Αλέξανδρος Γεωργιάδης: ο ευαίσθητος ήρωας από το Οθος
Μαριγούλας Κρητσιώτου
Αυτή την ιστορία, αυτό το παραμύθι το αφηγήθηκα στο εργαστήριο παιδικής ζωγραφικής που έγινε στο Οθος με την εκπαιδευτικό Ζωή Παπακώστα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Γεωργιάδη, το καλοκαίρι του 2023. Σήμερα δημοσιεύεται βελτιωμένο, και παρότι μπορεί να μην πληροί όλες τις προϋποθέσεις ηλικιακής καταλληλότητας, η αξία του εξαρτάται από τον τρόπο που θα το διαχειριστούν οι ενδιαφερόμενοι. Γιατί, από αυτό μπορούν να αναδειχθούν τρόποι σκέψης και στάσης ζωής ή η αξία της ειρήνης, σε σχέση με τον πόλεμο κι ακόμα αρετές που δυναμώνουν την αυταξία και την αντίσταση σε κάθε λογής επιβολές. Η δημοσίευση γίνεται με αφορμή τις εθνικές επετείους, που σε κάθε περίπτωση, φέρνουν στο προσκήνιο τις ως άνω έννοιες.


Στο χωριό μας, το Οθος της Καρπάθου, και στην Κάτω γειτονιά του χωριού γεννήθηκε, το 1898, ένα αγόρι που το έλεγαν Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος έπαιζε με όλα τα παιδιά της γειτονιάς και μερικές φορές πήγαινε με τους δικούς του στο περβόλι τους, στα «Αργαδιανά», κοντά στο εκκλησάκι του Σταυρού, που βλέπουμε από το Οθος.
Οσο μεγάλωνε κι έβλεπε τα βράδια την μητέρα του να ανάβει τον λύχνο ή την λάμπα πετρελαίου, αναρωτιόταν: «γιατί υπάρχει σκοτάδι; πώς μπορεί να έχουμε λιγότερο σκοτάδι και περισσότερο φως;»
Τρεις άνθρωποι μεγάλωσαν τον Αλέξανδρο και στην σκέψη του καθενός έκαιγε άλλη φλόγα: Ο παππούς του, που ήταν παπάς, του μάθαινε να πιστεύει, να αγαπά και να προσεύχεται για όλους τους ανθρώπους. Ο πατέρας του, δάσκαλος, του μάθαινε να ρωτά, να ψάχνει, να μη φοβάται τη γνώση. Και η μητέρα του, με την τρυφερή φροντίδα της, του μάθαινε πόση αξία έχει να συζητούν η πίστη με την γνώση κι η καρδιά με το μυαλό.
Όταν ο Αλέξανδρος μεγάλωσε, ήθελε να φύγει από την Κάρπαθο για να δουλέψει, να σπουδάσει και να μάθει τον κόσμο. Πήγε για τούτο πολύ μακριά, στην Αμερική. Ηταν το 1916. Ταξίδευε, περίπου, ένα μήνα κι έβλεπε, μόνο, θάλασσα κι ουρανό. Κι έφτασε σε μια πόλη που την έλεγαν Πίτσμπουργκ. Στο Πίτσμπουργκ είχανε πάει, ακόμα πιο παλιά, πολλοί άλλοι Οθείτες και Καρπάθιοι. Εκεί ήταν κι ο μεγάλος αδελφός του, ο Νίκος, που προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να σπουδάσει. Ο Αλέξανδρος όμως είπε: «όχι θα τα βγάλω πέρα μόνος μου». Κι έτσι δούλευε και σπούδαζε.
Το Πίτσμπουργκ το χώριζαν τρεις μεγάλοι ποταμοί σε πολλά κομμάτια, που ενώνονταν ξανά με 440 γέφυρες. Γι’ αυτό το έλεγαν «η πόλη με τις γέφυρες», κι ήταν πολύ όμορφο. Είχε όμως πολλά ορυχεία και εργοστάσια λευκοσιδήρου, που έβγαζαν μαύρο καπνό και σκοτείνιαζαν τον ουρανό του. «Μαύρη γη» φαινόταν στους Καρπάθιους και στους άλλους εργάτες του κόσμου που δούλευαν εκεί.
«Εδώ, όλοι παλεύουν μέσα στο σκοτάδι», σκεφτόταν με λύπη ο Αλέξανδρος, που αγάπησε πολύ το Πίττσμπουρκ και τους ανθρώπους του, σαν να ήταν το δεύτερο χωριό του, μετά το Όθος.
Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια στο Πίττσμπουργκ και πολλοί από τους φτωχούς κατοίκους του δεν είχαν φως. Τους το έκοψε, φερ’ ειπείν, η Δ.Ε.Η. γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τον λογαριασμό του ρεύματος.


«Χωρίς φως πώς θα ζεσταθούν και πώς θα μεγαλώσουν τα μικρά παιδιά αυτών των ανθρώπων», σκεφτόταν ο Αλέξανδρος, που ήταν πια ένας νεαρός άνδρας.
Και μιας και σπούδαζε ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος, ανέβαινε στους στύλους κι έδινε φως δωρεάν και χωρίς πρόστιμα σε όσους δεν είχαν. Ήξερε, βέβαια, ότι παρανομούσε, αλλά θεωρούσε πραγματική δικαιοσύνη να λιγοστέψει την φτώχεια που έβλεπε γύρω του. Κι ήταν χαρούμενος στην σκέψη ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να στρίβουν τον διακόπτη, να έχουν φως, να διαβάζουν, να ζεσταίνονται, να παίζουν, να γελούν και να μην φοβούνται στο σκοτάδι.
Αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος τέλειωσε τις σπουδές του, έκανε μια δική του δουλειά, με λάμπες φθορίου, τις οποίες ο ίδιος ανακάλυψε: Φως και βιοπάλη ήταν το μαγαζί του με αυτές τις μικρές, λεπτές λάμπες, που έδιναν πολύ δυνατό και καθαρό φως, λες κι έβγαινε από την καρδιά του ήλιου και την καρδιά του Αλέξανδρου.
Και ξαφνικά, το 1940, να κι ήρθε ο πόλεμος. Ο πόλεμος παιδιά είναι σαν δυνατός σεισμός, σαν ανεμοθύελλα που καταστρέφει τα πάντα. Που γκρεμίζει σπίτια και σκοτώνει. Οι άνθρωποι τρέχουν να σωθούν. Ολα χαλάσματα, όλα έρημα και σκοτεινά. Και τα σχολεία κλειστά και άδεια, χωρίς παιδιά. Οι δρόμοι κι οι πλατείες χωρίς παιχνίδια, νέκρα παντού. Φόβος, πόνος, πείνα, σκοτάδι είναι ο πόλεμος.
Ακριβώς γι αυτόν τον πόλεμο γύρισε ο Αλέξανδρος πίσω, στην Ελλάδα, για να βοηθήσει. Ηταν το 1943. Πονούσε τόσο για τα βάσανα της πατρίδας του κι ήθελε να βάλει πλάτη για να στέκει ο ήλιος ψηλά και να την φωτίζει. Μόλις, λοιπόν, πάτησε την ελληνική στεριά της, πάνω στην Ανδριανούπολη, γονάτισε και πήρε μια χούφτα χώμα. Χώμα που μύριζε γη και θάλασσα, ιδρώτα και δένδρα και καρπούς και θυμάρι. Το φίλησε και δάκρυσε από χαρά κι ελπίδα και υπόσχεση: «Ήρθα να σας δώσω πίσω το φως που χάνετε», ψιθύρισε, σαν να μιλούσε σε όλους τους Έλληνες.
«Να ξαναδείτε τα παιδιά να γελούν, τα σπίτια να καπνίζουν, τους ανθρώπους να τραγουδούν». Αυτά πίστευε ο Αλέξανδρος: Ότι το φως θα γεμίσει ξανά τον τόπο του, αν όλοι βοηθούσαν με το χέρι στην καρδιά κι όχι για μεγαλεία και δόξες.
Στον πόλεμο κανείς δεν γνώριζε τον Αλέξανδρο με το όνομά του. Μόνο λίγοι γνώριζαν το ψευδώνυμό του. Μαζί τους, γινόταν το κοράκι που είχε μάτια και αυτιά παντού, αλλά και η αλεπού με την πονηριά και την εξυπνάδα της και η κουκουβάγια με την σοφία της. Ετσι κινούνταν: άκουγε, μάθαινε, γνώριζε πότε και πώς να φερθεί μέσα στα κρυφά και σκοτεινά μονοπάτια του πολέμου.
Ο πόλεμος κρατούσε και κρατούσε! Κι ο Αλέξανδρος έβλεπε ανθρώπους πεινασμένους κι άρρωστους από την ασιτία. Και φάρμακα πουθενά.
Μια φορά, κινδύνευε ένα ολόκληρο χωριό από μια επιδημία, που χτύπησε πρώτα-πρώτα τα παιδιά. Ψήνονταν κι έσβηναν από ψηλό πυρετό. Στο πι και φι ο Αλέξανδρος πιάνει από τις χρυσές λίρες που του είχαν δώσει οι Αμερικανοί για τις «αποστολές» του, και χωρίς την άδειά τους τις έδωσε κι αγόρασε φάρμακα. Αυτός ήταν ο Αλέξανδρος: δεν ακολουθούσε ακριβώς τους νόμους, δεν άκουγε τυφλά τις εντολές. Προτιμούσε να ακούει την καρδιά του. Και χάρη σ’ αυτή την ανυπακοή σώθηκαν τα παιδιά κι ολόκληρο το χωριό από τη θανατερή αρρώστια.
Μια άλλη φορά, σκέφτηκε να χαλάσει τα αυγά που οι Γερμανοί έπαιρναν από τα κοτέτσια των Ελλήνων και τα έστελναν στην χώρα τους, γιατί κι εκεί κινδύνευαν οι άνθρωποι από πείνα και αρρώστιες. Όταν, όμως, έμαθε ότι τα αυγά που θα κατέστρεφε πήγαιναν σε Γερμανίδες εγκύους, που είχαν μωρά στην κοιλιά τους, τότε σήκωσε τα χέρια ψηλά και είπε: «Δεν θα βλάψω αθώα κι άκακα παιδιά, ακόμα κι αν είναι παιδιά του εχθρού. Τα παιδιά είναι η ελπίδα, είναι το μέλλον και η ζωή».
Ο Γεωργιάδης ήταν σαν σκιά ανάμεσα στους εχθρούς. Και κανείς δεν το κατάλαβε ποτέ. Παρακολουθούσε προσεκτικά τις κινήσεις τους για να ξέρει πώς να χαλάει τα σχέδιά τους. Ήξερε πότε να μιλήσει, πότε να δράσει και πότε να μείνει αόρατος. Θα σας δείξουμε μερικά από τα κατορθώματά του, σαν να τα έκανε ένα έξυπνο ποντικάκι.
Αυτό το ποντικάκι με τα κοφτερά ματάκια του έβλεπε εκείνους τους πονηρούς ποντικούς που τάχα βοηθούσαν τους Έλληνες, μα στην πραγματικότητα δούλευαν για τους άλλους. Τους ξεσκέπασε όλους, λοιπόν, κι ήταν πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, σας λέω. Αλλα δεν είναι μόνο αυτό. Κυκλοφορούσε, όπως έπρεπε: χαμηλά, κι ακολουθώντας
4 / 6
προσεκτικά το σχέδιό του. Ετσι, κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι ροκάνιζε, μαζί με τα μικρά του συντροφάκια, τα σκοινιά και τις γραμμές των κρυφών τρένων που μετέφεραν πολεμοφόδια στους κακούς. Με αυτά τα ζυγισμένα και θαρραλέα χτυπήματα, όταν όλα έμοιαζαν δύσκολα και σκοτεινά, άναψε την σπίθα της Λευτεριάς, ο Αλέξανδρος. Ο πόλεμος άρχισε να χάνει τη δύναμή του και σιγά σιγά, το φως απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα.
Η αποστολή του Αλέξανδρου στον πόλεμο, από έξι μήνες, κράτησε τριάντα. Ήταν εξουθενωμένος, εξαντλημένος, ράκος στην ψυχή και στο σώμα. ήθελε να βρεθεί στο σπίτι του…ήθελε το χάδι και την αγάπη των δικών του. Πήγε πρώτα στην αδελφή του, που ήταν τότε στον Πειραιά. Και θέλετε να ξέρετε; Αφού τέλειωσε ο ένας πόλεμος, ξέσπασε ένας άλλος, χειρότερος: ο πόλεμος ανάμεσα σε αδέρφια. Οι Έλληνες σήκωναν όπλα εναντίον Ελλήνων. Σ’ αυτόν τον πόλεμο ο Γεωργιάδης δεν πήρε μέρος. Τον έζησε όμως απ’ έξω — με τα μάτια, με την ψυχή, με τον πόνο του γονιού που βλέπει τα δικά παιδιά να σφάζονται: «Πώς θα μείνει η πατρίδα μου χωρίς νιάτα; Πώς θα μείνει χωρίς φως;» Αυτά σκεφτόταν και βούρκωνε……
Πριν, επιστρέψει στην Αμερική ήθελε να αγκαλιάσει την γριά μάνα του. Μπήκε σε ένα καΐκι από τον Πειραιά, και βρέθηκε, μετά από δέκα μέρες, στην Κάρπαθο. Κανείς δεν τον γνώριζε, πέρασαν τόσα χρόνια. Έφτασε στο Οθος. Κατηφόρισε, με συγκίνηση, από τον Χριστό προς την Κάτω γειτονιά… Η ψιλόλιγνη μάνα, πήγαινε να σηκωθεί από το τζάκι… η καρδιά του φτερούγιζε.. Εκείνη τον είδε από την πάνω πόρτα: «Γιέ μου, παλληκάρι μου!!!!!!!». Τον λίγο χρόνο που έμεινε μαζί της, την αγκάλιαζε στο βλέμμα του και την έκλεινε στην καρδιά του. Κατέγραφε την εικόνα της, τα αγγίγματά της, τα λόγια της.
Αργότερα, γύρισε στην Αμερική, να ζήσει ήσυχος με την γυναίκα και τα παιδιά του. Ηταν γύρω στο 1947 με 48. Μα εκείνα τα χρόνια στην Αμερική κυβερνούσε ένας σκληρός αρχηγός, που κρατούσε όλους κάτω από το πόδι του. Αυτός δεν ήθελε ανθρώπους με ελεύθερη σκέψη, με ηθική, με τιμιότητα και εξυπνάδα, όπως τον Γεωργιάδη. Φανταστείτε παιδιά ότι όλοι τον φοβούνταν, τον έτρεμαν. Και μόνο από φόβο, όλοι προσπαθούσαν να του είναι πιστοί και να έχουν την εύνοιά του. Φταίει άραγε αυτό το κλίμα, και οι άνθρωποι που κάποτε θαύμαζαν τον Γεωργιάδη, οι κοντινοί του, εκείνοι που γλέντισαν κι ήπιαν ένα κρασί μαζί του, τον κατηγόρησαν στον αρχηγό, σαν να ήταν ένας από όσους εκείνος ήθελε να εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης;
Ένας αλλιώτικος τώρα πόλεμος ξεκίνησε για τον Γεωργιάδη. Άνθρωποι τρομακτικοί και μυστήριοι, με καπέλα, με μαύρα γυαλιά και μαύρα παλτά τον έβαλαν στο στόχαστρό τους. Τον παρακολουθούσαν, δεν τον άφηναν να κάνει ρούπι, τον θεωρούσαν επικίνδυνο για την χώρα του αρχηγού. Έτσι μπήκε στην λίστα των ύποπτων. Έγινε δακτυλοδεικτούμενος στην πόλη του. Και ξέρετε;; ο φόβος του αρχηγού ήταν παντού. Κανείς δεν ήθελε να φανεί κοντά στον Αλέξανδρο. Δεν τολμούσε και να του μιλήσει. Φοβούνταν μήπως θεωρηθούν φίλοι του, μήπως τους συνδέσει κανείς μαζί του — γιατί τότε κινδύνευαν κι αυτοί. Ετσι, λένε ότι τον έβλεπαν κι άλλαζαν δρόμο ή προσποιούνταν πως δεν τον αναγνώριζαν. Οι γείτονές του δεν τον καλημέριζαν, οι φίλοι και οι συγγενείς του δεν του τηλεφωνούσαν, δεν τον προσκαλούσαν στο σπίτι τους. Κανείς δεν έμπαινε στο σπίτι και στο μαγαζί του. Η επιχείρησή του άρχισε να μαραζώνει και έκλεισε. Το πιο τραγικό ήταν η κοινωνική απομόνωση του, η οποία σαν σκιά πλάκωνε το σπίτι και την οικογένεια του.
Ακόμα και τα παιδιά του κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι φίλοι τους δεν τα φώναζαν πια να παίξουν, οι μεγάλοι τα κοιτούσαν περίεργα, σαν να έπρεπε να κρατούν απόσταση. Ο μεγάλος του γιος θυμάται ακόμα με πίκρα, εκείνες τις μέρες. Τον πλήγωνε η σιωπή στο σπίτι, τα παράξενα βλέμματα των γειτόνων, η λύπη στα μάτια του πατέρα του. Ένα πέπλο φόβου τύλιγε την οικογένεια του Γεωργιάδη και την άφηνε μόνη, πληγωμένη, μα περήφανη.
Αυτό ήταν το “ευχαριστώ” για όσα είχε προσφέρει; Πώς να αντέξει τόση προδοσία; Ο πόνος ροκάνιζε τη δύναμη του και κατάτρωγε την ψυχή του. Τον έσφαζε, τον διέλυε. Ήταν αβάσταχτος πόνος και θυμός. Τότε διάλεξε τον δρόμο της συγχώρεσης. Στη συγχώρεση βρήκε γαλήνη. Στη συγχώρεση βρήκε τη δύναμη να αγαπά τους ανθρώπους και να αγωνίζεται γι αυτούς. Είναι, που η καντήλα της ηθικής ποτέ δεν έσβηνε μέσα του. Κι έτσι σιγά-σιγά σηκωνόταν σαν φλόγα μέσα από τις στάχτες του και σκόρπιζε γύρω του την ζεστασιά και το φως.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ ξαναζωντάνεψε μέσα του την οργή και την αποστροφή για τα ανήθικα κίνητρα κάθε πολέμου. Τώρα γνώριζε, τώρα τα καταλάβαινε περισσότερο. Κι αν κάποτε ήταν το ποντικάκι που αθέατα κι αθόρυβα έτρωγε τα σχοινιά και τις γραμμές των τραίνων, τώρα γινόταν ο αετός που σηκωνόταν ψηλά και τίναζε με δύναμη τα φτερά του. Τώρα έδειχνε πως μπορεί να ανασταίνεται από τις στάχτες του. Ετσι, ξεσήκωνε τους νέους να παλεύουν για την ειρήνη. Έμπαιναν, λοιπόν, όλοι οι νεολαίοι κι αυτός ο ίδιος σ’ ένα πούλμαν από το Πίττσμπουργκ και
6 / 6
ταξίδευαν ως τη Νέα Υόρκη. Εκεί ενώνονταν με ένα ποτάμι διαδηλωτές και όλοι μαζί φώναζαν στους δρόμους:
«Όχι άλλο πόλεμο, θέλουμε τη ζωή, θέλουμε την ειρήνη!»
Έτσι ζούσε η γενναία ψυχή του Αλέξανδρου: φέρνοντας φως εκεί που οι άλλοι έφτιαχναν την νύχτα. Γιατί το φως, παιδιά, δεν έρχεται μόνο από την λάμπα και τον ήλιο. Έρχεται κι από την πράξη που δίνει βοήθεια, κι από την σκέψη που δείχνει κατανόηση, κι από την καρδιά που ξέρει να συγχωρεί.
Πως ήταν ήρωας … δεν εκαυχήθη,
πέταξε δόξες και τιμές κι αποκοιμήθη.
Μέσα του ήταν, σαν φωτιά, ο πατριώτης,
και με καμάρι έλεγε: εγώ ο επαρχιώτης.
Ήρωας είν’ η ανθρωπιά που ξεχειλίζει,
που παίρνει δρόμους σκοτεινούς και τους φωτίζει.
που κτίζει πύργους αξιών και μηνυμάτων,
που πολεμά μα δεν πατά επί πτωμάτων,
που δεν ακούει και Θεό στην αδικία,
που δεν προσμένει καν τα μεγαλεία,
που βλέπει καθαρά και δεν σωπαίνει,
που τον πληγώνουν …και σιωπά και υπομένει.
Ήλιος «ηλιάτορας», μεσουρανίτης,
Ποιος είσαι συ; Ένας Οθείτης.
Εγινε φως κι ο μαύρος Άδης
από το φως: Γεωργιάδης










