ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ, όχι ο ποιητής - αλλά το καράβι

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ, όχι ο ποιητής - αλλά το καράβι

Του Θανάση Γιαπιτζάκη στο cretalive.gr

Τον βλέπω όπως τον περιέγραψε κάποιος: «Περνά τα φανάρια και καμαρωτός υψώνει το ανάστημά του ανάμεσα στα μεγαθήρια της Κρήτης. Τι έχει να ζηλέψει; Τα λούσα; Αυτά κάνουν το καράβι; Θα φουντάρει τις άγκυρες και θα ξεκουραστεί για μερικές ώρες πριν ξεκινήσει κατά το βραδάκι μια νέα του αποστολή με προορισμό τη μαγική άγονη». Αξέχαστη εικόνα για τον αγαπημένο μας ποιητή των ελληνικών θαλασσών, τον Βιτσέντζο Κορνάρο!

 

 

«…και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω

και πώς να ζήσω, δίχως σου, τον χωρισμόν εκείνο…»

 

Αυτή τη στιγμή ένα από τα λίγα καράβια που έγραψαν Ιστορία, ο περήφανος «Βιτσέντζος Κορνάρος» είναι σε αμμουδερή ακτή της αλλοτινής αρχαίας Ιωνίας. Φορτηγά Τούρκων πάνε κι έρχονται κουβαλώντας κομμάτια του, για τις εγκαταστάσεις των Χυτηρίων παραπέρα. Το τεράστιο πλευρικό Lane Sea Lines  έχει φύγει, μένει όμως ακόμα το «Αγ. Νικόλαος» και το αξέχαστο όνομά του «Vitsentzos Kornaros». Οι άνθρωποι της Λασιθιώτικης Ναυτιλιακής Εταιρείας ζουν ακόμα, το μοναδικό καράβι της όμως όχι. Νόμιζα ότι τα πλοία πουλιούνται σε άλλες χώρες του Γ΄ Κόσμου χωρίς να μαθαίνουμε άλλα για τη μοίρα τους.

Ο «Κορνάρος» δεν ήταν μόνο μαχητικός στη θάλασσα, ήταν και μάχιμος. Αλλά η Χανιώτικη Ναυτιλιακή Εταιρεία, που τον είχε όμηρο και τον πήγαινε σε άλλα δρομολόγια εκτός Λασιθίου (αν και για την Ανατολική Κρήτη είχε έρθει να δρομολογηθεί – και δώσαμε γι’ αυτό από το υστέρημά μας, ακόμα κι εγώ), τον απαξίωσε μόλις χάλασε κάτι στην κεντρική μηχανή του. Αντί να το φτιάξουν και να συνεχίσει, ανακάλυψαν «κόστος» να συνεχίσει όπως πρώτα.    Όμως το υπέροχο αυτό καράβι, που την αρχική παρουσία του στα μέρη που ανήκε την παρακολούθησα με ενθουσιασμό και με πολλά άρθρα-αναφορές, όπως εκείνο που θυμάμαι με τίτλο «Γιατί χαμογεΛΑΝΕ;», το απαξίωσαν, πριν από τους «απαγωγείς» Χανιώτες, οι ίδιοι «οι ιδιοκτήτες του» οι Λασιθιώτες. Γκρίνιαζαν που ερχόταν μετά τα άλλα κρητικά καράβια στο λιμάνι του Πειραιά, γιατί παρεμβαλλόταν στο δρομολόγιό του η Σαντορίνη για οικονομικούς λόγους αλλά και για τουριστικό πρεστίζ του Λασιθίου. Γκρίνιαζαν που ήταν μικρότερο από τα άλλα, τα μεγάλα του κρητικού ανταγωνισμού, ξεχνώντας ότι κι εκείνες οι Εταιρείες Λαϊκής Βάσης με μικρότερα καράβια είχαν ξεκινήσει. Καμάρωναν μόνο, όταν, μακρυά από ήρεμα καλοκαιρινά νερά  σε άγριες δύσκολες χειμωνιάτικες καιρικές συνθήκες, έβγαινε παλικάρι και προσέγγιζε δύσβατα μέρη της άγονης γραμμής. Ή όταν έμπαινε πρώτο απ’ όλα στο λιμάνι του Πειραιά κι από κει μέσα στα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια, σπάζοντας τον αποκλεισμό των ναυτεργατών και μεταφέροντας ευπαθή προϊόντα της Κρήτης. Κυρίως, όμως, οι Λασιθιώτες γκρίνιαζαν που η εταιρεία τους είχε μόνο ένα καράβι στην αρχή της και, μοιραία, δρομολόγιο μέρα παρά μέρα.   Λέω «και μοιραία» αντί να πω «και έτσι», γιατί η δρομολόγηση δεύτερου καραβιού, δανεισμένου από τους Χανιώτες, αποδείχθηκε προάγγελος του τέλους της αυτονομίας της ναυτιλιακής Ανατολικής Κρήτης. Ενώ τώρα τα δρομολόγια ήταν καθημερινά και το καράβι, που είχαν δώσει οι Χανιώτες στους Λασιθιώτες, από «Τάλως» μετονομάστηκε σε «Ιεράπετρα Λ.» (Λασιθίου δηλαδή) για να φιλοτιμηθούν εμπορικά οι Ιεραπετρίτες, με έκπληξη διαπιστώθηκε ότι τα «ευρωπαϊκά» καμιόνια τους συνέχισαν να προτιμούν το μακρινό Ηράκλειο από τον κοντινό Άγιο Νικόλαο. Θυμάμαι το άρθρο που είχα γράψει τότε. Είχε τίτλο «Γιατί η Ιεράπετρα δεν πάει με το ‘Ιεράπετρα’;»

Οι εξελίξεις, για πολλούς τέτοιους λόγους, είχανε δρομολογηθεί κι αυτές. Οι Χανιώτες, αγοράζοντας το πακέτο των μετοχών των Ηρακλειωτών που δεν θέλανε επίσης ανταγωνισμό, πήραν την πλειοψηφία στην εταιρεία των Λασιθιωτών με στόχο την «απαγωγή» του καραβιού τους. Στο μεταξύ ο «Βιτσέντζος Κορνάρος», αγνοώντας τους κυματισμούς στα μυαλά των ανθρώπων, πάλευε με τα πραγματικά κύματα της θάλασσας. Παίρνοντας σβάρνα όλη την ανατολική πλευρά του Αιγαίου. Έως στην Αλεξανδρούπολη έφτανε «η χάρη του». Κανείς δεν φανταζότανε εκείνη την εποχή ότι, τότε, περνούσε ανοιχτά από την απέναντι τουρκική ακτή του Αλί Αγά, όπου σήμερα βρίσκεται το κουφάρι του.

Όταν τελικά έγινε η «απαγωγή» του από τους Χανιώτες και απομακρύνθηκε για πάντα από τον φυσικό του χώρο στην Ελλάδα – που ήταν η Ανατολική Κρήτη – τον έβαλαν στον θαλάσσιο δρόμο για τα Κύθηρα. Τότε, χρησιμοποιώντας το γνωστό τραγούδι, αποχαιρέτησα τον «Κορνάρο» με πραγματικό πόνο, σε άρθρο που είχε τον τίτλο «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε» αρχίζοντας, από κάτω, με τη συνέχεια του τραγουδιού: «Το χάσαμε το πλοίο της γραμμής».

Μου έμενε μόνη παρηγοριά μου κάθε φορά που τον έβλεπα στον Πειραιά στη γνωστή του θέση, έστω και σε άλλο δρομολόγιο τώρα πιά, με την ξεχωριστή του όψη και με τα μεγάλα χρωματιστά γράμματα, στα πλευρά του, της Λασιθιώτικης Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφορετικής ζωής του «Βιτσέντζου Κορνάρου» στις ελληνικές θάλασσες ήταν ο συνδυασμός του με την προσωπικότητα του καπετάνιου του Μανόλη Φραγκιαδάκη:

Στα μάτια των ανθρώπων της αποκλεισμένης από τα χειμωνιάτικα κύματα Κάσου ο όγκος του Βιτσέντζου Κορνάρου ήταν λυτρωτικός, γιατί πέρα από τα τρόφιμα, την αλληλογραφία, ή ό,τι άλλο τους έφερνε, ήταν η ψυχολογική υποστήριξή του για τη μοναδική επαφή τους μέσα στις βροχές και στους δυνατούς ανέμους με τον έξω κόσμο. Εκεί που δεν μπορούσαν να δέσουν τα πλουμιστά καράβια άλλων εταιρειών ή τα αργοκίνητα πλοία γνωστής για την καθυστέρησή τους εταιρείας, το μοναδικό αυτό κρητικό πλοίο από τον Νομό Λασιθίου ηρεμούσε με τη συνέπειά του τα πνεύματα, συμβολικά και ουσιαστικά.

 

 

Ο έπαρχος Καρπάθου-Κάσου, που είχε όνομα που παραπέμπει στον Βιτσέντζο Κορνάρο αφού λεγόταν Μιχάλης Ερωτόκριτος, πρότεινε (και έγινε πανηγυρικά δεκτό) η νέα προβλήτα του λιμανιού της Κάσου να ονομαστεί «προβλήτα καπετάν Μανόλη Φραγκιαδάκη. Το αιτιολογικό της ονοματοδοσίας έλεγε τα εξής: «Διότι ο καπετάν Μανόλης Φραγκιαδάκης, όλα αυτά τα χρόνια που κυβερνά το «Βιτσέντζος Κορνάρος», ελάχιστες φορές δεν «έπιασε» στην Κάσο, παρά τις αντίξοες συνθήκες και την απαράδεκτη κατάσταση της παλιάς «προβλήτας». Γι αυτό και η νέα προβλήτα θα ονομαστεί «προβλήτα καπετάν Μανόλη Φραγκιαδάκη», ως ελάχιστος φόρος τιμής, μέσω αυτού, σε όλους τους πλοιάρχους και ναυτικούς της ακτοπλοΐας, που κρατούν ζωντανά τα νησιά στις δύσκολες εποχές που ζούμε».

 

Το ίδιο τόνισε (μ’ εκείνη την ευκαιρία) και ο πρόεδρος της ΛΑΝΕ Γιώργος Αλεβίζος, που ανέφερε, τότε, τα εξής: «Οι Λασιθιώτες θα πρέπει να νιώθουν, υπέρ του δέοντος, υπερήφανοι. Γιατί η «μικρή» Ναυτιλιακή Εταιρεία που δημιούργησαν από το υστέρημά τους παράγει έργο που θα ζήλευαν πολλαπλάσιου μεγέθους εταιρείες, βοηθώντας εκεί όπου άλλοι δεν «πιάνουν» γιατί δεν συμφέρει. Και, μέσω της τιμής στον καπετάν Μανόλη Φραγκιαδάκη, επιβραβεύεται το εγχείρημα, η προσπάθεια, η ΛΑΝΕ».

Πολύ πριν την ονοματοδοσία της νέας προβλήτας θυμάμαι πώς οι άνθρωποι της Κάσου έβλεπαν την θολή φιγούρα του «Βιτσέντζου Κορνάρου», με τον άξιο όπως αποδεικνυότανε καπετάνιο του, να προσπαθεί να δέσει στην προβληματική παλιά προβλήτα τους, παρά τη μεγάλη χειμωνιάτικη θαλασσοταραχή. Όπως μου διηγότανε ο ίδιος ο Μανόλης Φραγκιαδάκης όταν ταξίδευα σε μια από τις πολλές φορές με τον «Βιτσέντζο Κορνάρο» και, καλεσμένος στο τραπέζι του, τρώγαμε μαζί, οπόταν έφτανε το καράβι με ήρεμο καιρό στην Κάσο, τον παίρνανε οι Κάσιοι στο ραδιοτηλέφωνο και του λέγανε: «Ακούς τις καμπάνες μας; Για σένα χτυπάνε, καπετάν Μανόλη!» Ανατριχιάζω ακόμη και τώρα όπως και τότε που το πρωτάκουσα. Και οι Κάσιοι δεν έμειναν μόνο σ’ αυτό.

Μιαν άλλη μέρα, έχοντας ενημερώσει τη ΛΑΝΕ για ολιγόωρη καθυστέρηση, ο καπετάνιος και το πλήρωμα κατέβηκαν από το καράβι τους και κατευθύνθηκαν προς τα γραφεία της τοπικής εξουσίας νομίζω τότε, ενώ οι Κάσιοι, παραταγμένοι σε όλο το μήκος της διαδρομής, τους επευφημούσαν όπως στα αρχαία χρόνια. Σε μια σύντομη σεμνή τελετή κάνανε τον Σητειακό καπετάν Μανόλη Φραγκιαδάκη επίτιμο δημότη τους, πολύ πριν δημιουργηθεί η νέα προβλήτα τους και την ονοματίσουν με το όνομά του. Η παρήγορη εικόνα του «Βιτσέντζου Κορνάρου» έμεινε αξέχαστη για το νησί τους. Αποκορύφωμα η προσέγγιση στην ανολοκλήρωτη ακόμη καινούργια προβλήτα της Κάσου με απαγορευτικό άνεμο 8 μπωφόρ. Κάποιος περιέγραψε την αγωνιώδη εκείνη προσπάθεια ως εξής: «Τα πελώρια κύματα χτυπούν με μανία στο λιμάνι της Κάσου. H θάλασσα καλύπτει
τις δέστρες της μικρής προβλήτας. Ο καπετάν Μανώλης Φραγκιαδάκης από τη γέφυρα του οχηματαγωγού δίνει συνεχώς εντολές στην πρύμνη. Οι κάβοι σπάνε και το πλοίο δεν μπορεί να δέσει. Ο καπετάνιος κάνει και δεύτερη προσπάθεια και καταφέρνει να δέσει. Οι συγκεντρωμένοι νησιώτες, που έχουν ημέρες να δουν πλοίο στο λιμάνι, χειροκροτούν».

 

 

 

Σε όλο το χρονικό διάστημα που ήταν στη ΛΑΝΕ, ζήτημα ήταν τρεις τέσσερεις φορές να μην μπόρεσε να δέσει στο λιμάνι. «Όλες αυτές τις φορές έφευγα με μαυρισμένη ψυχή και μεγάλη στενοχώρια» είχε πει ο καπετάνιος από τη Σητεία της Κρήτης. Έτσι είναι η πατρίδα μας: Φτωχιά στο μυαλό να βρεθούν λεφτά για μια σωστή προβλήτα, αλλά πλούσια στην καρδιά του λαού της όταν πρόκειται για ευγνωμοσύνη και για θαυμασμό στη μεγαλοσύνη τέτοιων ναυτικών, αλλά και τέτοιων πλοίων.

Από τη γέφυρα του «Βιτσέντζος Κορνάρος» πέρασαν κι άλλοι έμπειροι καπετάνιοι, εκτός από τον Μανόλη Φραγκιαδάκη: Ο Δημήτρης Λαδάς, ο Βασίλης Πασχάλης, ο Νίκος Ξυλογιανόπουλος. Υπήρξαν κι άλλοι δυό που πιάσανε το τιμόνι του, έστω για λίγο. Ο Αφορδακός που τον πρωτοέφερε στον Άγιο Νικόλαο και δεν χορταίναμε να τον βλέπουμε και ο Στουραίτης που συνόδευσε τον «Κορνάρο» στο τελευταίο του ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά.

Από κει και πέρα, άρχισε για το περήφανο αυτό καράβι η αντίστροφη μέτρηση. Στην ίδια προβλήτα που τόσα χρόνια αντίκριζα τον «Κορνάρο» περήφανο να ετοιμάζεται να αποπλεύσει για τους προορισμούς του, τώρα οι Χανιώτες, χάρη στην φτιαχτή πλειοψηφική δύναμή τους μέσα στα γραφεία της ΛΑΝΕ, τον κρατούσαν σιδηροδέσμιο με τις αόρατες, τις αόριστες αλυσίδες της απαξίωσης. Ο «Βιτσέντζος Κορνάρος» έμεινε «εν ανεργία» έτσι, «κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο» και μετά στη Σαλαμίνα, ακινητοποιημένος τρία ολόκληρα χρόνια. Τον περασμένο Απρίλιο «ελαφρά τη καρδία» η εταιρεία τον οδήγησε στον Άδη των καραβιών, στο Αλί Αγά – που έτυχε να είναι ανάμεσα στις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, στα βόρεια της Σμύρνης.

Το τελευταίο ταξίδι του θρυλικού πλοίου της ακτοπλοΐας μας ξεκίνησε την Παρασκευή 10 Απριλίου, ενώ τη ρυμούλκηση ανέλαβε το ρυμουλκό Christos XL του Ομίλου Σπανόπουλου με τιμονιέρη τον Γιάννη Κοντοπό. Τρείς μέρες μετά, τη Μεγάλη Δευτέρα 13 Απριλίου 2020 ο «Βιτσέντζος Κορνάρος» προσάραξε στην τουρκική ακτή για διάλυση, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο ζωής του στις ελληνικές θάλασσες.

Στην αποτρόπαιη παραλία του Αλί Αγά λοιπόν. Εκεί, που δεν υπάρχει παρά μόνο υποτυπώδης έλεγχος για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως συμβαίνει στην Ινδία και στην Τουρκία) βρίσκονται τα διαλυτήρια ανθρώπων που δουλεύουν μέσα στη μόλυνση και μηχανών που καταλύονται.

Εκεί ο «Κορνάρος» πάει σιγά-σιγά να βρει μέσα στον Άδη των καραβιών – που υπάρχει κι αυτός, όπως υπάρχει και των ανθρώπων που τον έφτιαξαν, που τον ταξίδεψαν και που τον κάνανε αξέχαστο – πάει εκεί να βρει τα άλλα τρία αδέλφια του, της ίδιας κοπής, μορφής, και εποχής. Αυτός έζησε πολύ μετά από αυτά, γιατί οι πλούσιες χώρες, που είχαν πάρει τα άλλα, τα πεθάνανε πιο γρήγορα, αφού είχαν την πολυτέλεια να το κάνουν. Ο Βιτσέντζος Κορνάρος (του βγάζω τιμητικά εδώ τα εισαγωγικά), επειδή έζησε την περισσότερη ζωή του στην φτωχή Ελλάδα, έζησε περισσότερο από τα άλλα τρία αδέλφια του αγωνιζόμενος σαν παλικάρι στα κύματα ή στα θαλάσσια ρεύματα που έβρισκε και στις δύσκολες προβλήτες που τον οδηγούσανε οι άνθρωποι. Γι’ αυτό πολιτογραφήθηκε – όπως σπάνια γίνεται για πλοία – Έλληνας πολίτης. Η φήμη του ακούστηκε πέρα από το ότι υπηρέτησε σε άγονες γραμμές.

Όλοι εκφράσανε μεγάλη θλίψη και πόνο για ένα υποτιθέμενο άψυχο πράγμα, που είχε γίνει πλάσμα της θάλασσας και «ποιητής του Αιγαίου». Ακούστε τις κουβέντες τους σαν να ακούτε τα κύματα που μέχρι τώρα τιθάσευε:

«Φεύγει ο μάγκας του Αιγαίου», «Είναι μεγάλη η λύπη να βλέπεις νοερά να φεύγει το τελευταίο μιας υπέροχης γενιάς πλοίων. Αλλά ξέρεις πως δεν του άξιζε το μαρτύριο που έζησε τα τελευταία χρόνια της πλήρους απαξίωσης. Στους λεβέντες δεν πρέπουν λόγια θλιβερά. Για όλα τα πλοία της άγονης γραμμής του Αιγαίου, το μόνο που τους πρέπει είναι πάντα ένα μεγάλο ευχαριστώ. Και στα πλοία και στους ανθρώπους τους. Ακόμα και αν οι ημέρες της δόξας είχαν περάσει προ πολλού, ο «Κορνάρος» ήταν πάντα ο «Κορνάρος» …» Ένας είπε: «Η ΑΝΕΚ, στην οποία πέρασε η διαχείριση του πλοίου, δεν αντιμετώπισε ποτέ το καράβι σαν ισότιμο με τα δικά της πλοία. Το πλοίο άντεξε όσο άντεξε, χάρη στο μεράκι και στην αγάπη των μελών του πληρώματός του. Εδώ και λίγα χρόνια παρέμενε παροπλισμένο στη Σαλαμίνα εξαιτίας μηχανικής βλάβης. Τα πλοία πεθαίνουν όταν δεν τα συντηρούν όπως πρέπει…» «Στο πέλαγος της Κασοκαρπαθίας, στη Σητεία, στα Αντικύθηρα, στη Γραμβούσα, θα συνεχίσει να πλέει ποιητικά το σκαρί του “Βιτσέντζος Κορνάρος”». «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; Δυστυχώς ναί. Ακόμα και αν μπορούσαν ακόμα να προσφέρουν. Είναι κρίμα να τελειώνει τόσο άδοξα μια τόσο μεγάλη καριέρα. Λίγη αξιοπρέπεια και λίγος σεβασμός άξιζε – και με το παραπάνω – για τον “Κορνάρο”. Σας έδωσε τόσα πολλά. Του δώσατε τόσα λίγα. Οι διοικούντες τί τύρβαζαν τόσους και τόσους χρόνους; Τί θα ήσασταν όλοι εσείς οι μεγαλόσχημοι των Ανώνυμων Εταιρειών Λαϊκής Βάσης χωρίς αυτούς τους ηρωικούς “Κορνάρους”;

Σταχυολογώ και πέντε πικραμένες φράσεις, που μπήκαν στην ψυχή μου: «The end of the poem…», «Σκληρό να σε βλέπω εκεί, βαπόρα μου», «old pride of Winchester», «Στενάχωρο πράγμα, τι να λέμε τώρα», «Πού είναι, ρε μεγάλε, αυτή η πόλη; Και μη μου πεις ότι είναι Τουρκία».

Άλλος μνημονεύει τη Σητεία, τη γενέτειρα του ποιητή του “Ερωτόκριτου” Βιτσέντζου Κορνάρου: «Πλοίο και ποιητής συναντιόντουσαν τακτικά στον ντόκο, κάτω από το Κάστρο της Καζάρμας. Πολλά άλλαξαν από τότε. Από την τρέλα του Χρηματιστηρίου και της δήθεν οικονομικής ανάπτυξης, πέσαμε στο ναδίρ της Κρίσης. Από την αποκαλούμενη “δυνατή Ελλάδα” προσγειωθήκαμε στην “μνημονοκρατούμενη Ελλάδα”. Λίγα σχετικά είναι τα πλοία που απέμειναν από τότε να ταξιδεύουν και σήμερα. Και ένα από αυτά ήταν το «Βιτσέντζος Κορνάρος», ένα από τα πιο αγαπημένα πλοία, αν όχι το πιο αγαπημένο. Είναι ένα από τα λίγα γνήσια θαλασσινά σκαριά της πάλαι ποτέ ένδοξης ευρωπαϊκής ναυπηγικής τέχνης που απέμειναν να πλέουν στα ευρωπαϊκά ύδατα».

Με άλλα χρώματα  και σε άλλες θάλασσες – κι όμως είναι ο «Βιτσέντζος Κορνάρος» όταν πρωτοείδε το φως της ζωής του

Πράγματι, ο «Βιτσέντζος Κορνάρος» ναυπηγήθηκε στη Δανία το 1976 για λογαριασμό της “Townsend Thoresen”. Για δεκατρία χρόνια είχε το όνομα «Viking Viscount». Ήταν, μέχρι πρότινος, το τελευταίο εν ζωή πλοίο μιας εκπληκτικής σειράς τεσσάρων αδελφών, καθώς τα υπόλοιπα 3 έχουν διαλυθεί. Τώρα δυστυχώς ήρθε η σειρά του.

Το 1989 το πλοίο μετονομάστηκε σε «Pride of Winchester» και δούλεψε για λογαριασμό της «P&O European Ferries», εκτελώντας δρομολόγια στη Βόρεια Θάλασσα, συνδέοντας το Ντόβερ της Αγγλίας με το Καλαί της Γαλλίας.       Γι’ αυτό, όταν το πρωτοεπισκέφθηκα μέσα, πρόλαβα τις απλωμένες «παιδικές χαρές» αφού εκεί ήτανε λίγες οι ώρες του ταξιδιού, πριν στην Ελλάδα τροποποιηθούν οι χώροι αυτοί σε καμπίνες ύπνου αφού τώρα τα ταξίδια του θα ήταν νυχτερινά. Εκείνο που με μάγευε ήταν τα καθίσματα τρίτης θέσης: Ήταν φαρδιές απλωτές πολυθρόνες που οριζοντιώνονταν και έβγαζαν από τη βάση τους υποπόδια, με αποτέλεσμα όλος αυτός ο συνδυασμός να σου προσφέρει άνετο ύπνο, καμμιά σχέση με τις στενές «αεροπορικές θέσεις» στα πολυτελή πλοία. Απομεινάρι κι αυτό, των σύντομων θαλάσσιων διαδρομών Ντόβερ – Καλαί στο Στενό της Μάγχης.

Πέντε χρόνια μετά, το 1994, αγοράστηκε από τη «Lane Sea Lines» και μετονομάστηκε σε «Βιτσέντζος Κορνάρος» για τα επόμενα εικοσιέξι χρόνια . Στην αρχή εκτελούσε το δρομολόγιο της γραμμής Πειραιάς – Μήλος – Άγιος Νικόλαος – Σητεία. Αργότερα προστέθηκε και η άγονη γραμμή του ανατολικού Αιγαίου. Το καράβι είχε χωρητικότητα 6.387 gt, μήκος 128,7 μέτρα, πλάτος 19,81 μέτρα και βύθισμα 4,5μέτρα. Η ικανότητα μεταφοράς ήταν 1.200 επιβατών και 275 αυτοκινήτων ΙΧ. Διέθετε τρεις κύριες μηχανές συνολικής ισχύος 10.655 KW, και μπορούσε να αναπτύξει υπηρεσιακή ταχύτητα 18 κόμβων. Η ευστάθειά του ήταν παροιμιώδης, καθώς διέθετε σταθεροποιητές (stabilizers, «ανέπτυσε πτερύγια» λέγαμε εμείς) για να αντιμετωπίζει τον πλευρικό κυματισμό.

Γι’ αυτό ο «Βιτσέντζος Κορνάρος» κατέληξε να έχει «προτίμηση» στις άγονες γραμμές, εκτελώντας δρομολόγια σε όλο το μήκος και πλάτος του Αιγαίου, συνδέοντας πότε τον Πειραιά με τη Μήλο, τη Σαντορίνη, την Ανάφη, την Κρήτη, την Κάσο, την Κάρπαθο, τη Χάλκη, τη Ρόδο, και πότε τον Πειραιά με το Γύθειο, τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και το Καστέλι Κισσάμου. Το καράβι εκτέλεσε – στα χρόνια του Λασιθίου – δρομολόγια και στα νησιά του βορείου Αιγαίου, ενώνοντας – τότε – τη Ρόδο με την Αλεξανδρούπολη.

Όμως τώρα, εκεί που είναι, ο «Κορνάρος» δεν πέθανε αμέσως με το που άραξε η πλώρη του στην θανατερή του αμμουδιά. Πρώτα άρχισε η εκκένωση από μέσα. Και μη φανταστείτε ποτήρια, μαξιλάρια, και καθίσματα. Αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος όγκος της διάλυσής του γίνεται με επικίνδυνες συνθήκες για την υγεία των εργαζομένων και για το περιβάλλον. Γιατί τα πλοία περιέχουν επικίνδυνα υλικά που διαρρέουν στο περιβάλλον, ιδίως όταν η διάλυση γίνεται με τη μέθοδο της προσγειάλωσης. Εδώ και πολλά χρόνια η Γκρην Πίης και άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις κυνηγάνε τα διαλυτήρια. Ένα προς διάλυση πλοίο θεωρείται τοξικό απόβλητο, λόγω των υπολειμμάτων αμίαντου, καυσίμων, λιπαντικών υγρών, συσσωρευτών, κ.α. που περιλαμβάνει.

«Θάνατος και αυτός, ιδίως για όλους εμάς που έχουμε αναμνήσεις απ’ αυτό το πλοίο» είπε κάποιος.  Όμως κι εγώ σκέφτομαι αυτό το καράβι – και, μέχρι το τέλος της ύπαρξής του, διαλύεται μαζί του ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Ένα κομμάτι, όχι μεταλλικό σαν τον «Βιτσέντζο Κορνάρο», αλλά που έχει το σχήμα του. Ο θαλασσινός αέρας από κει μου φέρνει τα γνωστά λόγια: «Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές | δίχως χάρη | κι έτσι κούφιο κι ακίνητο, μες σε νύχτες βουβές, | το φεγγάρι. | Έτσι να ‘μαι, καράβι γκρεμισμένο, νεκρό, | έτσι να ‘μαι, | σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό | να κοιμάμαι…»