (μακρύς + ράμφος και σκολόπαξ = μπεκάτσα). Κοινά λέγεται και μπεκατσόψαρο ή τρομπέτα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιστημονική ονομασία ενός κάβουρα, που βρίσκεται συνήθως σε αμμώδη βυθό και τρυπώνει μέσα στην άμμο. Το τελευταίο του πόδι σε κάθε πλευρά είναι πλακουτσό και του επιτρέπει να κολυμπά. Ονομάζεται Οcypoda cursor (οκύς = γρήγορος + πους/πόδι, και cursor-cursoris = δρομέας, στα λατινικά). Το Ocypoda μας θυμίζει συνειρμικά τον γοργοπόδαρο Αχιλλέα, «ο ωκύπους Αχιλλεύς», ο κεντρικός ομηρικός ήρωας της Ιλιάδας. Το 1974 του είχα στείλει από την Τήνο το δαχτυλίδι που βρέθηκε στο πόδι ενός μικρού πουλιού και μου έστειλε μια μικρή κάρτα με όλα τα στοιχεία για το συγκεκριμένο πουλάκι: Το επιστημονικό του όνομα «Phylloscopus trochilus» (στην Κάρπαθο κοινά το λέμε «παλλαρό»), ότι η δακτυλίωση πραγματοποιήθηκε στην Φινλανδία όταν ήταν νεοσσός, το όνομα του ορνιθολόγου που το δακτυλίωσε, τα μίλια που διήνυσε και τις μέρες που έζησε.
Η Κάρπαθος είναι ένα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας, ένα πλούσιο εργαστήρι βοτανικής, ζωολογίας και οικολογίας. Η πλούσια βιοποικιλότητα της Καρπάθου παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον και θα συνεχίσει να αποτελεί πόλο έλξης για τους ειδικούς. Για εμάς του καρπάθιους είναι ο γενέθλιος τόπος, αφετηρία και σταθερό σημείο αναφοράς. Μας γαλουχεί, μας αναβαπτίζει, μας συγκινεί. Κάθε γωνιά της κρύβει και κάποια ξεθωριασμένη ιστορία. Κάθε τοπόσημό της διατηρεί καλά φυλαγμένη κάποια ανάμνηση χαραγμένη στα τρίσβαθα της ψυχής.
Νικήτας Πολεμικός