ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ! 

ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ! 

 

γράφει ο Αντρέας Ηλ. Μακρής

Σαν σήμερα, πριν 70 χρόνια

Το 1951 ξώλαμπρα, παραμονή της Ζωοδόχου Πηγής δέκα και μισή το πρωί, ήταν μια μέρα με χρυσή λιακάδα. Όπως λέμε, χαρά Θεού αλλά και ανθρώπων. Τα Πηγάδια ντυμένα στις ομορφιές τους, λαμποκοπούσαν. Παντού έντονα τα γήινα χρώματα της ανοιξιάτικης φύσης, ανθόσπαρτη στις αυτοφυείς μαργαρίτες, ανοιχτές ροζ ορχιδέες, κόκκινες παπαρούνες, μωβ ανεμώνες μέχρι πέρα τον «Βρόντη», που σου τόνωναν την αισιοδοξία. Για πολλοστή φορά ότι Κύριε, «τα πάντα εν σοφία εποίησας».

Λάδι ο κόλπος των Πηγαδίων. Η θάλασσα ασάλευτη από την απόλυτη νηνεμία. Ησυχία, φύλλο δεν κουνιόταν. Τα σπίτια γύρω από το λιμάνι καθρεπτίζονταν στην επιφάνεια της με ενάργεια και παραστατικότητα. Γιορτινή μέρα με τον κόσμο αμέριμνο να κάθεται στο «σιντριβάνι» κάτω από τις «αρμύρες» στα σκιερά θαλασσόδεντρα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο του Γιώργη Ρουμελιώτη και παρά δίπλα, στο καφενείο του Μανώλη Βόζου. Άλλοι στην ευάερη αυλή του Γιάννη Φράγκου και κάποιοι άλλοι στα δροσερά μπαλκόνια στα καφενεία του Φραγκιού Χιωτάκη, Σταύρου Μαργαρίτη και Λάζαρου Κοσμά να απολαμβάνουν τον «βαρύ γλυκό», χαλαροί με θέα την πανέμορφη ανοιχτή θάλασσα. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα επακολουθήσει σε λίγο.

Τα μαθητούδια ανέμελα από τις σχολικές υποχρεώσεις λόγω των εορτών του Πάσχα, βολτάρουν στη «Σκάλα». Περιεργάζονται τα Καρπάθικα καΐκια, κατά σύμπτωση όλα αγκυροβολημένα μπροστά στο μουράγιο το ένα, δίπλα στ΄άλλο. Η «Παναγία» του Μανώλη Λάμπου, η «Αγία Ελεούσα» του Μιχάλη Κουτλάκη και ο «Ταξιάρχης» του Γιώργη Φελουτζή. Μας ήρθαν φορτωμένα τρόφιμα, εφόδια και εμπορεύματα λόγω των εορτών του Πάσχα να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς. Μαζί και αρκετοί συμπατριώτες μας λατόμοι και λαξευτές στην Πεντέλη και Διόνυσο και οι λιγοστοί φοιτητές της εποχής. Οι ψαρόβαρκες των Μιαούληδων ακούνητες από την άπνοια του καιρού δεμένες πρυμάτσα στις δέστρες στη σειρά, κατά μήκος της προκυμαίας από τον «Σύρτη», μέχρι το Τελωνείο.

Μια βάρκα όμως, πλέει αργά κοντά στη «Βαγγελίστρα» με το Μανώλη του Καφετζή -πρωτογιός του Μιχάλη του «Καλύμνιου»- στα κουπιά να λάμνει νωθρά, να κόβει μόνος του άσκοπες βόλτες και να ταράζει τα ήρεμα γαλανά νερά με τα απόνερα της βάρκας να χαλούν το αντιφέγγισμα των γύρω σπιτιών πάνω στη σαγηνευτική θάλασσα.

Σιμά στη βάρκα κάτω από την «Βαγγελίστρα» στην ακτή, ένα τσούρμο νιάνιαρα, ξυπόλυτα «Μπαλουξάκια» μαζεύουν καβουράκια, κοχλιούς και πεταλί(δ)ες σηκώνοντας βότσαλα ή στις στεριανές ξέρες στα ρηχά νερά. Ο Μανιάς (όπως τον αποκαλούν οι συνομήλικοι του) ψάχνει για παρέα και τους φωνάζει:

«Τία κάνετε βρε ούλοι σας, ετσιά πέρα; Eν έρχεστε στη βάρκα;»

Άκου λέει, άλλο που δεν ήθελαν τα περισσότερα. Μια και δυο επιβιβάζονται πρόθυμα οι ζωηρούτσικοι, ενώ τα σεβαστικά παιδιά, πειθαναγκαζόμενα. Πάντως προς στιγμήν όλοι τους έδειχναν να απολαμβάνουν τις τελευταίες ξέγνοιαστες μέρες των Πασχαλιάτικων διακοπών, εξαιρετικά υπάκουοι στις προσταγές του «καραβοκύρη», έγγονας του γέρο Μιαούλη, από τα γεννοφάσκια του με μπόλικη …αλμύρα ψημένος στη θάλασσα.

Ξαφνικά ένας εκ των έξι μαθητών, ο Ντίνος Λάμπρος, ο μοναχογιός του Καπετάν Μιχάλη και της Βαγγελικής του Τσαγκάρη έτσι όπως έγερνε στην κουπαστή της βάρκας παρατηρώντας το διάφανο βυθό, εντόπισε στα ρηχά νερά ένα κόκκινο αντικείμενο που έμοιαζε-δεν έμοιαζε με παιδικό αυτοκινητάκι! Δείχνει το σημείο στο Μανώλη με το δάκτυλο του και με το τρία που λέμε, γεμάτος περιέργεια ανοιξιάτικη μέρα καθώς ήταν, βούτηξε στη θάλασσα και το ανέσυρε. Όμως, τζίφος το αποτέλεσμα. Το κόκκινο πράμα στα χέρια του δεν ήταν αυτοκινητάκι, ούτε κάτι ανάλογο.

Κρατούσε ένα παντελώς άγνωστο «μαραφέτι». Ο «Μανιάς» του Καλύμνιου στη θέα του χασκογέλασε αμέσως. Τους ξεκαθάρισε ότι ανέσυραν γερμανική οπλισμένη χειροβομβίδα! ΄

Ολες τις προηγούμενες μέρες παρακολουθούσε τους θείους του Σωτήρη και Γιάννη Νιοτή να συγκεντρώνουν ό,τι κατοχικό πολεμικό υλικό από νάρκες και χειροβομβίδες (grenades) έπεφτε στα χέρια τους για τον επί θύραις εορτασμό της «Ανάστασης» του Κυρίου.

Ακριβώς μεσάνυχτα με το «Χριστός Ανέστη» εκσφενδόνιζαν από τον αυλότοιχο του υπερυψωμένου πέργερου της Βαγγελίστρας τις χειροβομβίδες τη μία, πίσω από την άλλη, κάτω και πέρα μακριά στη θάλασσα. Ευτυχώς από σύνεση ο Μιχάλης κι ο Παντέλος ανατίναζαν τις νάρκες πέρα στον «Κάβο».

Το σεισμικό αναστάσιμο ταρακούνημα τρομοκρατούσε επί ώρα το εκκλησίασμα. Κουνούσε επικίνδυνα πολυελαίους, μανουάλια, με τα κεριά να τρεμοσβήνουν και τους επίτροπους να τρέχουν και να μην προλαβαίνουν… Το τέμπλο τράνταζε ολόκληρο κι’ ο υπεραιωνόβιος εφημέριος παπα-Νικήτας Κάτρος (1864-1979) νοιαζόταν μην πέσουν οι εικόνες ακόμη και ο πολυέλαιος από τον τρούλο. Κακό σημάδι έλεγε. Τα μικρά ανάλογα με το φύλο, έντρομα και καταφοβισμένα τραβολογούσαν από ανασφάλεια τα παντελόνια του πατέρα ή τη φούστα της μάνας να εξασφαλίσουν προστασία.

Αντίθετα οι Μιαούληδες, ατρόμητοι, εξοικειωμένοι μια ζωή στα εκρηκτικά, έδειχναν να το απολαμβάνουν! Μαζί και κάποιοι «πολεμοχαρείς» Πηγαδιώτες μια και κατάφεραν να εξασφαλίσουν άτυπη ασυλία από τους χωροφύλακες…οι οποίοι «μιλημένοι» φαίνεται, έκαναν τα στραβά μάτια, χάριν της παράδοσης.

Τι έγινε όμως. Πέντε μέρες πριν με το «Χριστός Ανέστη» ο Σοφοκλής του Ρουσάκη σύζυγος της Ερνιάς του Σακέλη στη φούρια πάνω, πέταξε τη συγκεκριμένη χειροβομβίδα χωρίς προηγουμένως να την έχει απασφαλίσει (τραβώντας προς τούτοις τον κρίκο ασφαλείας) η οποία οπλισμένη όπως ήταν, κατέληξε στο βυθό χωρίς να εκραγεί.

Μετά την αναγκαία παρένθεση επανερχόμεθα στα της…«βαρκαρόλας», για να φθάσουμε στην ουσία. Αρκετά, με τα εκρηκτικά. Ας έρθουμε στο θέμα μας. Ο «Μανιάς» λοιπόν του Καλύμνιου αρπάζει τότε τη χειροβομβίδα από τα χέρια του Ντίνου κι αρχίζει να παίζει μαζί της, τρομοκρατώντας τους συμμαθητές του. Αυτοί κλαίγοντας, τον εκλιπαρούν να τη ρίξει στη θάλασσα, χωρίς όμως και να εισακούονται.

Τα παιδιά αναζητώντας κάλυψη συνωστίζονται στην πλώρη κάτω από την κουπαστή της ψαρόβαρκας, ο ένας πάνω στον άλλο, ελλείψει επάρκειας χώρου.

Κάποια στιγμή φαίνεται πως φώτισε ο Θεός τον Μανιά (εκτός πια και βαρέθηκε να παίζει επικίνδυνα με τη χειροβομβίδα) και την αμόλησε στη θάλασσα, όχι τόσο αλάργα όσο θα μπορούσε και έπρεπε. Με την πρόσκρουση στην επιφάνεια της θάλασσας η χειροβομβίδα εξερράγη μ’ ένα εκκωφαντικό κρότο!

Το ωστικό κύμα σήκωσε ένα τεράστιο θαλασσινό πίδακα που παρ’ ολίγον να αναποδογυρίσει τη βάρκα. Παντού ψάρια: κέφαλοι, σαργοί, σάρπες, μπαρμπούνια, γερμανοί, σκαρογιαλίνες, καλογριές με σπασμένες τις ραχοκοκαλιές από τη βίαιη πίεση στο νερό, επέπλεαν νεκρά στην επιφάνεια της θάλασσας και γύρω της βάρκας. Τα παιδιά είδαν τον χάρο με τα μάτια τους. Φθηνά τη σκαπουλάρανε γιατί τα απελευθερωμένα βλήματα σφύριζαν πάνω από τη βάρκα και προς κάθε κατεύθυνση.

Στη στεριά χρονιάρα μέρα, γινόταν χαμός! Η έκρηξη αντιλάλησε με πάταγο μέσα στα Πηγάδια. Αναστάτωσε κόσμο και κοσμάκη:

«Ούου, κάτι κακό έγινε. Χριστός τσαι Παναγία!

Τίαν είναι μαθές ετούτο πάλι. Εν εί(δ)ατε βρε το γιό μου;»

Δερνόντουσαν οι μάνες, αλλόφρονες με κομμένη την ανάσα να τρέχουν στο σιντριβάνι να μάθουν νέα. Αμήχανοι οι λιμενοφύλακες και χωροφύλακες πηγαίνουν πέρα-δώθε ρωτώντας όποιον βρίσκουν μπροστά τους να πληροφορηθούν για το συμβάν. Να παράσχουν βοήθεια σε τυχόν θύματα. Να συλλάβουν τον ένοχο βρε αδελφέ, αν επέζησε του κακού.

Με τόσους αυτόπτες μάρτυρες από τα γύρω καφενεία, ο εντοπισμός του συμβάντος ήταν υπόθεση λεπτού. Έτρεξαν όλοι στο πλησιέστερο στεριανό σημείο της βάρκας, σε μικρή απόσταση από τα παλιά δημόσια ουρητήρια. Όχι μακριά από την «καρκάνα» με μια δρασκελιά αποβιβάζονταν ένας-ένας στη στεριά αλώβητοι μεν, αλλά από την τρομάρα τους «βρεγμένοι», κάτωχροι σαν το λεμόνι.

Με το αρίβα όμως, το συγκεντρωμένο πλήθος τους παριέλαβε με απανωτά και χωρίς λύπηση σκαμπίλια επί δικαίων και αδίκων.

Μερικοί ευέξαπτοι τεμπελχανάδες, αραχτοί προηγούμενα σε δυό-τρεις καρέκλες στο καφενέ -θεσμοθετημένη μικρή Βουλή των Ελλήνων- έριξαν μερικές σφαλιάρες, πέταξαν και κάποια ασιχτίρια και σταυροπαναγίες, αφού λέει τους εντερόκοψαν πάνω στο…αραλίκι τους. Ιδιαίτερη «υποδοχή» επεφύλαξαν στο Μανώλη του Καλύμνιου, που του σούρανε τα μύρια όσα, αφού προηγουμένως τον κάνανε σύσπαστο στο ξύλο. Μετά τους παρέλαβαν οι μητέρες. Κοψοχολιασμένες όπως ήταν τραβούσαν από τ’αφτί τον γιόκα τους με ένα επώδυνο και διαρκές στρίψιμο, μέχρι να φθάσουν στο σπίτι για τα περαιτέρω…

 

Σημειωτέον ότι, υπό το βάρος ενοχών για τις συνέπειες της παρ’ ολίγον τραγωδίας, η πιτσικαρία με την ουρά στα σκέλη, ούτε καν πρόβαλε αντίσταση στα όσα βίαια -και δικαιολογημένα- υπέστη.

Μάλλον σαν χάδια…τους φάνηκαν. Φυσικά την επαύριον χρονιάρα μέρα της «Ζωτόκοπης»4 , οι γονείς με ομαδική δέηση στη «Δαματρία» άναψαν από μια λαμπάδα στη χάρη της, άφησαν κι από ένα ασημένιο ομοίωμα μικρού παιδιού, ευλαβικής ευχαριστίας αφιέρωμα για τη σωτηρία των παιδιών κρεμασμένο στην εικόνα της.

 

Οι πρωταγωνιστές του περιστατικού ώριμης ηλικίας πια και όλοι εν ζωή, θυμούνται ολοζώντανα τα γεγονότα κι αναφωνούν ένα «δόξα τω Θεώ».

Πράγματι ήταν θαύμα ότι δεν θρηνήσαμε θύματα έξι Πηγαδιωτάκια, τα πέντε αθώα. Φαντάζεσθε το αντίθετο; Έκρηξη χειροβομβίδας «κατά προσωπικού»1 (όπως χαρακτηρίζεται στο στρατό) και σε απόσταση αναπνοής, σημαίνει ακαριαίο θάνατο. Αποδεκατίζονται τα υποψήφια θύματα. Τα φονικά βλήματα με την έκρηξη εξακοντίζονται στο ανθρώπινο ύψος και μετά, οριζοντίως κι ακτινωτά θερίζουν ζωές.

Από χιουμοριστική πλευρά τώρα τι απεφάνθη το «Ναυτοδικείο» που στήθηκε… από τους καφενώβιους στο σιντριβάνι:

Μανώλης Μ. Καφετζής: «Μαουνιέρης» και «πυροτεχνουργός». Ένοχος 100%.

Μανώλης Α. Μανωλάκης2 «Μούτσος». Ηθικός αυτουργός.

Λάκης Η. Μακρής: «Κολαούζος» του ξαδέλφου του Ντίνου. Συνένοχος,

Ντίνος Μ. Λάμπρος: «Βουτηχτής!» Συνένοχος.

Ηλίας Σ. Λαμπρινός: «Ναυτάκι». Ένοχος με ελαφρυντικά.

Δαμιανός Γ.Αδαμαντίδης: «Ναυτάκι». Αθώος αλλά με «μέσο». Καθάρισε ο πατέρας3

Σάββας Κ. Κασσώτης: «Ναυτάκι». Αθώο πλάσμα! Τον παρέσυραν οι άλλοι.

Τι αναφέρει το ποινολόγιο στο «Ναυτολόγιο» της ψαρόβαρκας; Ορθώς λέει, ορθότατα νόμιμη και απολύτως δικαιολογημένη η βάναυση αυτοδικία εις βάρος των «κατηγορουμένων». Ως ποινή κρίθηκε επαρκής… και έτσι ο «Φάκελος» της υπόθεσης έκλεισε, μπήκε στο Αρχείο, που λένε. Συγγνώμη, λάθος! Στ’ αράφι … ήθελα να ’πω.

___________________

 

1. Σε αντίθεση με τις άλλες χειροβομβίδες «εμπρηστικές» ή «λάμψης και κρότου».

 

2. Ο πατέρας Αλέξης Η. Μανωλάκης τυχαία αυτόπτης μάρτυς του περιστατικού από το ύψος του πέργερου της Βαγγελίστρας, βλέποντας τον Βενιαμίν του, Μανωλάκη μέλος της παιδικής παρέας, κατέρρευσε επί τόπου.

3 Αθηναίος Κωνσταντινουπολίτης, διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, αδελφός του έγκυρου αρθρογράφου Αδαμαντίδη της Αθηναϊκής εφημερίδας «Καθημερινή».

4. Ζωοδόχου Πηγής

Από το βιβλίο μου:

«ΠΟΤΙΔΑΙΕΩΝ! ΕΥΘΥΜΑ, ΣΟΒΑΡΑ & ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ»