

γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Στην Κάρπαθο
Οι Ιταλοί ναρκοθέτησαν με νάρκες κατά προσωπικού τους κάτω κάμπους της Παναγίας στην Αγία Αγκάρα στα Πηγάδια, από τον αυτοκινητόδρομο μέχρι την παραλία, εκτός από τον αυλόγυρο του μοναστηριού. Ο υπόλοιπος κάμπος ήταν φυτεμένος με πασσάλους ύψους ενός μέτρου, που απείχαν μεταξύ τους γύρω στα δυο μέτρα και συνδέονταν ο ένας με τον άλλο με λεπτά σύρματα. Όπως έλεγαν, τα σύρματα ήταν ενωμένα με νάρκες τοποθετημένες μέσα στο χώμα σε ξύλινα κουτιά, κι όταν κοβόταν το σύρμα η νάρκη εκρήγνυτο.
Στις 17 Οκτωβρίου 1944, όταν ήρθαν οι Άγγλοι στην Κάρπαθο, αρκετοί Καρπάθιοι κατέβηκαν στα Πηγάδια για να τους υποδεχθούν και όταν μια ομάδα από αυτούς έφτασε στην Αγία Αγκάρα, ξαφνικά, ένας σκύλος μπήκε στο ναρκοπέδιο. Κατατρομαγμένοι αποτραβήχτηκαν 100 μέτρα πιο πίσω στο ύψωμα “Κεφάλι” φοβούμενοι πως ο σκύλος θα έκοβε κάποιο σύρμα και θα τους εύρισκαν τα βλήματα, τελικά όμως ο σκύλος βγήκε από το ναρκοπέδιο. Την εκκαθάριση αυτού του ναρκοπεδίου πραγματοποίησαν οι Άγγλοι, όπου σκοτώθηκε ένας Ινδός αξιωματικός και τραυματίστηκε ένας στρατιώτης.
Στο Σταυρί και στο Προνί
Επειδή οι Ιταλοί είχαν συγκεντρωμένες τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στη Νότιο Κάρπαθο, ναρκοθέτησαν με ατομικές νάρκες τους δυο κύριους άξονες επικοινωνίας με στην Βόρειο Κάρπαθο, για να δυσκολέψουν εκεί Συμμαχική απόβαση. Ανατολικά ναρκοθέτησαν το Σταυρί, στην περιφέρεια Απερίου, και δυτικά το Προνί, στην περιφέρεια Πυλών.
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κάρπαθο ανέθεσαν στο Νικόλαο Κρ. να προμηθεύει τον Γερμανικό στρατό με κρέας, κατάσχοντας ποιμενικά και γεωργικά ζώα (βόδια, αγελάδες). Σε μια από αυτές τις αποστολές, μετέφερε ποιμενικά ζώα από την Βόρειο Κάρπαθο με την βοήθεια ενός 18χρονου. Περνώντας από το Σταυρί, δυο τρεις κατσίκες ξέκοψαν και στην προσπάθεια του 18χρονου να τις περιμαζέψει, έπεσε μέσα στο ναρκοπέδιο και από έκρηξη νάρκης τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Μη μπορώντας να του προσφέρουν καμμιά βοήθεια, τον μετέφεραν στην Βωλάδα σε κάποιο σπιτάκι κοντά στο νεκροταφείο, όπου μετά από λίγο ξεψύχησε. Η Βωλάδα και το Απέρι έκλαψαν τον άδικο χαμό του παλικαριού.
Τη νύχτα της 24ης Αυγούστου 1944, σε ερημική ακτή των Πυλών, αποβιβάστηκε περίπολος του Ιερού Λόχου και προχωρώντας προς το εσωτερικό έπεσε μέσα στο ναρκοπέδιο στο Προνί, με αποτέλεσμα να φονευθεί ο δεκανέας Κωνσταντίνος Ψίλης και να τραυματιστεί σοβαρά, πεθαίνοντας μετά από λίγες μέρες, ο στρατιώτης Στ. Μανώλας.
Την εκκαθάριση των Ιταλικών ναρκοπεδίων στο Σταυρί και Προνί ανέλαβαν οι Έλληνες μετά την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1949 ήρθαν έξι Έλληνες ναρκοσυλλέκτες με ένα λοχία που έμεναν στο Δημοτικό Σχολείο στο Κονάκι και έγιναν αντικείμενο φιλικών εκδηλώσεων εκ μέρους των Πηγαδιωτών και ιδιαίτερα των πιτσιρίκων. Όταν ανατίναζαν τις νάρκες στο Σταυρί, ακούγαμε από τα Πηγάδια τις εκρήξεις και βλέπαμε τους καπνούς.
Γερμανικά ναρκοπέδια
Οι Γερμανοί ενίσχυσαν την άμυνα της Καρπάθου με αντιαρματικά ναρκοπέδια. Τοποθέτησαν 10.000 νάρκες στην παραλία των Πηγαδίων, για να αποτρέψουν απόβαση, και 12.000 στην παραλία του Μακρύ Γιαλού στον Αφιάρτη, για να προστατεύσουν το αεροδρόμιο. Όπως έλεγαν, για να εκραγεί μια αντιαρματική νάρκη έπρεπε να πιεστεί με βάρος πάνω από 300 κιλά. Άνθρωποι και ζώα περνούσαν ακίνδυνα μέσα από τα αντιαρματικά ναρκοπέδια. Για να δυσκολέψουν την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων μαζί με τις αντιαρματικές νάρκες έβαζαν μερικές ατομικές και ορισμένες αντιαρματικές με δεύτερο καψούλι.
Στο Βρόντη
Το ναρκοπέδιο των Πηγαδίων άρχιζε από την παραλία του Άμμου και τελείωνε στην παραλία στο Βρόντη. Δεν ναρκοθέτησαν τα πρώτα 100 μέτρα, που τα χρησιμοποιούσαν για να προσθαλασσώνονται τα υδροπλάνα. Την εποχή εκείνη, προτού αρχίσει η αμμοληψία, υπήρχε παχύ στρώμα άμμου. Αυτοί που περνούσαν από τον αυτοκινητόδρομο, πηγαίνοντας από τα Πηγάδια στο Απέρι, έβλεπαν τους Γερμανούς να σκάβουν λάκκους που τοποθετούσαν νάρκες.


Κατά μήκος της παραλίας, 200 μέτρα από τον “Τηλέγραφο” και για 100 μέτρα, το υπέδαφος, κάτω από λεπτό στρώμα άμμου, ήταν πετρώδες. Σ’ αυτό το μέρος δεν έβαλαν νάρκες, αλλά ναρκοθέτησαν το συνεχόμενο χωράφι προς την μεριά του αυτοκινητόδρομου. (“Τηλέγραφο” αποκαλούσαν το πετρόκτιστο κτίριο, μέσα στο οποίο βρίσκονταν τα εξαρτήματα του υποθαλάσσιου καλωδίου Καρπάθου-Ρόδου. Γύρω από το κτίριο και μέχρι την οροφή οι Ιταλοί συσσώρευσαν άμμο και φύτεψαν θάμνους, που από ψηλά έμοιαζε με αμμόλοφο. Αργότερα, όταν οι Γερμανοί ναρκοθέτησαν την παραλία, ναρκοθέτησαν και τον “Τηλέγραφο”, που περιέφραξαν με συρματοπλέγματα που στηρίζονταν πάνω σε πασσάλους).
Τα πρώτα θύματα
Πρώτος που έχασε τη ζωή του στο ναρκοπέδιο των Πηγαδίων ήταν ο Ιταλός στρατιώτης Cosenza Mario. Έμενε στο στρατόπεδο που βρισκόταν απέναντι από τον “Τηλέγραφο” όπου οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει τους Ιταλούς αιχμαλώτους. Στις 12 Νοεμβρίου 1943, όταν πήγε να πάρει τους πασσάλους που περιστοίχιζαν τον “Τηλέγραφο” για να κατασκευάσει ένα ράντζο, μια νάρκη τον τίναξε στον αέρα και πέταξε το σώμα του στον αμμόλοφο. Οι Ιταλοί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν για να τον σηκώσουν. Τελικά οι Γερμανοί απόσπασαν τον νεκρό και οι Ιταλοί τον έθαψαν στο ιταλικό νεκροταφείο στο Πλατύολο.
Δεύτερος που έχασε τη ζωή του στο ναρκοπέδιο των Πηγαδίων, ήταν ένας Γερμανός αεροπόρος. Όπως προαναφέρθηκε, οι Γερμανοί δεν ναρκοθέτησαν τα πρώτα 100 μέτρα της παραλίας για να προσθαλασσώνονται τα υδροπλάνα. Τον Απρίλιο του 1944, στο μη ναρκοθετημένο τμήμα ήταν αραγμένα τρία γερμανικά υδροπλάνα, που βομβαρδίστηκαν από συμμαχικά αεροπλάνα. Ένας αεροπόρος έχασε τον προσανατολισμό του και έπεσε μέσα στο ναρκοπέδιο.


Ένας Ιταλός στρατιώτης που έμεινε στην Κάρπαθο μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ήταν ο τρίτος που έχασε τη ζωή του στο ναρκοπέδιο των Πηγαδίων. Είχε κάποια ναρκοσυλλεκτική εμπειρία και συμφώνησε με τον ιδιοκτήτη του χωραφιού να καθαρίσει το χωράφι του έναντι αμοιβής (Ήταν το χωράφι που ναρκοθέτησαν οι Γερμανοί επειδή το υπέδαφος της παραλίας ήταν πετρώδες). Στις 10 Οκτωβρίου 1944 μια νάρκη τον τίναξε στον αέρα και πέταξε το σώμα του πάνω σε μια ελιά. Εκεί έμεινε κρεμασμένος μέχρι που ήρθαν οι Άγγλοι που πήραν τον νεκρό και τον έθαψαν στο Ιταλικό νεκροταφείο.
Το δεύτερο καψούλι
Οι Γερμανοί, για να καθυστερήσουν τους ναρκοσυλλέκτες, σε κάθε 10 με 20 νάρκες έβαζαν μια με δεύτερο καψούλι, που βρισκόταν πλάγια στο κάτω μέρος της νάρκης, συνδεόμενο με ένα σύρμα στερεωμένο σε ένα σιδερένιο έλασμα σε μικρή απόσταση από τη νάρκη. Όταν οι ναρκοσυλλέκτες αφόπλιζαν τη νάρκη και την τραβούσαν, κοβόταν το σύρμα και ακολουθούσε έκρηξη. Για κάθε νάρκη οι έμπειροι ναρκοσυλλέκτες έπρεπε να βεβαιωθούν ότι δεν είχε δεύτερο καψούλι, που απαιτούσε χρόνο και καθυστέρηση. Η άγνοια αυτής της λεπτομέρειας στάθηκε μοιραία για τους άπειρους ναρκοσυλλέκτες.
Μετά την άφιξη των Άγγλων, όταν περνούσαμε από τον αυτοκινητόδρομο στον “Τηλέγραφο” δίπλα στην αμμουδιά, μας έπιανε φόβος. Ο αέρας και η βροχή είχαν ξεθάψει δεκάδες νάρκες, που ήταν μαύρες σε σχήμα και μέγεθος μεγάλου τσουκαλιού (“τσουκάλια” τις αποκαλούσαν οι Καρπάθιοι). Μια βροχερή νύχτα ακούγαμε δυνατές εκρήξεις. Η δυνατή βροχή κίνησε τους ξεροπόταμους που περνούσαν μέσα από το ναρκοπέδιο, ξέθαβαν και παρέσυραν τις νάρκες. Όπως φαίνεται, το σύρμα των ναρκών που είχαν δεύτερο καψούλι κοβόταν και ακολουθούσαν εκρήξεις.


Οι Καρπάθιοι
Στο διάστημα της Γερμανικής κατοχής οι Καρπάθιοι δεν μπορούσαν να μπουν στα γερμανικά ναρκοπέδια, γι’ αυτό και δεν υπήρξαν θύματα μεταξύ των Καρπαθίων. Μετά την άφιξη των Άγγλων έμπαιναν στα ναρκοπέδια και αφόπλιζαν τις νάρκες παίρνοντας τον δυναμίτη για το ψάρεμα.
Τα περισσότερα δυστυχήματα συνέβησαν στον Μακρύ Γιαλό, που ήταν πιο απομακρυσμένος και δύσκολη η επιτήρησή του. Εκεί δραστηριοποιείτο ο Χατζηγιωργάκης, που πρόσφατα είχε φτάσει από την Αττική και αυτοδιαφημιζόταν ως “ειδικός” στον αφοπλισμό των ναρκών και στην αφαίρεση του δυναμίτη. Δεν πέρασε πολύς καιρός και από λανθασμένο χειρισμό σκοτώθηκε, μάλλον δεν γνώριζε την ύπαρξη δεύτερου καψουλιού. Όπως διηγείτο ο Μηνάς Ν. Παπακώστας, το σώμα του διαμελίστηκε. Τον έθαψαν στο νεκροταφείο των Μενετών.
Την ίδια εποχή (1945) ο Γεώργιος Μπάρκας, προσπαθούσε να αφοπλίσει μια νάρκη κοντά στον “Τηλέγραφο”. Πάνω στην ώρα έτυχε να περνά απ’ εκεί με μια βάρκα, ερχόμενος από την Αχάτα, ο Χριστόφορος Λιτός με τον νεαρό Κωστή Νικολαΐδη. Ο Μπάρκας ζήτησε την βοήθεια του Χριστόφορου. Ο Λιτός βγήκε στη στεριά ενώ ο Κωστής έμεινε στη βάρκα. Ξαφνικά, οι πιτσιρίκοι που ψάρευαν με το καλάμι στα Βρουλίδια, άκουσαν μια δυνατή έκρηξη και είδαν καπνό να βγαίνει από την παραλία στον “Τηλέγραφο”. Ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο ξεκίνησε από τα Διοικητήρια, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν μέσα από το ναρκοπέδιο για να κατέβουν στην παραλία. Επανήλθαν με μια βάρκα και βρήκαν τον Λιτό διαμελισμένο, τον Μπάρκα νεκρό και τον Κωστή τρομοκρατημένο. Χρόνια αργότερα, πιο πέρα στην παραλία του Βρόντη, ανήγειραν μνημείο στη μνήμη του Χριστόφορου Λιτού, που στην διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής ανέπτυξε πλούσια πατριωτική δράση.


Οι Ινδοί
Εκτός από την εκκαθάριση του ιταλικού ναρκοπεδίου της Αγίας Αγκάρας, οι Ινδοί ανέλαβαν και την εκκαθάριση του γερμανικού ναρκοπεδίου των Πηγαδίων. Κάθε πρωί, δέκα ναρκοσυλλέκτες με ένα λοχία ξεκινούσαν από το σπίτι της Καλλιόπης Χατζηγεωργιάδη όπου έμεναν. Πήγαιναν στον Άμμο κρατώντας από ένα μυτερό σιδερένιο μπαστούνι που, όπως έλεγαν, στην μύτη του υπήρχε μαγνήτης. Το βράδυ, στην επιστροφή, ο λοχίας κρατούσε στην φούχτα του γύρω στους 10 λεπτούς μεταλλικούς κυλίνδρους, που όπως έλεγαν, ήταν τα καψούλια των ναρκών που αφόπλισαν εκείνη την ημέρα.
Μια μέρα, πέντε-έξι περίεργοι πιτσιρίκοι πήγαμε στον Άμμο να δούμε με τι ασχολούνταν οι στρατιώτες. Δεν μας άφησαν να πλησιάσουμε αλλά παρακολουθούσαμε από απόσταση. Οι στρατιώτες ήταν όρθιοι παρατεταγμένοι σε μια γραμμή που έπιανε το πλάτος της αμμουδιάς, έβλεπαν δυτικά και κρατούσαν δυο μέτρα απόσταση μεταξύ τους. Με το σιδερένιο μπαστούνι τρυπούσαν την άμμο όσο πιο βαθιά μπορούσαν, από αριστερά προς τα δεξιά σε απόσταση 15 εκατοστών. Όταν τελείωναν όλο το πλάτος της αμμουδιάς, προχωρούσαν 15 εκατοστά και ξανάρχιζαν από την αρχή.
Όταν το μπαστούνι κάποιου στρατιώτη κτυπούσε σε νάρκη και έβρισκε αντίσταση φώναζε mine (νάρκη). Οι άλλοι στρατιώτες άφηναν τα μπαστούνια τους καρφωμένα στην άμμο και απομακρύνονταν. Ο στρατιώτης που έβρισκε την νάρκη έμενε μόνος του, καθάριζε την άμμο ένα γύρω, για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε δεύτερο καψούλι, και την αφόπλιζε. Αν έβρισκε δεύτερο καψούλι φώναζε τον λοχία. Η διαδικασία γινόταν πιο δύσκολη και κρατούσε περισσότερο.


Οι Γερμανοί ξανάρχονται
Μετά την απελευθέρωση της Ρόδου, οι Άγγλοι έφεραν από την Ρόδο κλιμάκιο Γερμανών ναρκοσυλλεκτών για να εκκαθαρίσουν τα γερμανικά ναρκοπέδια. Μια δωδεκάδα Γερμανών εγκαταστάθηκε σε μια μεγάλη σκηνή στους πάνω κάμπους της Αγίας Αγκάρας, δίπλα στον Αλμυροπόταμο και άρχισε την εκκαθάριση από τον Βρόντη μέχρι τον ποταμό της Άφωτης. Όπως έλεγαν, οι Γερμανοί έφεραν ειδικά εργαλεία που έμοιαζαν με φτυάρια που στο μπροστινό τους μέρος υπήρχε δυνατός μαγνήτης. Με αυτό τον τρόπο εντόπιζαν πιο εύκολα τις νάρκες και τις αφόπλιζαν. Τις έκαναν βουναλάκια στην άμμο και όταν μάζευαν αρκετές τις ανατίναζαν.
Πριν από κάθε ανατίναξη, η αστυνομία έκλεινε τον δρόμο από την Άφωτη μέχρι το Βρόντη και ειδοποιούσε τις νοικοκυρές να κατεβάσουν τα πιάτα και τα γυαλικά τους από τα ράφια και να τα βάλουν στο δάπεδο. Οι πιτσιρίκοι, μόλις παίρναμε είδηση ότι επρόκειτο να γίνει ανατίναξη, μαζευόμασταν πίσω από τα Διοικητήρια και περιμέναμε, για να μη χάσουμε το θέαμα. Λάμψεις και καπνοί πηδούσαν μέσα από την άμμο και ακούγονταν εκκωφαντικοί κρότοι. Τις επόμενες μέρες, όσοι περνούσαν από τον “Τηλέγραφο” έβλεπαν τον δρόμο “σπαρμένο” από μικρά και μεγάλα βλήματα. Τις νάρκες από το χωράφι κοντά στο “Τηλέγραφο”, εκεί που σκοτώθηκε ένας Ιταλός στρατιώτης, δεν τις έβγαλαν. Τις εντόπισαν και τις ανατίναξαν μια-μια επί τόπου και το χωράφι γέμισε λάκκους βάθους ενός μέτρου, με δύο μέτρα διάμετρο.
Οι εκρήξεις συνεχίζονται
Για αρκετό διάστημα οι εκρήξεις και τα δυστυχήματα συνεχίστηκαν. Αρκετοί Καρπάθιοι είχαν αποθηκεύσει νάρκες σε απόμερους στάβλους για ψάρεμα. Οι Μανώλης Μ–ος και Μανώλης Λ–ος πήγαν για ψάρεμα και όταν εντόπισαν ένα κοπάδι ψάρια τους έριξαν ένα “τσουκάλι” (αντιαρματική νάρκη). Η νάρκη σκότωσε τα ψάρια, αλλά ξεπάτωσε και την βάρκα.
Το καλοκαίρι του 1949, οι Ναυτοπρόσκοποι κάναμε τον γύρο της Καρπάθου με φορτηγό, για να γνωρίσουμε τα χωριά του νησιού. Φθάνοντας στην Αρκάσα βρήκαν το χωριό αναστατωμένο, γυναίκες να κλαίνε και να τραβούν τα μαλλιά τους. Ο Μιχάλης Χ–ας, είχε αφοπλίσει μερικές νάρκες, έβαλε τα καψούλια στη τσέπη του και καβαλίκεψε τον γάιδαρό του, για να γυρίσει στο χωριό. Όμως, η τσέπη τριβόταν πάνω στο σαμάρι, τα καψούλια ζεστάθηκαν, πήραν φωτιά κι η έκρηξη τον σκότωσε.


Κακή τύχη
Στην γειτονιά μας έμενε ο Αλέκος Μπάρκας με την γυναίκα του Φωτεινή και τα τρία τους παιδιά Λώλη (Λεωνίδα), Σοφία και Νίκο και περίμεναν και τέταρτο (Αλεξάνδρα). Ο Αλέκος ήταν Ροδίτης, δούλευε για τον Γιάννη Παπανικήτα και οδηγούσε φορτηγό αυτοκίνητο. Με τον Μανώλη Μαλώφτη και ένα άλλο εργάτη πήγαιναν στον “Τηλέγραφο” και, περνώντας μέσα από τον ξεροπόταμο, φόρτωναν άμμο από την παραλία. Ήταν Σάββατο (Μάρτιος του 1950), ο Αλέκος περνώντας από το σπίτι του, είπε στην γυναίκα του πως ήταν το τελευταίο δρομολόγιο της ημέρας και της ζήτησε να του ζεστάνει νερό για να κάμει μπάνιο όταν θα γύριζε. Πήρε μαζί του και τους γιους του, για να τους κάμει βόλτα.
Φόρτωσαν το αυτοκίνητο και ξεκίνησαν να φύγουν περνώντας μέσα από τον ξεροπόταμο. Στο κάθισμα -δίπλα στον οδηγό- κάθονταν τα παιδιά και ο εργάτης στο φτερό του αυτοκινήτου από την ίδια μεριά, ενώ ο Μανώλης τους περίμενε στο δρόμο. Όπως το αυτοκίνητο περνούσε μέσα από τον ξεροπόταμο, η μπροστινή ρόδα στην μεριά του οδηγού πάτησε πάνω σε νάρκη και το αυτοκίνητο ανατινάχτηκε. Από την έκρηξη ο Αλέκος τραυματίστηκε θανάσιμα και τα παιδιά του σοβαρά. Ο εργάτης πετάχτηκε 20 μέτρα μακριά και ο Μανώλης έπαθε σοκ. (Όπως φάνηκε από το βάθος του λάκκου που άφησε η έκρηξη, η νάρκη είχε σκεπαστεί από τις προσχώσεις του ξεροπόταμου).
Δεν κτύπησε η καμπάνα
Μόλις ακούστηκε η έκρηξη, δυο τρεις Χωροφύλακες πήγαν στον “Τηλέγραφο” και έφεραν τους τραυματίες στο δημόσιο ιατρείο. (Διευθυντής του ήταν ο ιατρός Ανδρέας Λάμπρος). Ο Αλέκος μετά από λίγο ξεψύχησε, τα παιδιά σώθηκαν. Οι γειτόνισσες έφεραν τα παιδιά στο σπίτι, αλλά δεν άφησαν την Φωτεινή να πάει να δει τον Αλέκο. Της είπαν ότι τραυματίστηκε σοβαρά και, ότι με ένα καΐκι, τον πήραν στην Ρόδο. Την άλλη μέρα έγινε πάνδημη η κηδεία του. Η καμπάνα της Βαγγελίστρας δεν κτύπησε για να μη μάθει η γυναίκα του την αλήθεια.
Ευτυχώς
Είχε μπει ο Ιούνιος, κόντευε να τελειώσει το σχολικό έτος του 1952. Σχολάσαμε και με το λεωφορείο κατεβαίναμε από το Απέρι στα Πηγάδια. Μαζί μας ήταν και δυο – τρεις καθηγητές, που κατέβηκαν στο Βρόντη για να κάμουν μπάνιο και στην επιστροφή θα τους έπαιρνε το λεωφορείο στα χωριά που έμεναν. Δεν είχε περάσει μια ώρα όταν ακούσαμε μια έκρηξη και είδαμε καπνό να βγαίνει από την παραλία του Βρόντη. Ανησυχήσαμε, νομίσαμε ότι κάποιο ατύχημα συνέβη στους καθηγητές μας. Δεν ήταν έτσι: Ένα φορτηγό πήγε να πάρει χαλίκι από την παραλία και στην επιστροφή πάτησε πάνω σε νάρκη, ευτυχώς με την πισινή ρόδα. Εκτός από σοκ κανένας από τους εργάτες και τον οδηγό δεν έπαθε τίποτε. (Η νάρκη βρισκόταν 50-100 μέτρα από την παραλία, εκτός του ναρκοπεδίου που εκκαθάρισαν οι Γερμανοί).


Minefields in the Dodecanese and specifically in Karpathos
By Manolis Cassotis
In World War II, there was extensive use of mines. The Italians paid particular attention to the Dodecanese islands, which were on the front lines of the fighting. They started with Rhodes and continued with Kos and Karpathos, which had airports, and Leros, which had a naval base. They also laid sea mines around Rhodes. In August 1943, one of them, around Alimia, escaped the chain that held it and sank the boat carrying the Speza food to Karpathos, resulting in Karpathos suffering from a food shortage.
In Karpathos
The Italians planted antipersonnel mines in the lower plain of Saint Agara in Pigadia, from the road to the beach, except for the monastery’s courtyard. The rest of the plain was planted with one-meter-high stakes, spaced about two meters apart and connected to each other with thin wires. As they said, the wires were connected to mines placed in the soil in wooden boxes, and when the wire was cut, the mine exploded.
On October 17, 1944, when the British arrived in Karpathos, several Karpathians went down to Pigadia to welcome them and when a group of them arrived at Saint Angara, suddenly, a dog entered the minefield. Terrified, they retreated 100 meters further back to “Kefali” hill, fearing that the dog would cut some wire and the scraps of the mine will hit then, but eventually the dog came out of the minefield. The clearance of this minefield was carried out by the British, where an Indian officer was killed and a soldier injured.


Stavri and Proni
Because the Italians had concentrated their military forces in South Karpathos, they planted antipersonnel mines on the two main communication axes with North Karpathos, in order to make it difficult for the Allies landing there. To the east they mined Stavri, in the Aperi region, and to the west Proni, in the Peles region.
When the Germans occupied Karpathos, they assigned Nikolaos Kr. to supply the German army with meat, seizing pastoral and agricultural animals (oxen, cows). On one of these missions, he transported pastoral animals from Northern Karpathos with the help of an 18-year-old. While passing through Stavri, two or three goats broke loose and in the 18-year-old attempt to collect them, he fell into the minefield and was seriously injured in the head by a mine explosion. Unable to offer him any help, they transported him to Volada to a small house near the cemetery, where he died a short time later. Volada and Aperi mourned the young man’s unjust loss.
On the night of August 24, 1944, on the deserted coast of Pyles, a patrol of the Sacred Company landed and, advancing inland, fell into the minefield at Proni, resulting in the killing of Corporal Konstantinos Psilis and the serious injury of Private St. Manolas, who died a few days later.
The clearance of the Italian minefields in Stavri and Proni was undertaken by the Greeks after the Incorporation of the Dodecanese into Greece. In the summer of 1949, six Greek mine specialists and a sergeant came to live in the Primary School in Konaki and became the subject of friendly events by the people of Pigadia, especially the children. When they detonated the mines in Stavri, we could hear the explosions and see the smoke from Pigadia.
German mine fields
The Germans reinforced the defense of Karpathos with anti-tank minefields. They placed 10,000 mines on the beach of Pigadia, to prevent landing, and 12,000 on the beach of Makry Gialos in Afiarti, to protect the airport. As they said, for an anti-tank mine to explode, it had to be pressed with a weight of over 300 kilograms. People and animals passed safely through the anti-tank minefields. To make it more difficult to clear the minefields, they placed some antipersonnel mines and some anti-tank mines with a second capsule along the anti-tank mines.
In Vronti
The minefield in Pigadia started from the beach at Ammos and ended at the beach at Vronti. They did not mine the first 100 meters, which were used for seaplanes to land. At that time, before sand mining began, there was a thick layer of sand. Those who passed by the road, going from Pigadia to Aperi, saw the Germans digging pits to place mines.
Along the beach, 200 meters from the “Telegraph” and for 100 meters, the subsoil, under a thin layer of sand, was rocky. They did not lay mines there but mined the adjacent field towards the road. (“Telegraph” was the name given to the stone-built building, inside which were the components of the Karpathos-Rhodes submarine cable. Around the building and up to the roof, the Italians piled up sand and planted bushes, which from above looked like a sand dune. Later, when the Germans mined the beach, they also mined the “Telegraph”, which they fenced with barbed wire supported on stakes).
The first victims
The first to lose his life in the minefield of Pigadia was the Italian soldier Cosenza Mario. He lived in the camp opposite the “Telegraph” where the Germans had gathered the Italian prisoners. On November 12, 1943, when he went to pick up the stakes surrounding the “Telegraph” to build a ranch, a mine knocked him into the air and threw his body on the sand dune. The Italians did not dare to approach to pick him up. Finally, the Germans extricated the dead man, and the Italians buried him in the Italian cemetery.
The second to lose his life in the Pigadia minefield was a German airman. As mentioned above, the Germans did not mine the first 100 meters of the beach so that the seaplanes could land. In April 1944, three German seaplanes were stranded in the unmined section, which were bombed by Allied aircraft. One airman took the wrong direction and fell into the minefield.
An Italian soldier who remained on Karpathos after the Germans withdrew was the third to lose his life in the minefield of Pigadia. He had some experience in mine clearing and agreed with the owner of the field to clear his field for a fee (It was the field that the Germans mined because the subsoil of the beach was rocky). On October 10, 1944, a mine blew him up and threw his body onto an olive tree. There he remained hanging until the English came who took the dead man and buried him in the Italian cemetery.
The second capsule
To delay the mine sweepers, the Germans placed a second capsule every 10 to 20 mines, which was located sideways at the bottom of the mine, connected to a wire attached to an iron plate a short distance from the mine. When the mine sweepers disarmed the mine and pulled it, the wire was cut and an explosion followed. For each mine, experienced mine sweepers had to make sure that there was not second capsule, which required time and delay. Ignorance of this detail proved fatal for inexperienced mine sweepers.
After the arrival of the British, when we passed by the road at “Telegraphos” next to the sandy beach, we were seized with fear. The wind and rain had unearthed dozens of mines, which were black in the shape and size of a large pot (“tsoukalia” (pots) was what the Karpathians called them). One rainy night we heard loud explosions. The heavy rain flooded the dry riverbeds that passed through the minefield, unearthed and swept away the mines. Apparently, the wire of the mines that had a second capsule was cut and explosions followed.
The Karpathians
During the German occupation, the Karpathians could not enter the German minefields, which is why there were no casualties among the Karpathians. After the arrival of the British, they entered the minefields and disarmed the mines, taking the dynamite for fishing.
Most of the accidents occurred in Makry Gialos, which was more remote and difficult to monitor. It was there that Hatzigiorgakis, who had recently arrived from Attica and advertised himself as an “expert” in the disarmament of mines and the removal of dynamite, was active. Not long after, he was killed by incorrect handling, probably not knowing about the existence of a second capsule. As Minas N. Papakostas recounted, his body was dismembered. He was buried in the cemetery of Menetes.
At the same time (1945), George Barkas was trying to disarm a mine near the “Telegraph”. Just in time, Christoforos Litos happened to be passing by in a rowboat, coming from Achata, with the young Kostis Nikolaidis. Barkas asked for Christoforos’ help. Litos went ashore while Kostis stayed in the rowboat. Suddenly, the kids who were fishing with their rods in Vroulidia heard a loud explosion and saw smoke coming from the beach at the “Telegraph”. A military car started from the Police Center but could not pass through the minefield to get down to the beach. They returned in a rowboat and found Litos dismembered, Barkas dead and Kostis terrified. Years later, further on the beach toward Vronti, erected a monument in memory of Christoforos Litos, who during the Italian German occupation developed rich patriotic activity.
Indians
In addition to clearing the Italian minefield of Saint Agara, the Indians also undertook the clearing of the German minefield of Pigadia. Every morning, ten mine specialists with a sergeant set out from the house of Kalliopi Hatzigeorgiadis where they lived. They went to Ammos beach holding a pointed iron stick that, as they said, had a magnet at the tip. In the evening, on the way back, the sergeant held in his hand about 10 thin metal cylinders, which, as they said, were the capsules of the mines they had disarmed that day.
One day, five-six curious kids went to Ammos beach to see what the soldiers were doing. They didn’t let us get close, but we watched from a distance. The soldiers were standing in a line that stretched the width of the sand, facing west and keeping two meters apart. With the iron stick, they dug into the sand as deep as they could, from left to right at a distance of 15 centimeters. When they had finished the entire width of the sand, they would advance 15 centimeters and start over.
When a soldier’s stick hit a mine and met resistance, he would shout “mine”. The other soldiers would leave their sticks stuck in the sand and move away. The soldier who found the mine would stay alone, clear the sand around to make sure there was not second capsule, and disarm it. If he found a second capsule, he would call the sergeant. The process became more difficult and took longer.
The Germans are coming back
After the liberation of Rhodes, the British brought a team of German minesweepers from Rhodes to clear the German minefields. A dozen Germans settled in a large tent on the upper plains of Saint Agara, next to Almyropotamos brook and began clearing from the Vronti to Afoti brook. As they said, the Germans brought special tools that looked like shovels with a strong magnet on the front. In this way, they could more easily locate the mines and disarm them. They made mounds of mines in the sand and blew them up.
Before each explosion, the police closed the road from Afoti to Vronti and notified the housewives to take their plates and glassware off the shelves and put them on the floor. As soon as the kids learned that there would be an explosion, we would gather behind the Administration building and wait, not to miss the spectacle. Flashes and smoke would jump through the sand and deafening explosions would be heard. In the following days, those who passed by “Telegraph” would see the road “strewn” with small and large projectiles. The mines from the field near “Telegraph”, where an Italian soldier Mario was killed, were not removed. They located them and blew them up one by one on the spot, the field was filled with pits one meter deep, two meters in diameter.
The explosions continued
For some time, the explosions and accidents continued. Several Karpathians had stored mines in remote tables for fishing. Manolis M–os and Manolis L–os went fishing and when they spotted a school of fish, they threw a “tsoukali” (anti-tank mine) at them. The mine killed the fish but also wrecked the boat.
In the summer of 1949, the Boy Scouts toured Karpathos by truck, to get to know the villages of the island. Arriving in Arkasa, they found the village in turmoil, women crying and pulling their hair. Michael H-as had disarmed some mines, put the capsules in his pocket and mounted his donkey to return to the village. However, the pocket rubbed against the saddle, the capsules heated up, caught fire and the explosion killed him.
Bad luck
In our neighborhood lived Alekos Barkas with his wife Fotini and their three children Leonidas, Sofia and Nick and they were expecting a fourth (Alexandra). Alekos was from Rhodes; he worked for John Papanikitas as truck driver. With Manolis Maloftis and another worker, they went to the “Telegraph” and, passing through the dry river, they loaded sand from the beach. It was Saturday (March 1950), Alekos, passing by his house, told his wife that it was the last route of the day and asked her to heat water for him to take a bath when he returned. He took his sons with him, to take them for a drive.
They loaded the truck and set off, passing through the dry riverbed. The children sat in the seat – next to the driver – and the worker on the wing of the car on the same side, while Manolis waited for them on the road. As the car passed through the dry riverbed, the front wheel on the driver’s side stepped on a mine and the truck exploded. The explosion fatally injured Alekos and his children seriously. The worker was thrown 20 meters away and Manolis went into shock. (As was evident from the depth of the pit left by the explosion, the mine had been covered by the alluvium of the dry riverbed).
The bell did not ring
As soon as the explosion was heard, two-three policemen went to “Telegraph” and brought the wounded to the public clinic. (Its director was Dr. Andreas Lambros). Alekos died after a while, the children survived. The neighbors brought the children home but did not let Fotini go to see Alekos. They told her that he was seriously injured and that they were taking him to Rhodes on a boat. The next day, his funeral was attended by the whole town. But Vangelistra bell did not ring so that his wife would not learn the truth.
Fortunately
It was June, the 1952 school year was about to end. We finished school, going by bus from Aperi to Pigadia. There were two or three teachers with us, who went to Vronti to swim and on the way back the bus would pick them up. Less than an hour had passed when we heard an explosion and saw smoke coming out of the beach at Vronti. We were worried, we thought that some accident had happened to our teachers. It wasn’t like that: A truck went to get gravel from the beach and on the way back it stepped on a mine, fortunately with the rear wheel. Apart from shock, none of the workers and the driver were hurt. (The mine was located 50-100 meters from the beach, outside the minefield that the Germans cleared).














