Η Ζωή Σαμαρά γράφει για τα "Αποτυπώματα", της Εύης Μελά-Αλεξιάδη

Η Ζωή Σαμαρά γράφει για τα "Αποτυπώματα", της Εύης Μελά-Αλεξιάδη

 

 

Ζωή Σαμαρά

Η πρώτη ύλη της δημιουργίας

(Εύη Μελά-Αλεξιάδη, Αποτυπώματα, Αθήνα, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2019, σελ. 113.)

 

Κατατρεγμένοι […]

                        ένα αστέρι της Βηθλεέμ ψάχνουν στον ουρανό,

                        ένα φως να καθοδηγήσει

                        τη σύγχρονη, εγκλωβισμένη Ανθρωπότητα

                        καθώς αμέτρητοι Ηρώδεις καιροφυλαχτούν

(σ. 106, «Μια Βηθλεέμ για τους πρόσφυγες»).

Η εκπαιδευτικός και ποιήτρια Εύη Μελά-Αλεξιάδη εκφράζει την οδύνη της, καθώς αντικρίζει συνανθρώπους μας απέλπιδες, που αναζητούν έναν τόπο ειρηνικό να ξαποστάσουν. Για να φτάσει στη σύλληψη της ιδέας ενός απάνθρωπου γένους που καταδιώκει τα αδέλφια του, η ποιήτρια δεν αρκείται σε περιγραφή της νοσηρής πραγματικότητας, αλλά περνά μέσα από την πολυφωνική ύλη της δικής της γραφής, ύφανση από λέξεις που μεταμφιέζονται σε όνειρα-αναμνήσεις-στιγμές και, τελικά, μετουσιώνονται σε γόνιμη σιωπή, στο κατώφλι μιας συναισθηματικής, οικουμενικής ποίησης.

 

 

Η πολυφωνία εμφανίζεται με εντυπωσιακό τρόπο, σαν ψίθυρος αγάπης από τους τρεις γιους της ποιήτριας ενωμένους σε ένα αρχέτυπο, τον Υιό, το ευλογημένο μέλλον (σ. 13, «Ευλογία»), και αποκαλύπτει την κρυφή σημασία της σιωπής:

Γιε μου,

ενώπιος ενωπίω προς το συνάνθρωπο

άκουσε τα νοήματα απ’ τις σιωπές του

(σ. 103, «Μητρικές προτροπές»).

Η σιγαλή επικοινωνία αναζωογονεί το λόγο, θεριεύει «μέσα σε λέξεις» (σ. 15, «Αντί προλόγου»), αλλά και αποκτά αρνητικό πρόσημο ως απουσία και μη φωνή. Η γλώσσα, το πιο σημαντικό μέσο επικοινωνίας, δημιουργεί, στη χαώδη εποχή μας, μία πολυφωνία που αυτοαναιρείται. Το «συγκαταβατικό χαμόγελο» (σ. 17, «Ζωντανοί»), αναγκαίο στην αστική κοινωνία, οδηγεί σε υπόκριση ζωής ή σε μάσκα θανάτου. Στη ζωή μας

                   Πεισματικά, σαν σε σταυρόλεξο

                 πάντα μονάχα η λέξη η κατάλληλη χωρά (σ. 83, «Λέξεις»).

Ένα σταυρόλεξο η κοινωνία∙ και η ζωή μας σταυρόλεξο μέσα στο σταυρόλεξο. Ο καθένας μας έχει τη δική του συγκεκριμένη θέση, χωρίς καμιά πρωτοβουλία, χωρίς καμιά ανάσα ελευθερίας. Αν και γράμματα καθηλωμένα στο χαρτί, ο γραπτός λόγος κραυγάζει, μας παραπέμπει σε επιθανάτιο ρόγχο (σ. 37, «Γράμματα στο χαρτί»). Η πιο επίμονη φωνή γίνεται σιωπή, για να αφουγκραστεί τους μονολόγους μας, τη μοναξιά μας (σ. 60, «Η σιωπή»).  Και η γραφή ανάγεται σε μία σολωμική «άκρα του τάφου σιωπή». «Θ’ αφήσω τ’ αποτυπώματά μου στο χαρτί», μας προειδοποιεί η ποιήτρια στο τελευταίο ποίημα της συλλογής (σ. 107, «Αποτυπώματα»). Μόνο θολά ίχνη μένουν από το πέρασμά μας.

Στην καλύτερη περίπτωση οι λέξεις μάς οδηγούν σε θαλάσσιο ταξίδι, αν και πάντα με ημερομηνία λήξης, μεταμορφωμένες σε μήνυμα κλεισμένο σε μπουκάλι, όπως την επιστολή προς το μέλλον από τον σπουδαίο ρομαντικό ποιητή Alfred de Vigny στο «Une bouteille à la mer» (Ένα μπουκάλι στη θάλασσα):

 

Μέσα σε λέξεις θες να βάλεις τη ζωή σου

σερβιρισμένες σε κονσέρβα με ημερομηνία λήξης,

σε μπουκάλι που μεταφέρει μήνυμα

σ’ άγνωστο προορισμό (σ. 15, «Αντί προλόγου»).

Γιατί όμως έχει τέτοια αίγλη η λέξη; Από πού πηγάζει η εξουσία της; Διαβάζοντας στη Γένεση την εντολή «Γενηθήτω φως», συνειδητοποιούμε ότι η λέξη «φως» υπήρχε πριν δημιουργηθεί η πηγή του φωτός, ο Ήλιος, και είναι τόσο ισχυρή που προκαλεί τη γέννησή του. Έτσι και στην ποίηση, ο ποιητής προφέρει λίγους φθόγγους και πάραυτα το αντικείμενο αναφοράς γεννιέται στη σκέψη του παραλήπτη. Χάρη στην πρωταρχική ιερή δύναμή της, η λέξη ανάγεται στο πιο βασικό υλικό της συμπαντικής και ποιητικής δημιουργίας.

Είμαστε φτιαγμένοι για σπουδαία πράγματα. Ωστόσο, η υπόκριση καλά κρατεί στη ζωή μας, τόσο που ξεχνούμε ότι είμαστε εδώ για να ζήσουμε, με αποτέλεσμα να επιτρέπουμε στους κοινούς τόπους να μας καθοδηγούν:

                        Αρχή θανάτου κάθε κοινότυπο καλημέρισμα,

                        κάθε συγκαταβατικό χαμόγελο,

                        καθώς τους ζωντανούς υποδυόμαστε (σ. 17, «Ζωντανοί»).

Κάθε μας κίνηση, αντί για μια έστω περιορισμένη ελευθερία (ερωτηματικό), υποδηλώνει απόλυτη υποδούλωση, ανυπαρξία (αποσιωπητικά):

 

Αφαίρεσα

τα ερωτηματικά απ’ τα «γιατί;»

και με αποσιωπητικά

δήλωσα την υποταγή μου (σ. 62, «Υποταγή»).

Η σιωπή είναι προφανώς ο τόπος στον οποίο εισερχόμαστε για να αντικρίσουμε το άλγος αλλά και τη δημιουργικότητα της ζωής. Ο τίτλος του ποιήματος περιγράφει μια κατάσταση πολύ επικίνδυνη σε μια υποκριτική κοινωνία. Η υποταγή συσσωρεύει εχθρικές αντιδράσεις, ενώ στη σφαίρα της Τέχνης ένα απλό ποίημα, βγαλμένο από την ψυχή, αρκεί για να επισημάνει τη σύνθετη ματιά της ποιήτριας.

Κατανοούμε με αυτό τον τρόπο γιατί έχει τη δική της γραφή, τον δικό της μυθικό τρόπο να παγιδέψει το όνειρο:

 

 Μυθικά έπλασα τη ζωή 

με τις απόπειρες

να παγιδέψω τ’ όνειρο

(σ. 76, «Μυθοπλασία»).

Οι λέξεις άλλοτε τρέχουν με το βλέμμα του αναγνώστη και άλλοτε μένουν ακίνητες, αγνοώντας τον. Περιμένουν να γίνουν μάρτυρες σε ένα σημαντικό συμβάν που έχει ήδη ανακοινωθεί. «Τακτοποιώ τις μνήμες», προειδοποιεί η ποιήτρια (σ. 38, «Τακτοποίηση»), ενώ κρύβει τις έγνοιες της κοντά, αλλά όχι μέσα, στις σκέψεις της, «κάτω απ’ το μαξιλάρι» (σ. 36, «Τις έγνοιες μου ίσως…»). Χρησιμοποιεί συσσωρεύσεις –μια από τις αγαπημένες της τεχνικές– για να εκφράσει το βάρος του χρόνου που φεύγει:

Όσο τα χρόνια αυξάνονται,

τα κεριά λιγοστεύουν,

οι ρυτίδες βαθαίνουν,

τα βήματα αργοπορούν (σ. 39, «Επί ματαίω»).

Βάζει αντίστροφα τα κεριά στην τούρτα των γενεθλίων και αναρωτιέται: «Πόσα μου μένουν να σβήσω» (σ. 27, «Παραλογισμός»). Αυτή η μεγάλη μας επιθυμία να ζήσουμε στον αόρατο χρόνο και όχι στην πραγματικότητα οδηγεί σε παραλογισμό. Άνθρωποι πέθαναν πλήρεις ημερών που δεν έζησαν ποτέ κανένα τους όνειρο. Γι’ αυτό λέει με έντονο συναίσθημα το δικό της carpe diem:

              Ερήμην μας ο χρόνος τελειώνει […]

                        Ερήμην μας,

μια η ζωή και δεν προλαβαίνουμε (σ. 99, «Ερήμην μας»).

Όπως στο πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο Πρωτογεννήματα (1982), ζητά από το ταξί να φρενάρει σε μια κοινωνία που μας πνίγει, δεν μας επιτρέπει καμιά ελευθερία:

  Μόνο μια στάση για μια ανάσα

σ’ εκείνο το στενοσόκακο,

κάτω απ’ τα σπίτια με τους μαυρισμένους τοίχους.

Μια στάση σύντομη,

έπειτα πάλι θα ξεκινήσουμε.

Μη φοβάσαι, δε θα παραστρατήσουμε.

Αφού κι εσύ καλά το ξέρεις, πως

η ίδια η ζωή μας δε θ’ αφήσει.

Ζωή κανονισμένη,

συντονισμένη σε κάθε κοινωνική απαίτηση (σ. 18, «Μια στάση»).

Οι μαύροι τοίχοι, σύμβολο απουσίας ή ακόμη και θανάτου, παραμένουν το μοναδικό αξιοθέατο για την αμείλικτα οργανωμένη ζωή μας.

Ένας λυγμός σε κάθε ποίημα και μαζί μια διονυσιακή κραυγή χαράς για τις ελπίδες που το όνειρο δεν θα αφήσει ποτέ να χαθούν:

 

Ξεστράτισα, μέσα στους δρόμους της φαντασίας. […]

Επιστροφή εκεί που ρίζωσαν οι στοχασμοί

να προσμετρούνται τα χρόνια με στιγμές (σ. 20, «Απουσία»).

Κάθε φωνή που αναδύεται από τη γραφή της ποιήτριας εισάγει μια νέα οπτική. Αρχικά, τραβά την προσοχή μας ο διάλογος ανάμεσα στα ποιήματα, τη στιγμή που, ενώ ο χώρος στοχάζεται, ο χρόνος επανέρχεται σαν φάντασμα. Αναζητεί το είναι γύρω από το φαίνεσθαι, ένα φαίνεσθαι που θριαμβεύει όσο πιο άυλο και πιο αόρατο γίνεται. Συμπρωταγωνιστής της Λέξης, ο Χρόνος απειλεί να αποσυρθεί από τη σκηνή της ζωής και του λόγου, να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια άγονη αχρονία, να τον εξαφανίσει. Ο Χρόνος-Ηρώδης καραδοκεί, ενώ το αρχέτυπο Νύχτα κυκλοφορεί δειλά ανάμεσα στους στίχους.

Με «δάκρυα χαράς, / χαμόγελα θλίψης» (σ. 52, «Σε βίους παράλληλους»), η Εύη Μελά-Αλεξιάδη καταθέτει την αγάπη της για τη ζωή και τον άνθρωπο, με ποίηση που ρέει σαν την καθάρια θάλασσα της Καρπάθου, με στίχους θλιμμένους αλλά και πιστούς στη γιορταστική και καλλιτεχνική καθημερινότητα του τόπου της (μας), όπως τα περίφημα καρπαθιακά ψιλοκούλουρα (σ. 90, «Κάρπαθος 1977-2007, Συνάντηση συμμαθητών»).

Θέματα Λογοτεχνίας, Ιούλιος 2020