Ζωή Σαμαρά, Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2022

Ζωή Σαμαρά, Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2022

γράφει η Μαρίζα Γαλάνη

«Ο Όλυ­μπος μας φώ­να­ζε από τό­σον και­ρό. Η ομορ­φιά του δεν εί­ναι μό­νο στη φύ­ση. Η ομορ­φιά του, εί­ναι ομορ­φιά πνευ­μα­τι­κή. Εκ­φρά­ζει το θείο»

Frédéric Βoissonas

Ένα λευ­κό, φω­τει­νό εξώ­φυλ­λο μα­γνη­τί­ζει το βλέμ­μα του ανα­γνώ­στη-θε­α­τή, που γεν­νά μέ­σα του ένα μυ­στή­ριο συ­ναί­σθη­μα, και τον ωθεί να πλη­σιά­σει για να δει τις λέ­ξεις που χο­ρεύ­ουν[1] στη μέ­ση, ντυ­μέ­νες στα πρά­σι­να, σαν τον Χο­ρό της Αρ­χαί­ας Κω­μω­δί­ας. Εύ­η­χα φω­νή­ε­ντα αντη­χούν στα αυ­τιά του, σχη­μα­τί­ζο­ντας τον τί­τλο του έρ­γου, και με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε μα­γι­κά ρα­βδιά που κα­λούν τον ανα­γνώ­στη να συμ­με­τέ­χει στη λύ­ση του αι­νίγ­μα­τος. Οι λέ­ξεις-Χο­ρός εμ­φα­νί­ζο­νται σαν να προ­λο­γί­ζουν το έρ­γο, όπως στα δρα­μα­τι­κά κεί­με­να και ταυ­τό­χρο­να να πρω­το­στα­τούν στη σκη­νο­γρα­φία της πα­ρά­στα­σης.

«Όλυ­μπος», σύμ­φω­να με το γλωσ­σο­λό­γο Georg Curtius[2] προ­έρ­χε­ται από τη ρί­ζα λαμπ και ερ­μη­νεύ­ε­ται ολο­λα­μπής, ολό­λευ­κος. Οι δύο πρά­σι­νες κορ­φές που πε­ριέ­χουν τα αρ­χι­κά ΟΛ του Ολύ­μπου, έχουν το ίδιο χρώ­μα με τα φύλ­λα της βά­σης του σπά­νιου φυ­τού Γιάν­κεα, που συ­να­ντά­με απο­κλει­στι­κά στον Μύ­τι­κα, την κο­ρυ­φή του Ολύ­μπου.

Ο τί­τλος φαί­νε­ται να σκη­νο­γρα­φεί την πα­ρά­στα­ση, κα­θώς οι λέ­ξεις «ζω­γρα­φί­ζουν» στο ολό­λευ­κο χαρ­τί την κο­ρυ­φή του λα­μπε­ρού βου­νού, και να το­πο­θε­τεί στη σκη­νή το Θρό­νο του Δία.[3]

Και από το φως του λα­μπε­ρού βου­νού, οι λέ­ξεις μας οδη­γούν στο φως της θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης. Το αί­νιγ­μα λύ­νε­ται από την πρώ­τη στιγ­μή. Η Σκη­νι­κή Οδη­γία επι­βε­βαιώ­νει τα λό­για του «Χο­ρού» στο εξώ­φυλ­λο:

 

«Ανοί­γει η αυ­λαία. Ξέ­φω­το σε κο­ρυ­φή βου­νού[…]

Μή­πως κά­ποιος ζω­γρά­φος ή σκη­νο­γρά­φος κρύ­βε­ται ανά­με­σά μας; Μή­πως προ­σπα­θεί να απει­κο­νί­σει τον Μύ­τι­κα, την κα­τοι­κία των δώ­δε­κα Θε­ών; Για­τί όμως; στο κέ­ντρο του ξέ­φω­του η σκη­νή. Πί­σω σκο­τά­δι…Πώς γί­νε­ται να μοιά­ζει εντε­λώς άδεια η σκη­νή; Κι αν δεν εί­ναι;

Kά­ποιο μυ­στή­ριο κρύ­βε­ται εδώ.»

( Ρα­ψω­δία Α΄, σελ. 9)

Το θε­α­τρι­κό έρ­γο της Σα­μα­ρά από την αρ­χή κρύ­βει ευ­χά­ρι­στες και αι­νιγ­μα­τι­κές εκ­πλή­ξεις στον ανα­γνώ­στη-θε­α­τή. Όταν με­λε­τά­με ένα αρ­χαίο θε­α­τρι­κό έρ­γο ο συγ­γρα­φέ­ας το χω­ρί­ζει σε πρά­ξεις. Οι σκη­νι­κές οδη­γί­ες ή δι­δα­σκα­λί­ες στην αρ­χαιό­τη­τα ήταν εν­σω­μα­τω­μέ­νες στο δρα­μα­τι­κό ποί­η­μα. Στο συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο οι πρά­ξεις αντι­κα­θί­στα­νται από τις ρα­ψω­δί­ες και τις σκη­νι­κές οδη­γί­ες όχι μό­νο δεν τις εντο­πί­ζου­με στο εσω­τε­ρι­κό του κει­μέ­νου, αλ­λά πρό­κει­ται για μια Κυ­ρία αό­ρα­τη που κα­τέ­χει πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο, μι­λά­ει και σκη­νο­θε­τεί το έρ­γο μέ­σα από τα πα­ρα­σκή­νια.

Η επι­λο­γή της λέ­ξης ρα­ψω­δία, τα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά ονό­μα­τα των ηρώ­ων και η χρή­ση της μά­σκας από τους ηθο­ποιούς, σύμ­φω­να με τις τε­λευ­ταί­ες σκη­νι­κές οδη­γί­ες, (οι ηθο­ποιοί των πα­ρα­σκη­νί­ων φο­ρούν μά­σκες) μαρ­τυ­ρούν την αγά­πη της θε­α­τρι­κής συγ­γρα­φέ­ως για την αρ­χαία ποί­η­ση. Και όταν ρω­τή­θη­κε κά­πο­τε, ποιον Έλ­λη­να ποι­η­τή θε­ω­ρεί το με­γα­λύ­τε­ρο, εκεί­νη απά­ντη­σε, τον Όμη­ρο.

Με αυ­τό το ευ­φυ­ές τέ­χνα­σμα να συν­δέ­ει η δρα­μα­τι­κή ποι­ή­τρια την επι­κή ποί­η­ση με τη σκη­νι­κή οδη­γία, όρος που πα­ρα­πέ­μπει στα σύγ­χρο­να θε­α­τρι­κά έρ­γα, υπο­δει­κνύ­ει στον ανα­γνώ­στη την αιώ­νια δύ­να­μη του αρ­χαί­ου ποι­η­τι­κού λό­γου προ­σαρ­μο­σμέ­νο στη σύγ­χρο­νη επο­χή. Με αυ­τόν τον τρό­πο, ο ανα­γνώ­στης παί­ζει και ο ίδιος, συμ­με­τέ­χει στην πα­ρά­στα­ση με εν­δια­φέ­ρον και αγω­νία για το τι θα επα­κο­λου­θή­σει στη συ­νέ­χεια. Τη μυ­στή­ρια ατμό­σφαι­ρα υπο­στη­ρί­ζει και η μου­σι­κή υπό­κρου­ση που απο­τε­λεί ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι στην αρ­χαία δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση, κα­θώς εί­ναι το δώ­ρο των Μου­σών και το μέ­σο της πνευ­μα­τι­κής ωρί­μαν­σης:

Μου­σι­κή υπό­κρου­ση, κυ­ρί­ως όταν ακού­γο­νται οι Φω­νές (σ.7)

Οι αό­ρα­τες Φω­νές, με κε­φα­λαίο ίσως να αντι­κα­θι­στούν τον Χο­ρό, που εκ­προ­σω­πού­σε τη φω­νή του λα­ού. Απλά τις ακού­με, όπως στους Βα­τρά­χους του Αρι­στο­φά­νη, ο β΄ Χο­ρός, εί­ναι αό­ρα­τος, εκ­προ­σω­πεί τους δρα­μα­τι­κούς ποι­η­τές που εμ­φα­νί­σθη­καν με­τά το θά­να­το του Αι­σχύ­λου, του Σο­φο­κλή και του Ευ­ρι­πί­δη και προ­κα­λούν με τα έρ­γα τους, τον ίδιο δυ­σά­ρε­στο θό­ρυ­βο, όπως κά­νουν οι βά­τρα­χοι και το τρα­γού­δι τους συ­νο­δεύ­ε­ται με φύ­ση­μα αυ­λών.

Σύμ­φω­να με τον κα­θη­γη­τή κλα­σι­κής μου­σι­κής Armand d’Α­ngour η αρ­χαία μου­σι­κή δεν έχει χα­θεί και ανα­βιώ­νει.[4] Ο 1ος Δελ­φι­κός Ύμνος του Απόλ­λω­να,[5] στο όμορ­φο άκου­σμα του αυ­λού, θα συ­νέ­παιρ­νε τον ανα­γνώ­στη-ακρο­α­τή και θα απο­μά­κρυ­νε το θό­ρυ­βο που θα προ­ερ­χό­ταν από τις Φω­νές των πα­ρα­σκη­νί­ων.

Η Σα­μα­ρά επι­νο­εί ένα άλ­λο πρω­τό­τυ­πο τέ­χνα­σμα. Όπως μέ­σα στην τά­ξη άφη­νε τους φοι­τη­τές να βρού­νε τη λύ­ση σε κά­θε πρό­βλη­μα που προ­έ­κυ­πτε από την ερ­μη­νεία του λο­γο­τε­χνι­κού ή θε­α­τρι­κού κει­μέ­νου, δί­νο­ντάς τους μό­νο με­θο­δο­λο­γι­κές οδη­γί­ες, έτσι και οι ήρω­ες του έρ­γου δρουν αυ­θόρ­μη­τα και απα­ντούν μό­νοι τους, αυ­τό­μα­τα στα ερω­τή­μα­τα τους:

 

Όνει­ρος

— Τι; Οι συν­θή­κες υγιει­νής έχουν αλ­λά­ξει;

— Μα και τα αί­τια έχουν αλ­λά­ξει. Η με­τα­φυ­σι­κή αντι­κα­τα­στά­θη­κε από την πο­λι­τι­κή. Το κρά­τος των θε­ών με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε κρά­τος του τρό­μου. Εί­μα­στε όλοι πλέ­ον παι­διά κα­τώ­τε­ρων θε­ών.

(Ρα­ψω­δία Α΄, σ. 16)

Τα παί­γνια με τις δι­φο­ρού­με­νες λέ­ξεις προ­κα­λούν γέ­λιο στους ανα­γνώ­στες-θε­α­τές οδη­γώ­ντας τους στη λύ­ση του αι­νίγ­μα­τος, που τους απα­σχο­λεί από την αρ­χή του έρ­γου:

Πο­λύ­μνια

Ε, όχι, Αθη­νά. Θα κά­νου­με την επα­νά­στα­σή μας στο χώ­ρο της γρα­φής, όχι της κοι­νω­νι­κής υπο­κρι­σί­ας. Δεν θα τους χα­ρί­σου­με τα βρα­βεία μας. Άσε που θα μας πουν και μπρά­βο που κα­τα­λά­βα­με πό­σο ανά­ξιοι εί­μα­στε για ένα βρα­βείο. Δι­πλό χα­στού­κι στην υπο­κρι­σία αν τα δε­χθού­με.

(Ρα­ψω­δία Β΄, σ. 35)

Το θε­α­τρι­κό παι­γνί­δι συγ­χέ­ε­ται με το κοι­νω­νι­κό. Οι υπο­κρι­τές εί­ναι ίδιοι πα­ντού. Τα θε­α­τρι­κά πα­ρα­σκή­νια συν­δέ­ο­νται με τα πα­ρα­σκή­νια της ζω­ής, όπου οι ίντρι­γκες παί­ζουν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο. Και έρ­χε­ται η κω­μι­κή ποι­ή­τρια να υπο­δεί­ξει μέ­σα από το έρ­γο της, το έντι­μο παι­γνί­δι, με σκη­νο­θέ­τες τους ίδιους τους ποι­η­τές, που γρά­φουν με την ψυ­χή τους, και μα­θαί­νουν στους ανα­γνώ­στες τους να μά­χο­νται ενά­ντια στις αγω­νί­ες του πα­ρό­ντος, να επι­σκέ­πτο­νται με τη σκέ­ψη τους το «Άσυ­λο των Μου­σών», τον Όλυ­μπο, όπως τον ονο­μά­ζει ο ζω­γρά­φος Ιθα­κή­σιος, όπου μπο­ρούν να συ­νο­μι­λούν με τις τέ­χνες εμπλου­τί­ζο­ντας την ψυ­χή τους με όμορ­φες ει­κό­νες και ήχους της φύ­σης:

Πο­λύ­μνια

Μια ποι­ή­τρια, αγα­πη­μέ­νη όλων μας,…συ­νέ­λα­βε έναν τζί­τζι­κα και τον υπέ­βα­λε σε ανά­κρι­ση. Τον υπο­χρέ­ω­σε να της πει το μυ­στι­κό του. Για­τί εί­ναι γνω­στός ως τρα­γου­δι­στής αφού εί­ναι φάλ­τσος; Και ο τζί­τζι­κας απά­ντη­σε όσο πιο με­λω­δι­κά μπο­ρού­σε, και τε­λι­κά μπο­ρού­σε πο­λύ με­λω­δι­κά: Για­τί τρα­γου­δώ με την ψυ­χή μου, για­τί η ψυ­χή εί­ναι άνε­μος, για­τί κα­νέ­νας άνε­μος δεν εί­ναι φάλ­τσος.

(Ρα­ψω­δία Β΄, σ. 35)

«Οπωσ­δή­πο­τε ο Όλυ­μπος και η εναλ­λασ­σό­με­νη ομορ­φιά του σ’ όλες τις ώρες και σ’ όλες τις επο­χές εί­ναι η μο­να­δι­κή μου ανε­ξά­ντλη­τος πη­γή και συ­χνά – πυ­κνά μου γί­νε­ται αφορ­μή να ζω­γρα­φί­σω με το πα­λιό πά­θος που μα­ραί­νε­ται με τα χρό­νια και την πα­λιά ζέ­ση που κρυώ­νει με την πα­ρου­σία των νέ­ων θε­ών που προ­σπα­θούν να μας εκ­μαυ­λί­σουν με την μου­σι­κή των Σει­ρή­νων.» (Βα­σί­λης Ιθα­κή­σιος, 1953)

 

 

 

Βλ. Ζωή Σαμαρά, Είδα τις λέξεις να χορεύουν, Γκοβόστης 2015.

https://e-didaskalia.blogspot….

Πίνακας του Βασίλη Ιθακήσιου, Ο Θρόνος του Δία. https://dionolymposguide.gr/%C…

https://www.archaiologia.gr/bl…

Ancient Greek Music, 1ος Δελφικός Ύμνος του Απόλλων, τμ. 13, ΣΥΡΙΓΞ.

Χάρτης 46 – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022

https://www.hartismag.gr/hartis-46/biblia/paraskinia-stin-korifi-toi-olympoi