Τρεις επισκέψεις*
- Θα κοιτάξετε καμιά φορά τον πίνακα;
- Μα, Κύριε, βλέπουμε καλύτερα όταν κοιτάμε μακριά.
Καθηλωμένοι στα «θρανία» πάνω ψηλά στο Γυναικωνίτη, ακούγαμε με δέος τα πρώτα μαθήματα στη γλώσσα μας, ενώ την ίδια στιγμή στεκόμασταν μπροστά στο ιερό της εκκλησίας, συμμετείχαμε σε ένα θείο δράμα, νιώθαμε σαν να ερχόταν εξ ουρανού η φωνή του δασκάλου. Ανακαλύπταμε ένα νέο κρυφό σχολειό: μαθαίναμε γράμματα σε άμεση επαφή με τα θεία. Κι ο δάσκαλος, με τη βροντερή φωνή του, δεν ανησυχούσε για μας. Ο ίδιος μας δίδασκε πώς να πλάθουμε πραγματικότητα με τα πιο κρυφά μας όνειρα.
Κάπου-κάπου η εμφάνιση προσκυνητών διέκοπτε το παιχνίδι μας με τις εικόνες. Δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει η είδηση πως η Τετάρτη Τάξη, άστεγη, ζήτησε άσυλο στην εκκλησία και ο εφημέριος την υποδέχτηκε με αγάπη. Ίσως πάλι κάποιες μάνες δεν άντεχαν να περιμένουν ως το βράδυ. Ο πόνος τους γινόταν δυσβάσταχτος με τη δύση του Ήλιου.
Καθημερινά μια γυναίκα με μαύρη μαντήλα ερχόταν να προσκυνήσει για τη μονάκριβη κόρη της. Κι ενώ ακούγαμε προσεχτικά το δάσκαλο, σκύβαμε το κεφάλι ευλαβικά και προσευχόμασταν μαζί της για την ψυχή μιας κοπέλας που δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερή μας. Την είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί. Ένας δικός μας την παρακολουθούσε και την πρόδωσε. Η μικρή Μαρία κρατούσε σφιχτά στο χέρι ένα μήνυμα, μα δεν μαρτύρησε ποτέ ποιος το έστελνε ή σε ποιον. Ήταν σκοτάδι, δεν είδε το πρόσωπο. Κι ούτε της είπε όνομα, μόνο πού να το αφήσει. Ναι, άγνωστος ήταν, δεν τον είχε ξανασυναντήσει ποτέ.
Τη θαυμάζαμε όλα τα παιδιά, νιώθαμε τι σημαίνει να ξεχωρίζεις τα ιερά ψεύδη από τα κοινά ψέματα. Και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο: Πού βρήκε τόσο κουράγιο, πού έκρυβε τόσο μεγαλείο; Ήταν, λέει, στην Αντίσταση.
- Κύριε, τι θα πει «Αντίσταση»;
Αιώνες τώρα, από κατακτητή σε κατακτητή πήγαιναν τα Δωδεκάνησα. Από Ανατολή σε Δύση: Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Εγγλέζοι. Και να ’ταν καλύτεροι οι τελευταίοι. Πεινάσαμε τότε για πρώτη φορά. Οι κήποι μας, η θάλασσα, η αλληλεγγύη μάς κράτησαν ζωντανούς στην Κατοχή. Αυτοί εδώ οι σύμμαχοι μας έβλεπαν, να, όπως τώρα κάποιοι από εμάς βλέπουν τους λαθρομετανάστες. Έχει ο καιρός γυρίσματα, όπως λένε. Κι εμείς τους αποκαλούσαμε σωτήρες: άνοιξαν, βλέπετε, τα ελληνικά σχολεία, μιλούσαμε στην τάξη ελληνικά για πρώτη φορά στη ζωή μας. Η ορθοδοξία και η ελληνική γλώσσα ήταν επικίνδυνες για το φασισμό. Είχαν απαγορευτεί με εντολή του Μουσολίνι. Την ανέτρεψαν σιγά-σιγά οι Γερμανοί, να μας πείσουν για τις καλές τους προθέσεις. Για φαντάσου. Όταν κατέλαβαν το δικό μας νησί, πρώτη γενναιόδωρη πράξη, άνοιξαν την εκκλησία στο κέντρο του χωριού και ζήτησαν να γίνει μια λαμπρή λειτουργία. Δεν τους βγήκε όμως σε καλό. Τώρα πια καμιά στρατιωτική υπερδύναμη δεν μπορούσε να εμποδίσει όλη τη στρατιά των ορθόδοξων αγίων να κυκλοφορεί στους δρόμους και πιο πολύ στα φαράγγια, εκεί που σύχναζαν οι πατριώτες.
- Κύριε, εμείς πότε θα έχουμε πατρίδα;
Μπροστά από την εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου περνούσε και η μάνα του καταδότη. Τα βλέμματά μας έκαναν χώρο να περάσει. Κρατούσε τον μεγαλύτερο σταυρό από όλες. Τον βλέπαμε, ήταν ασήκωτος. Οι γκεσταπίτες μετέφερναν το παιδί της σε άλλο χωριό, μακριά από τους συγγενείς των θυμάτων του. Θα τους φαινόταν χρήσιμος μια άλλη φορά. Μα, πού ξεφύτρωσε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με κυνηγετικό όπλο και τον εκτέλεσε, ενώ οι ήρωες του Τρίτου Ράιχ, πανικόβλητοι, έτρεχαν να κρυφτούν, σαν να μην κρατούσαν βαρύ οπλισμό, σαν να πίστευαν στους δικούς μας άγιους…
- Πίστευε και μη ερεύνα, έλεγαν οι σοφοί.
- Θα μας εκτελέσουν όλους, ακόμη και τα μικρά παιδιά, έλεγαν οι σοφότεροι. Και τι θα σου κάνει ένα κυνηγετικό όπλο;
Καμιά φορά ερχόταν και η μητέρα του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ένα χρόνο μετά το θαύμα, όλοι, μικροί και μεγάλοι, γνωρίζαμε τι έγινε, μα κρατούσαμε πάντα το στόμα μας κλειστό. Κι αν οι Γερμανοί επιστρέψουν μια μέρα; Σκεφτόμασταν με τρόμο. Αμέσως μετά την αρχαγγελική του εμφάνιση, ο Μιχάλης έφυγε με βάρκα για τη Μέση Ανατολή, μην τον αναγνωρίσουν οι φρουροί και βάλει σε κίνδυνο την Αντίσταση στο νησί μας· και τώρα βρισκόταν στην Ελλάδα.
Ελλάδα. Είχαμε υποδεχθεί τους Βρετανούς με ελληνικές σημαίες. Τις είχαν ετοιμάσει οι γονείς μας, κρυφά, από καιρό. Μα οι σύμμαχοι δεν είχαν ακόμη αποφασίσει για την τύχη μας. Άνοιξε η όρεξη του Λιονταριού κι άρχισε να βρυχάται. «How do you do» δεν ξέραμε να πούμε και μας είχαν μάθει να τραγουδάμε «God save the King». Το χαιρόμασταν, ωστόσο. Εθνικό ύμνο και μάλιστα μεγάλης αυτοκρατορίας με τόση παραφωνία δεν είχαν ξανακούσει.
Άνοιξαν τα σχολεία. Μα η Τετάρτη Τάξη δεν είχε χώρο να στεγαστεί. Διακριτικός ο δάσκαλός μας, διάλεξε τελευταίος. Έλεγε ότι η ψυχή του σχολείου ήμασταν εμείς και εκείνος. Οι τέσσερεις τοίχοι ήταν το περίβλημα· θα βρίσκονταν μετά. Θα χτίζαμε μια καλύβα εν ανάγκη. Μα πριν πάρουμε στο χέρι το μυστρί, ψάχναμε όλοι μαζί εκκλησία με γυναικωνίτη. Την εντοπίσαμε κοντά στο κύμα. Θα ταξιδεύαμε συνάμα στο Αιγαίο και στον Ουρανό. Για θρανία φέραμε καρέκλες και σκαμνιά από το σπίτι. Ό,τι είχε απομείνει από τους βομβαρδισμούς. Προνομιούχο το χωριό μας. Στο λιμάνι του σύχναζαν γερμανικά πλοία. Παράδεισος για τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα των συμπολεμιστών μας. Παράπλευρες απώλειες τα σπίτια μας.
Στο μάθημα καθόμασταν ψηλά στην εκκλησία και πάντα κοιτούσαμε μακριά, δεν υπήρχε πέρα ή κάτω. Με τέτοια πολυεθνική ιστορία, είχαμε πια γίνει πολίτες του σύμπαντος. Με το σταθερό μας βλέμμα, προστατεύαμε τα ιερά μας: το αυτοσχέδιο σχολείο και τα ελάχιστα βιβλία του, την εκκλησία και τους προσκυνητές της, το Αιγαίο και τα καράβια του. Περιμέναμε ως το 1948 για να ανήκουμε, ύστερα από αιώνες στέρησης, στην πατρίδα μας. Η παρέα μας πήγαινε τότε πια στην Πρώτη Γυμνασίου. Τρέξαμε όλοι μαζί να υψώσουμε επίσημα την πρώτη ελληνική σημαία στην εκκλησία μας. Ο Δάσκαλος κοιτούσε από μακριά με συγκίνηση. Εκείνος μας είχε μάθει να δουλεύουμε πάντα μαζί.
- Κύριε, το νιώθουμε, δεν θα ξαναζήσουμε ποτέ πια τόση στέρηση, γιατί θα είμαστε όλοι πάντα μια ψυχή.
- Κύριε, βοήθησέ μας να χτίσουμε μια νέα πραγματικότητα με αυτό το κρυφό μας όνειρο.
(Από το ομώνυμο αφήγημα στο Έθνος, Τρίτη, 16 Αυγούστου 2011, σ. 66-67. Υπεύθυνη θεματικής: Ελένη Γκίκα.)
*Αφιερωμένο στη μνήμη του Βάσου Οικονομίδη, πρώτου δασκάλου (1944-1982) της Τετάρτης Τάξης στο Δημοτικό Πηγαδίων Καρπάθου.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι. Πώς βρίσκουν τα παιδιά το δρόμο τους, αν δεν συναντήσουν το δάσκαλο/τη δασκάλα που ξέρει να βλέπει σαν σε καθρέφτη τα όνειρά τους για ένα μέλλον που τους αξίζει;
Το “Τρεις επισκέψεις” βασίζεται αποκλειστικά στη μνήμη της κας Ζωής Σαμαρά και δεν μπορεί να μην είναι μυθοποιημένο.
Τον Βάσο Οικονομίδη, τον θυμούνται όλοι, όχι με το όνομα, μα με την μοναδική πράξη θάρρους που έκανε στα 1935, όταν με λαδομπογιά έγραψε στον τοίχο του σχολείου των Μενετών:
“Να κλείσουν, δεν θέλουμε Ιταλικά σχολεία”.
Λύσσαξε ο Ιταλός διοικητής Ντε Βέκκι, να ξεσκεπάσει τον δράστη, μα όπως περιγράφει αργότερα και ο σπουδαίος αγωνιστής, ο αδελφός του, Σοφοκλής Οικονομίδης, η πράξη του Βάσου, έδωσε την ευκαιρία στις Μενετές να αποδείξουν, μέσα από την σιωπή, την αγωνιστική και ενωτική τους διάθεση.
Ίσως σήμερα η πράξη να φαίνεται αδιάφορη και άνευρη, μα σήμερα είναι που δεν θα τολμάγαμε ακριβώς στους ίδιους τοίχους ούτε καν να γράψουμε στην αγαπημένη μας μια γλυκειά κουβέντα, πόσο μάλλον για τους Ιταλούς κατακτητές.
Ο καθαρός, ντρέτος, έξυπνος και λεβέντης Βάσος, δεν σταμάτησε μόνο εκεί, συνέχισε την αντιστασιακή δράση του μέχρι και την απελευθέρωση της Καρπάθου. Ήταν ο αρχηγός των ενόπλων, ενώ ακόμη μια σπουδαία δράση του παραμένει ανεξίτηλη στην ιστορία του τόπου.
Την μέρα του μεγάλου συναγερμού, εμφανίστηκε ένα πολεμικό πλοίο στην Πατέλα και με κατεύθυνση τα Πηγάδια.
Ο Βασός ζωσμένος με όπλα και χειροβομβίδες δεν ολιγώρησε, μπήκε μπροστά και ακολουθούμενος από 60 Μενετιάτες κατέβηκαν στο λιμάνι μαζί του και ο Γιώργος Παραγιουδάκης, περιθώρια δεν υπήρχαν, αν έπιανε το πολεμικό η μάχη ήταν αναποφευκτή.
Στην διάρκεια της Γερμανο-Ιταλικής κατοχής, είχε χαρτογραφήσει όλα τα οχυρωματικά έργα του άξονα και δεν σταμάτησε να προετοιμάζει τον ξεσηκωμό της 5ης Οκτωβρίου 1944.
Ο Βάσος Οικονομίδης δεν πήρε τυχαία ρόλο στην ιστορική διαδρομή του τόπου, ο αγωνιστής πατέρας του ήταν εκείνος που χάραξε στην ψυχή του παιδιού λέξεις, όπως ελευθερία και αγώνας, τόσο βαθειά που τελικά για εκείνον έγιναν αξίες ζωής.
Δάσκαλος, ο Μηνάς Οικονομίδης, σχολάρχης στις Μενετές και στην συνέχεια εκτοπισμένος, με θέση γυμνασιάρχη του Ιπποκρατειου στην Κώ. Ο Βάσος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές στην Νομική Αθηνών, με τον ξαφνικό χαμό του πατέρα του, επέστρεψε στο νησί, όπου και παρέμεινε για λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση.
Εργάστηκε ακόμη και σαν δάσκαλος πάνω στον τόπο και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται για μια καλύτερη, πιο ουσιαστική, ολοκληρωμένη και πάνω από όλα Ελληνική Κάρπαθο.
Σαν ανόητο χασομέρι δείχνουν σήμερα οι θύμισες στα περασμένα, θα πεις τι σε πιάνει και σκαλίζεις ανθρώπους δίχως κόκκαλα, μα αν δεν μας φωτίσουν οι αληθινοί αγωνιστές, εκείνοι που πάλεψαν μακριά από δεύτερες, υπόγειες επιδιώξεις, πως θα γεμίσουμε ενέργεια,μόνο ο ήλιος φτάνει για να γίνουμε καλύτεροι;
Μανώλης Δημελλάς
17.3.2023
Καρπαθιακά Νέα