Ζωή Σαμαρά
Η αιωνιότητα της στιγμής
(Φραγκίσκη Αρ. Σταυράκη, Εσαεί, ποίηση, Αθήνα, Εκδόσεις Βεργίνα, 2020, σελ. 43.)
Διαβάζω το νέο ποιητικό βιβλίο της Φραγκίσκης Σταυράκη και έχω την έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύω στο νησί μου. Ακούω τα κύματα του Καρπάθιου Πελάγους να σπάζουν με δύναμη στα τεράστια βράχια. Βλέπω τον γαλάζιο ουρανό να χαμογελά χωρίς δάκρυα. Ο χώρος κατέχει σημαντική θέση στο βιβλίο, αναμενόμενο, καθώς η Κάρπαθος περιβάλλεται από μια θάλασσα γνωστή από τα ομηρικά έπη, θάλασσα που ταξιδεύει και η ίδια, ενδεδυμένη με πολλές μυθικές μορφές, για να συναντήσει τον ουρανό στον ορίζοντα και να αγιασθεί:
Δώστε μου λίγο ουρανό,
ένα κομμάτι θάλασσα,
μια χούφτα χώμα απ’ το νησί μου
κι εγώ θα βρω τον δρόμο (σ. 23).
Έντονο το συναίσθημα στην παράκληση. Η ποιήτρια ονειρεύεται να ταξιδέψει σε στεριά, θάλασσα και αέρα για να εξυμνήσει το νησί μας, να του αφιερώσει γενναιόδωρα όλη της την πλούσια έμπνευση: «Στη μέση ενός ουρανού / άφησα τα τραγούδια μου» (σ. 16). Φανταζόμαστε την ηχώ της μελωδίας να αγκαλιάζει το σύμπαν.
Η ποιητική συλλογή αρχίζει με τους στίχους «Μικρές γοργόνες τα όνειρά μας […] / προσμένουν μήπως και φανείς» (σ. 9). Όλος ο ύμνος του χώρου έχει ένα αποτέλεσμα, την προσμονή του προσώπου, ταίρι του ποιητικού εγώ, που μεταμορφώνεται σε γοργόνα, φορτισμένη από την παράδοση με γοητεία και ερωτισμό, για να τον κερδίσει. Αυτή η πίστη στον άλλο εαυτό μας εγκαθιστά τη θεματική του έρωτα στο ειδυλλιακό τοπίο και δίνει έντονη αισθαντική πνοή στην ποίηση της Σταυράκη:
γιατί, το ξέρεις, είν’ αμάρτημα
η αγάπη, όταν ξεχνιέται. […]
κι είναι η Άνοιξη που ξέχασε να ’ρθει (σ. 24).
Η θέαση της ζωής και του έρωτα την επικουρεί να αντιμετωπίσει τη βραχύτητα του βίου με τρυφερότητα, σε στίχο που τραγουδά το εφήμερο: «Δεν είν’ για πάντα ο έρωτας» (σ. 41). Ο έρωτας αποκτά αξία ακριβώς επειδή είναι εφήμερος, όπως ο χρυσός, που είναι σπάνιος. «Αφόρετα τα χρόνια, αφόρετα τα όνειρα…» (σ. 11), γράφει σε ποίημα που τοποθετεί και στο οπισθόφυλλο, αναδεικνύοντας τη σημασία του. Η ζωή είναι πολύτιμη, γιατί δεν προλαβαίνουμε να τη χαρούμε. «Οι παραλείψεις πέλαγος…», αλλά κυρίως σκέφτεται «μια φυγή που δεν τολμήσαμε» (σ. 15). Δεν μας μένει λοιπόν παρά να αρπάξουμε τη στιγμή.
Ο χωρόχρονος θριαμβεύει, όταν ο χρόνος, παρών από τον τίτλο, μας προετοιμάζει για τη θέαση της αιωνιότητας. Ωστόσο, όχι απλώς περιγράφεται η ζωή μας ως «ένα παρ’ ολίγον» (σ. 7), δεν είναι καν πραγματική, είναι αντανάκλαση της ζωής (σ. 10), αλλά όχι όπως στον Πλάτωνα. Δεν ανεβαίνουμε σε ψηλότερα επίπεδα του σύμπαντος για να ανακαλύψουμε την πραγματικότητα. Το θέμα της ποίησης της Σταυράκη δεν είναι επομένως η αιωνιότητα, αλλά το θάρρος που χρειάζεται να σφίξουμε τα χέρια μας, για να μην αφήσουμε τη ζωή να γλιστρήσει αθόρυβα σαν νερό μέσα από τα δάχτυλά μας.
Με τίτλο τη λέξη «εσαεί», η ποιήτρια γράφει για τη βραχύτητα του βίου και για την κραυγή carpe diem, που ακολουθεί αυτή τη συνειδητοποίηση. Δεν αναιρεί τη σύλληψη της αιωνιότητας, που ανατρέπεται πολύ επιτυχημένα με τη σημαντική διαπίστωση στο τέλος του βιβλίου: «Είναι μικρή η ζωή, σου λέω, / για να ’ναι αμαρτωλή» (σ. 41). Έτσι η έννοια της αιωνιότητας αντικαθίσταται από την έννοια της επανάληψης, ενώ στο διονυσιακό στοιχείο του τέλους η ζωή, όσο και αν σπαταλήθηκε, βγαίνει νικήτρια, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται.
Εσαεί. Ένα τρυφερό βιβλίο, γεμάτο νοσταλγία, με τον ευγενή ποιητικό λόγο της Φραγκίσκης Σταυράκη να ρέει, συχνά με ελεγειακό ρυθμό, και να παρασύρει τον αναγνώστη στον λογοτεχνικό τόπο Κάρπαθο ή ουρανό. Με την αντίθεση ανάμεσα στον τίτλο Εσαεί και τη θεματική του εφήμερου, του χρόνου που τρέχει, η ποιήτρια καλεί τους αναγνώστες της να βιαστούν να ζήσουν όλη την αιωνιότητα σε μια στιγμή γεμάτη ευδαιμονία στα τοπία της παιδικής τους ηλικίας. Το ρητό «Άδραξε την ημέρα» από τις Ωδές του Οράτιου, που συνοδεύει μελωδικά τους στίχους στη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη, του θυμίζει ότι ο χρόνος είναι ο Κρόνος που καταπίνει τα ανύποπτα παιδιά του.