Άννα Σακελλαρίδη: Μια σιωπηλή διάσωση στα χρόνια της Κατοχής

Άννα Σακελλαρίδη: Μια σιωπηλή διάσωση στα χρόνια της Κατοχής

Με το ξημέρωμα άνοιξε το πανωπόρτι της η Δέσπω αλλά ο δυνατός αέρας και η βροχή την ανάγκασαν να το κλείσει άρον άρον και να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού της. «Ούτε σήμερα δε θα έχω μεροκάματο» συλλογίστηκε με απόγνωση κι έσκυψε ν’ ανάψει το τζάκι μήπως και φύγει η παγωνιά από το δωμάτιο και από την καρδιά της. Χαμένη στις σκέψεις της κοίταξε την κόρη της που αμέριμνα συνέχιζε τον ύπνο της. Φύσηξε με το φυσερό τα κουκουνάρια που έβαλε για προσάναμμα για να δυναμώσει τη φλόγα που άρχιζε να φουντώνει.

γράφει η Άννα Σακελλαρίδη

Η βροχή που λυσσομανούσε όλη τη νύχτα την κράτησε άγρυπνη, μεγαλώνοντας την αγωνία, τους φόβους και την ανασφάλεια της. Αναθυμήθηκε τα γεγονότα που στιγμάτισαν την ζωή της, από το τραγικό δυστύχημα που κόστισε τη ζωή του συντρόφου της και που ήταν και η αρχή της δυστυχίας της. Η ιταλογερμανική κατοχή, η φτώχια, η πείνα αλλά ο φόβος περισσότερο, την ανάγκασαν στην προσφυγιά με πολλούς άλλους συμπατριώτες της. Τους δέχτηκε το πλησιέστερο νησί της Καρπάθου, όπου βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενία.

Το παλιό σπίτι του Χατζηπαπά στέγασε τη Δέσπω και την κόρη της τη Ρέβη. Αμέριστη ήταν η αγάπη και η συμπαράσταση όλης της γειτονιάς αλλά και η προστασία από τον γηραιό παπά Γιώργη, τον αγαπητό εφημέριο της συνοικίας. Ο παπά Γιώργης έμαθε την ιστορία της αλλά και την κρυφή καταγωγή της. Η Δέσπω ήταν εβραϊκής καταγωγής, ένα μυστικό που το κράτησε έως τον θάνατό του. Η τραγική μοίρα των εβραίων στα φοβερά στρατόπεδα και όλα όσα μάθαινε η Δέσπω την κρατούσαν σε διαρκή φόβο και ανασφάλεια. Προσπαθούσε να περνά απαρατήρητη, πήγαινε στο λιομάζωμα για λίγο λάδι, βοηθούσε όπου υπήρχε ανάγκη, αλλά η ζωή ήταν πολύ δύσκολη γιατί η φτώχεια ήταν κοινή για όλους.

Τις προηγούμενες μέρες μια γλυκιά γαλήνη, ένα αίσθημα ανακούφισης πλημμύρησε τη Δέσπω. Κρεμασμένο από τα μανταλάκια της μπουγάδας ένα πακετάκι την ξάφνιασε. Μερικά χρήματα άφησε εκεί κάποια ψυχή που είχε μάθει να συμπονεί τα ξένα πάθη. Αρκετά όμως για ένα καλό φαγητό για τις εορτές των Χριστουγέννων, αλλά και για ένα ζεστό παλτουδάκι της μικρής Ρέβης, που της έραψε η μοδίστρα η γειτόνισσα. Αν και οι συνήθειες της ήταν διαφορετικές, η Δέσπω παρασύρθηκε από τη γενική χαρά και προσμονή και έστησε το μικρό δεντράκι της με χρυσωμένα καρύδια και μπόλικο βαμβάκι. Στριφογύριζε και η Ρέβη από χαρά και στιγμή δεν άφηνε την πάνινη κούκλα από την αγκαλιά της.

Ένα πρωί η Δέσπω δεν φάνηκε. Δεν ανησύχησε κανείς. Όμως όσο η ώρα περνούσε κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Δέσπω και η Ρέβη ήταν άφαντες. Ξεσηκώθηκε η γειτονιά, αλλά τίποτα δεν ακούστηκε για την εξαφάνιση τους και σιγά -σιγά όλα ξεχάστηκαν.

Πέρασε καιρός, φύσηξε τ αγέρι και πλοήγησε τον υπέροχο, θαυμάσιο παπά Γιώργη στην θάλασσα της αιωνιότητας. Μετά τον θάνατο του ένα γράμμα βρέθηκε σε ένα από τα βιβλία του.

«Βρισκόμαστε ασφαλείς στην Παλαιστίνη» έγραφε το γράμμα. «Προσεύχομαι στον Θεό μου για όλους όσοι μας βοήθησαν και αισθάνομαι αιώνια βαθιά ευγνωμοσύνη για εσάς σεβαστέ αγαπημένε παπά Γιώργη. Το δίκτυο των κατασκόπων μας έφερε στο απόμερο ακρογιάλι του Κάτω Λάκκου και στην ελευθερία.

Με απέραντο σεβασμό,

Ρεβέκκα, ή Δέσπω όπως με γνωρίσατε»

Ως φαίνεται ο παπά Γιώργης γνώριζε και συνέβαλλε καθοριστικά στην όλη επιχείρηση, το κράτησε επτασφράγιστο μυστικό, προστατεύοντας τους ηρωικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, αλλά και τις οικογένειές τους.

27.12.2025

Καρπαθιακά Νέα