ΕΘΙΜΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΔΕΥΤΕΡΑ!

ΕΘΙΜΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΔΕΥΤΕΡΑ!

γράφει ο Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης

Η Καθαρή Δευτέρα (κοινώς Καθαροδευτέρα), παρότι είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (Σαρακοστής), είναι συγχρόνως και το αποκορύφωμα της εορταστικής Αποκριάς. Και τούτο, γιατί η ημέρα αυτή θεωρείται προέκταση της Αποκριάς, αφού συνδέεται με τις προηγούμενες γιορταστικές ημέρες του κεφιού, των μεταμφιέσεων, της ξεγνοιασιάς, της ξεφάντωσης και της απόλαυσης άφθονου κρασιού, με νηστίσιμα όμως φαγητά.

Λέγεται «Καθαρή», γιατί, όπως σημείωσε ο ακαδημαϊκός Γεώργιος Α. Μέγας (1893-1976), από τις πρωινές ώρες της συγκεκριμένης ημέρας, οι νοικοκυρές συνήθιζαν, σε παλαιότερες εποχές, να καθαρίζουν από τα λίπη τα μαγειρικά σκεύη, με ζεστό σταχτόνερο. Και ο καθηγητής Δημήτριος Σ. Λουκάτος (1908-2003) πρόσθεσε ότι κάθε χριστιανός «καθαίρεται» ψυχικά και διατροφικά, γι’ αυτό γιορτάζει την ημέρα αυτή στο ύπαιθρο, για να τονίσει την έννοια του καθαρμού.

Η Καθαρή Δευτέρα, ως κινητή εορτή (αργία), είναι λοιπόν ημέρα «διαβατήρια», που οδηγεί σε μια νέα περίοδο, σε μια νέα εποχή. Στη λαϊκή ορολογία είναι γνωστή και ως Αρχιδευτέρα, Πρωτονήστιμη Δευτέρα, αλλά και Σκυλοδευτέρα, ή ακόμη και Σκυλογιορτή, όπως έγραψε ο Μέγας, επειδή, για να γελάσουν οι χωρικοί, κρεμούσαν άλλοτε αδέσποτους σκύλους από ένα σκοινί, που έδεναν σε δύο στύλους και το περιέστρεφαν με στριφτάρι. Όταν το σκοινί απελευθερωνόταν, εξετυλίγετο ορμητικά και παρέσερνε περιστροφικά και τον σκύλο, με αποτέλεσμα την εκτίναξή του σε μακρινή απόσταση (στον άνθρωπο υπάρχει και πολλή βαρβαρότητα).

Ο βασανισμός αυτός, κατά τον Μέγα, δεν μπορεί να συσχετισθεί με τη θυσιαστική προσφορά σκυλιών στη χθόνια θεότητα Εκάτη από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι απέβλεπαν στον καθαρμό. Ανάλογη ήταν και η γιορτή των Ρωμαίων Lupercalia του Φεβρουαρίου, που είχε καθαρτικό και ευετηρικό χαρακτήρα.

Η Καθαροδευτέρα πλαισιώνεται με μια σειρά εθίμων, που γοητεύουν μικρούς και μεγάλους. Τα κούλουμα, οι μεταμφιέσεις, οι χαρταετοί, τα γευστικά νηστίσιμα φαγητά, οι χοροί, η ελευθεριότητα των αθυροστομιών, οι καυστικές σάτιρες, ο αλευροπόλεμος, οι φωτιές, οι γαμήλιες αναπαραστάσεις είναι ορισμένα μόνο από τα εθιμικά πλαισιώματα της Σαρακοστιανής «Αρχιδευτέρας», που τελούνταν παλαιότερα ή επιβιώνουν ακόμη σε πολλούς Ελληνικούς τόπους.

Σας διαβάζω  τώρα ένα ηπειρώτικο τραγούδι της Καθαροδευτέρας για να πάρουμε την ατμόσφαιρά του:

Ήρθ’ η Καθαρή Δευτέρα

ήρθε η Σαρακοστή

για να φάμε κρεμυδάκια

για να φάμε πιτταστί.

Με κλαρίνα και με ντέφια

με λαούτα και βιολιά

θα χορέψουμε στ’ αλώνι

νέοι γέροι και παιδιά.

Με κρεμύδια και με σκόρδα

με ελιές και με φακή

θα περάσει τούτ’ η μέρα

πρώτη στη Σαρακοστή.

 

Εδώ στον Πέρα Μαχαλά

στην απάνω γειτονιά

αγαπώ και ‘γω μια νιά

μια αφεντοκαλογριά.

Όντας πήγαινα εκεί

μου τηγάνιζε τυρί

μούστρωνε τράγιο σακκί.

Κι έμαθα πως πέθανε,

Η καρδιά μου ράγισε.

 

Θα αναφερθώ παρακάτω, επιλεκτικά, σε ορισμένα μόνο απ’ αυτά, για να δείξω τη σημερινή λειτουργικότητα και τα παρεπόμενά τους, που είναι το κέφι, η χαρά και το ξεφάντωμα.

Πρώτη αναφορά μου στα επονομαζόμενα Κούλουμα, τα οποία στην Αθηναϊκή τους εκδοχή, είναι ο υπαίθριος εορτασμός της Καθαρής Δευτέρας. Η λέξη κούλουμα έχει άγνωστη ετυμολογία. Είναι ωστόσο πιθανή η προέλευσή της από τη λατινική λέξη cumulus, που μια πρώτη σημασία της είναι σωρός (ρήμα cumulo = σωρεύω) και με τη γραμματική αντιμετάθεση στον πληθυντικό έγινε κούλουμα, από τα συσσωρευμένα τρόφιμα της ημέρας. Οι πανηγυριστές της Καθαροδευτέρας, όπως είναι γνωστό, τρώνε λαγάνες (άζυμο ψωμί), ταραμά, χαβιάρι, γαρίδες, ελιές, κρεμμύδια, θαλασσινά, οστρακοειδή, κουκιά και πολλά άλλα νηστίσιμα, λαχανικά,  φρούτα και διασκεδάζουν με χορούς και τραγούδια. Ο Αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλους (1852-1942) συσχέτισε ετυμολογικά τη λέξη κούλουμα με τις κολώνες – στύλους  του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, όπου κυρίως γινόταν ο εορτασμός της ημέρας. Εξ άλλου είναι και παραδοσιακά γνωστό, ότι Ρουμελιώτες και άλλοι γαλατάδες της πρωτεύουσας, έστηναν τους χορούς τους, πρώτον τον τσάμικο, στον περίβολο των στύλων αυτών, με αποτέλεσμα να τους παρακολουθούν, γιορτάζοντας μαζί τους, πολυπληθείς Αθηναίοι. Ίσως η Αθηναϊκή αυτή γιορτή της μεθεόρτιας Αποκριάς να επηρέασε τους εορτασμούς άλλων Ελληνικών πόλεων και τελικά έγινε πανελλήνια.

Η κυριότερη συνήθεια της ημέρας θεωρείται το πέταγμα των χαρταετών, το οποίο δίνει χαρά σε μικρούς και μεγάλους και αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και μια τόνωση της οικονομίας.

Το υπαίθριο παιχνίδι των χαρταετών, κατά τον Δημήτριο Λουκάτο, ήταν σε παλαιότερες εποχές, «παιδική διασκέδαση του υπαίθρου και της εξοχής, άσχετη από γιορτές, που η ψυχή του παιδιού ελαχτάριζε να τη χαρεί με τις πρώτες λιακάδες της άνοιξης, ή και στις ξέγνοιαστες εκδρομές του καλοκαιριού». Το ίδιο συμβαίνει στην εποχή μας και σε άλλες χώρες (π.χ. Αμερική, Αγγλία, Ιταλία, Γερμανία). Ιστορικά, μπορούμε να πούμε, ότι οι χαρταετοί είναι επινόηση των λαών της Ανατολής (Κινέζων, Ιαπώνων, Κορεατών, Πολυνησίων κ.λπ.), όπως υποστηρίζει σχετική θεωρία.

Οι λαοί αυτοί τους μορφοποίησαν (με χαρακτηριστικές εικόνες ψαριών, δρακόντων, δαιμόνων κ.ά.) και τους χρησιμοποίησαν σε θρησκευτικά και μαγικά δρώμενα. Ο χαρταετός ωστόσο δεν ήταν άγνωστος και στην αρχαία Ελλάδα. Έχουμε μαρτυρία από τον 4. αι. π. Χ., που λέει ότι ο αρχιμηχανικός Αρχύτας από τον Τάραντα, χρησιμοποίησε στις αεροδυναμικές του έρευνες είδος αετού, που το υλικό του δεν θα ήταν βέβαια χαρτί, αλλά μάλλον πανί.

Νεώτερες μαρτυρίες για τη χρήση του χαρταετού έχουμε από τη Γερμανία (1450) και την Ισπανία (1606), και μεταγενέστερες σχετικές πληροφορίες προέρχονταν από την Αμερική, την Αυστραλία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Από την τελευταία μάλιστα, όπου υπάρχει παράσταση παιδιού με χαρταετό από το 1657 και 1807, ίσως ήρθε το παιχνίδι στην Ελλάδα και έκτοτε αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της Καθαροδευτέρας.

Στα εορταστικά έθιμα της Καθαρής Δευτέρας, με χαρακτηριστικό συμβολισμό τη γονιμότητα, ανήκουν και οι γαμήλιες αναπαραστάσεις, με κυρίαρχη εθιμική παρουσία τον γνωστότατο «Βλάχικο γάμο» της Θήβας. Εδώ τα γαμήλια σύμβολα δίνονται με σατιρική και αστεία διάθεση, αλλά και κυριαρχία του τουριστικού φολκλόρ.

Συμπερασματικά θα έλεγα ότι  η Καθαρή Δευτέρα, με την ιδιαίτερα πλούσια εθιμική της πλαισίωση, κλείνει τον εορταστικό κύκλο της αποκριάς και διακρίνεται για τον χαρούμενο επικοινωνιακό της χαρακτήρα μεταξύ των πανηγυριστών. Παράλληλα αποτελεί τον οδοδείκτη για την επερχόμενη «Πανήγυρη των Πανηγύρεων», το Πάσχα της Χριστιανικής Ορθοδοξίας.

 

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

  • Μηνάς  Αλ.  Αλεξιάδης, Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, δεύτερη έκδοση

συμπληρωμένη, Ινστιτούτο του Βιβλίου Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2008.

  • Δημ. Σ. Λουκάτος, Πασχαλινά και της Άνοιξης, Εκδόσεις Φιλιππότη,

Αθήνα 1980.

  • Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης,

Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1985.

  • Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας. Εισαγωγικό

σημείωμα Μ. Γ. Μερακλής, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1992 (α΄ έκδοση 1956).

  • Μ. Γ. Μερακλής, Σύγχρονος Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός, δεύτερη

έκδοση, Ηρόδοτος, Αθήνα 2011.

  • Roger Pinon, Le jeu du cerf-volant en Wallonie, Gembloux 1964.