Ρυθμός, περσόνες, εγκιβωτισμοί και κοινωνική ματιά (Ζωή Σαμαρά, “Είδα τις λέξεις να χορεύουν”)
366Views
Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου
Ζωή Σαμαρά, “Είδα τις λέξεις να χορεύουν”, εκδ. Γκοβόστη, 2015
Ένας τίτλος: Είδα τις λέξεις να χορεύουν.
Είδα: α΄ ενικό. Ποιος είδε; Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο; Υπάρχει μια αφήγηση για κάτι θαυμαστό.
Πού και Πότε συνέβη η αφήγηση; Ένας ποιητικός Πρόλογος μας μπάζει στο σκηνικό: Όταν πρωτοείδε/το Χορό/ να διηγείται να διαλέγεται/ σε ημίφως σε σκοτάδι/ πάνω σε μια εξέδρα από άλλο τόπο/ η Γυναίκα συνάντησε την Ποιήτρια.
Πάνω σε μια εξέδρα, λοιπόν, από άλλον τόπο (πού), σε ημίφως ή/και σε σκοτάδι (πότε), σε έναν χρόνο άχρονο κι εκεί που το πραγματικό συναντά το φανταστικό, μέσα από την αφήγηση και τον διάλογο η Γυναίκα ενδύθηκε την Ποιήτρια. Η γυναίκα με κεφαλαίο. Η συγκεκριμένη γυναίκα, έμφυλη αναφορά, το κοριτσάκι που μεγαλώνει.
Τριπλό ποιητικό υποκείμενο επομένως: Χορός, Γυναίκα, Ποιήτρια. Ο Χορός ως έκφραση του γενικού-συλλογικού. Η γυναίκα του ατομικού. Η ποιήτρια δημιουργός. Σε μια πρώτη ανάγνωση. Από εκεί και πέρα οι τρεις οπτικές ενώνονται και γίνονται μία. Και ύστερα επιμερίζονται πάλι, για να πιάσουν γωνιές της γης, γωνιές της ύπαρξης, της ιστορίας. Περσόνες με άλλα λόγια. Που μπλέκονται αξεδιάλυτα, καθώς διαλέγονται, καθώς η μια περσόνα εγκιβωτίζεται μέσα στην άλλη.
Ακόμα παραπέρα. Και οι τρεις περσόνες-ποιητικά υποκείμενα είναι σαν να αναφέρονται σε ένα άλλο πρόσωπο και να αφηγούνται τη ζωή του. Τη ζωή ενός μικρού κοριτσιού που μεγαλώνει σε ένα νησί, του κοριτσιού που ήθελε να γράφει και να γίνει συγγραφέας. Η ιστορία αυτή πότε τέμνεται με τη ζωή της Ποιήτριας, πότε με της Γυναίκας, κι άλλες φορές αυτονομείται και ταυτίζεται με τη δημιουργία, με το Σύμπαν, με τη συλλογική μοίρα.
Κι αρχίζει ο χορός των λέξεων. Ποικιλοτρόπως χορεύουν οι λέξεις:
-Με την εναλλαγή των ρηματικών προσώπων. Πρώτο, δεύτερο και τρίτο ενικό, πρώτο πληθυντικό χρησιμοποιούνται και από τα τρία ποιητικά υποκείμενα, τα οποία δεν συνδέονται σταθερά με κάποιο ρηματικό πρόσωπο.
-Με την απεύθυνση του ενός προσώπου στο άλλο, σαν σε ένα διάλογο, που είναι ταυτόχρονα και προχώρημα της αφήγησης, αλλά και πολυπρισματικό κοίταγμα-εστίαση σε κάποια χρονικά σημεία και γεγονότα.
-Με την ίδια τη δομή των στίχων. Οι στίχοι τέμνονται, αλλά και παύσεις-κενά δημιουργούνται μέσα στον ίδιο στίχο, κατά τον προσφιλή ποιητικό τρόπο της Σαμαρά. Επαναφορές, παιχνίδι με τις λέξεις, συνώνυμα, παρηχήσεις. Και συχνά απουσία στίξης, κυρίως στον λόγο της Γυναίκας και της Ποιήτριας, ή αντίθετα πλούσια και συνεπέστατη στίξη.
-Σε συνδυασμό και με τα προηγούμενα, με τον ρυθμό να συνοδεύει κάθε στίχο της συλλογής, δίνοντας στην ποιητική έκφραση την εσωτερική έννοια του χορού, της αρμονίας.
-Με τη διακειμενική συνομιλία, όπως με ποιήματα από προηγούμενες συλλογές της Ζωής Σαμαρά.
Κομβικό ποίημα στη συλλογή θεωρώ ότι είναι αυτό που φέρει τον τίτλο Το ποίημα, αρθρωμένο από την Ποιήτρια (σ.27). Το κοριτσάκι αφηγείται σε α΄ ενικό ότι ήθελε να γράψει την ιστορία μιας γυναίκας που έγραφε συνέχεια, από τα 18 ως τα 81 (ενδιαφέρον παιχνίδι με τους αριθμούς, που έχουν συμβολική λειτουργία), φαντάστηκε ότι έγραφε, ενώ δεν γνώριζε ακόμη τη λέξη γραφή. Η γυναίκα κάποια στιγμή διαπιστώνει ότι αντί, για τα σημαντικά βιβλία, είχε γράψει μόνον ένα ποίημα, που έλεγε/ έλεγε/ την ιστορία μιας γυναίκας/ που άρχισε να γράφει στα 18/ και έγραφε ως τα 81
Εντυπωσιακός εγκιβωτισμός της μιας ιστορίας μέσα στην άλλη. Σ΄ αυτό το σημείο είναι που η τέταρτη περσόνα εισάγεται στον διάλογο. Η γυναίκα αυτή παρουσιάζει κοινά στοιχεία με την Ποιήτρια. Μολονότι στο τέλος του ποιήματος η αφηγήτρια, η μικρή της ιστορίας, λέει ότι δεν μπόρεσε να γράψει τη ζωή εκείνης της γυναίκας, γιατί
ήμουν πολύ μικρή/ τόσο μικρή που δεν γνώριζα καν/ τη λέξη/ «ζωή»
η αναίρεση αφήνει ένα μικρό παράθυρο άλλης ανάγνωσης, καθώς η τελευταία λέξη («ζωή») συνδέεται όχι μόνο με την Ποιήτρια αλλά και με τη συγγραφέα Ζωή).
Ζωή Σαμαρά
Η Σαμαρά συνθέτει με ευφυή τρόπο ένα ποιητικό δραματικό κείμενο, με τις δύο σημασίες της λέξης. Τρία είναι τα μέρη της σύνθεσης, ο Πρόλογος, ο Διάλογος και ο Λόγος, με κυρίως τμήμα τον Διάλογο. Ο Πρόλογος δίνει το πλαίσιο. Και στη συνέχεια τα πρόσωπα ξετυλίγουν τη σύνθεση. Μια σύνθεση που ενώνει σε ενιαίο όλον αδημοσίευτα ποιήματα που γράφτηκαν πρόσφατα, ποιήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά αλλά που δεν είχαν περιληφθεί σε συλλογές, ποιήματα προηγούμενων συλλογών και ποιήματα που είχαν γραφτεί αρκετά παλιότερα – οι σχετικές πληροφορίες για το κάθε ποίημα δίνονται αναλυτικά και με μεγάλη ακρίβεια στις πρώτες δημοσιεύσεις, με τον ωραίο τίτλο Πρώτες (ή αθέατες εμφανίσεις). Η σύλληψη απαιτητική. Το αποτέλεσμα συναρπαστικό και άκρως ποιητικό, με έντονη τη θεατρική του πλευρά.
Παράλληλα με την ανάδυση της γραφής, σταθερό background η κοινωνική ματιά. Η απλότητα. Η προσφορά. Η δικαιοσύνη. Η ανιδιοτέλεια.
Έβλεπε/ Πλάι στις βάρκες τα καράβια/ πλάι στη μαρίδα τα λιθρίνια/ θεσπέσια εικόνα/ ισότητα/ βγαλμένη απ’ τον Παράδεισο (Ποιήτρια-Πηγάδια, σ.18)
– Σας είπε μήπως ποιο ψάρι της αρέσει;
– Οι γόπες. Είναι, λέει, ταπεινές. Τροφή για τους σοφούς, που είναι φτωχοί.
– Δώσε αυτές στη μαμά της.
– Όχι, μονάχα μία, θα θυμώσει η δασκάλα μας. (Χορός-Χρη Μα, σ.19-20)
Ο φακός να εστιάζει σε παλαιότερες καταστάσεις αλλά και σε σύγχρονα γεγονότα.
Δώδεκα χρονών. Ξεκίναγε κάθε πρωί για το Γυμνάσιο, γύρω στα δέκα χιλιόμετρα δρόμο, μέσα από γκρεμούς και θάμνους. (Χορός-Λιμουζίνα, σ.27)
Καλέ μου αναγνώστη/ […]/ αφήσαμε να γίνουν/ της Άγαρ και της Σάρας τα παιδιά/ σε έρημο χαμένη φυλή του Αβραάμ/ να τα ενώνει ένα ααα… ατέρμονο/ να τα χωρίζει μια κραυγή του τρόμου (Γάζα, σ. 70)
Ένα βαθύ πολιτικό σχόλιο είναι οι στίχοι της Ζωής Σαμαρά. Όχι κραυγαλέο, αλλά αιχμηρό, για τη φτώχεια, τη μετανάστευση, τον πόλεμο από τη μια μεριά, για την «Ευρώπη του ανθρωπισμού» από την άλλη, όπως την ονειρεύτηκαν πολλοί, που όμως στέκει μακρινή, αποστασιοποιημένη. Η προηγούμενη συλλογή της Σαμαρά φέρει τον τίτλο Και είναι πολύ μακριά η Δύση». Πολύ μακριά, όχι τοπικά κυρίως. Και οι δύο συλλογές, ειδικότερα η πιο πρόσφατη, γίνονται εξαιρετικά επίκαιρες μέσα στο πολιτικό σκηνικό που βιώνουμε, με το ευρώ και την Ευρώπη να γίνονται η μαγική σωσίβια λέμβος, που όμως γλιστρά και απομακρύνεται ανέλπιδα.
Από τη συλλογή Είδα τις λέξεις να χορεύουν:
Τεντώνουν/ τ’ αδύνατα χεράκια τους/ να πιάσουν το ευρώ που τους προσφέρεις/ Ευρώ Ευρώπη/ ψιθυρίζουν (Ποιήτρια-Πεζός λόγος, σ. 66)
Και από τη συλλογή Και είναι πολύ μακριά η Δύση ένα ποίημα που το παραθέτω σχεδόν ολόκληρο:
[…] Μυριάδες πάλι οι ξένοι/ Και πρόσφυγες/ εμείς/ στη μοναξιά μας/ Άμμος της ερήμου. Λαθρομετανάστες τους βαφτίσανε. Πώς αλλιώς; Ήρθαν από μακριά – όπως κάποτε πήγαμε εμείς. Στα κρυφά όμως οι άλλοι. Στα κρυφά./ Το χώμα να φεύγει κάτω από τα πόδια μας/ Το χώμα το ελληνικό να μη φτάνει για όλους μας/ Και είναι πολύ μακριά η Δύση
Από τα βάθη του γιαλού/ από του χρόνου τα βάθη/ φράχτες δεν μπήκαν γύρω/ από τα νησιά/ συνοριακό πλέγμα/ το πέλαγο/
Κι οι άλλοι δεν διστάζουν/ να πνιγούν/ Λίγη Ευρώπη/ Αδέλφια/ δώστε μας λίγο χώμα από την ήπειρο των/
δύο Πολέμων.
Συρματοπλέγματα/ ξηλώστε τα/ δέστε τους/ Τολμούν/ να ζητούν την Ελπίδα/
στο κουτί της Πανδώρας […]
(Από τα βάθη του χρόνου, σ. 43)
Και ταυτόχρονα, ο ανθρώπινος πόνος, ο υπέρτατος πόνος, η απώλεια. Που συντρίβει την ψυχή και τη σφραγίζει ισόβια. Που ενώνει την ύπαρξη με το εδώ και με το εκεί και με τη φύση που δέχτηκε το σώμα αυτής που χάθηκε.
-Εδώ είσαι ή εκεί/ με ρώτησαν τα δέντρα/ Όπως εσείς απάντησα/ Κι εκεί κι εδώ/ Όπου υπάρχει/ η Ευλογημένη
( Η Ευλογημένη, σ.60)
Ωστόσο δεν αφήνει ο υπέρτατος πόνος την ύπαρξη να βουλιάξει στο πένθος, και μετατρέπει την οδύνη σε έγνοια για τον πάσχοντα, σε προσφορά και αλληλεγγύη. Μολονότι το προσωπικό δράμα θα παίζεται πάντα σιωπηρά αναζητώντας την ανέφικτη απάντηση.
πέφτω στην άβυσσο/ τηρώ μιας αιωνιότητας σιγή/ ηχώ στην «αέναη του σύμπαντος σιγή»/ κι όπως ο λύκος του ρομαντικού ποιητή/ ξέρω πως μόνο η σιωπή είναι δύναμη (Χορός-Γυναίκα: Μπα-΄Ιλα, σ. 68)
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο δραματικός λόγος, ενώ εμπεριέχει το τραγικό, δεν βαραίνει την ψυχή, γιατί η ποιητική έκφραση το αλαφρώνει συνειδητά, κάποτε με χιούμορ ή σαρκασμό.
Σε μια ευρύτερη σύγκριση με το αρχαίο δράμα, είναι ο Χορός που προχωράει την αφήγηση (τα επεισόδια προχωρούν τη δράση εκεί), ενώ στα λυρικά στάσιμα στοιχούν οι μονόλογοι της Γυναίκας και της Ποιήτριας. Ο Πρόλογος, όπως προαναφέρθηκε, παρέχει το πλαίσιο της ποιητικής αφήγησης-δράσης. Η Σαμαρά γνωρίζει να ανατρέπει τους κανόνες, όχι μόνο στην έκφραση αλλά και στη δομή. Μετά τον Διάλογο έχουμε τον Λόγο, που κλείνει τη συλλογή με δύο εκπληκτικά ποιήματα, τη Δημιουργία και την Πραγματικότητα. Το πρώτο αρθρωμένο από τη Γυναίκα, «παίζει» με την έννοια της δημιουργίας-γέννησης και μη γέννησης, άρα ανυπαρξίας; Ή μήπως της ύπαρξης με τη γέννηση μέσω της γραφής;
Στο δεύτερο, αρθρωμένο από την Ποιήτρια, επιχειρείται ένας ορισμός της πραγματικότητας, ανατρεπτικός ορισμός, που τη συνδέει και ταυτόχρονα τη διαχωρίζει από τη φαντασία και το όνειρο, τέλος την εξισώνει με το μη πραγματικό.
Πραγματικότητα/ παιδί και μάνα του μη πραγματικού.
Ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει η συλλογή, με φιλοσοφικό στοχασμό, μ’ ένα ευφυές παιχνίδι με τις λέξεις, με τον λόγο να αμφισβητεί τα σύνορα ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο επιθυμητό.
Αγαπώ τα ποιήματα που, μολονότι εκφράζουν υψηλά νοήματα, είναι κατανοητά – όχι εύκολα. Που, μολονότι η ποιητική τους έκφραση είναι εξαιρετικά δουλεμένη, δεν είναι εξεζητημένη. Αγάπησα λοιπόν (και) αυτά τα ποιήματα της Ζωής Σαμαρά για τον κομψό της λόγο, για τον ρυθμό που περικλείουν, για τον έλεγχο στην έκφραση του πόνου και της απώλειας, για το γενναίο κοίταγμα του θανάτου, για την γνοιασμένη ματιά στα ανθρώπινα, εντέλει για τη γλυκιά κατάφαση της ζωής.