Οι γιορτές που δεν τελείωσαν ποτέ - Η ολόπικρη γιορτινή ιστορία της Μαρίας και του Νικόλα

Οι γιορτές που δεν τελείωσαν ποτέ - Η ολόπικρη γιορτινή ιστορία της Μαρίας και του Νικόλα

Ποιες γιορτές μένουν πραγματικά στη μνήμη; Όχι εκείνες των γέλιων και των φωτισμένων τραπεζιών, αλλά όσες έφεραν μαζί τους τα πιο πικρά χτυπήματα της μοίρας.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Τα χαμόγελα ξεθωριάζουν εύκολα. Αρκεί μια σκοτούρα, μια γκρίζα μέρα, για να σβήσει και η πιο γλυκιά στιγμή. Οι αναποδιές όμως χαράσσονται βαθιά. Στέκουν σαν κόμποι στην άκρη της γλώσσας ή σαν μικρές πέτρες στα μάτια, πιέζοντας τα δάκρυα να βγουν στο φως.

Ιδιαίτερα μέσα στις οικογένειες, εκεί όπου τα μεγάλα δράματα σπάνια λέγονται δυνατά. Όταν η κοινωνική ανισότητα αγγίζει τα όριά της, οι άνθρωποι ψάχνουν εξηγήσεις στη μοίρα, στην κακή τύχη, ακόμη και σε άγνωστες κατάρες.

Αυτή είναι η ιστορία του Νικόλα και της Μαρίας. Ένα ζευγάρι που έσπασε λίγο πριν χαράξει η αυγή του 1936.

Η Μαρία Σακελλαρίδη γεννήθηκε το 1900 στην Κάρπαθο, προτελευταία κόρη του παπά Νικόλα Σακελλαρίδη. Από μικρή έδειξε πείσμα και ελευθερία πνεύματος. Ακολούθησε τον πατέρα της στην Κρήτη, στα χωριά Κρουσώνας και Δαφνές, πριν η ζωή της αλλάξει ριζικά το 1913.

Τότε, η θεία της Μαριγώ Γεραπετρίτη την πήρε μαζί της στην Αίγυπτο. Στο πολύβουο Πορτ Σάιντ, ανάμεσα σε μια ισχυρή ελληνική παροικία, η Μαρία μορφώθηκε, έμαθε ραπτική, κέντημα, ξένες γλώσσες. Ένας ηλικιωμένος Ιταλός γείτονας της άνοιξε τον δρόμο στα ιταλικά γράμματα· ο πόλεμος της άνοιξε βίαια τα μάτια.

Θυμόταν για πάντα τους βομβαρδισμούς, τα καταφύγια, τους νεκρούς γείτονες μετά τις επιθέσεις στον Σουέζ. Οι εικόνες εκείνες χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη της.

Παρά τα προξενιά που πλήθαιναν, η Μαρία έβαζε όρους:
«Να πάτε στον πατέρα μου στην Κάρπαθο. Κι αν συμφωνήσει, τότε βλέπουμε».

Ο Νικόλαος Ηλιάδης –που στην Αμερική έγινε Νικόλας Κόρσος– είχε ήδη ζήσει τη σκληρότερη πλευρά της ζωής. Από τη δεκαετία του ’20 δούλευε ανθρακωρύχος στη West Virginia, στη Valley Coal Corporation του Wheeling.

Οι στοές των ορυχείων δεν άφηναν περιθώρια για αυταπάτες. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες μέσα στη γη, με πενιχρά μεροκάματα, συχνά κλεμμένα στο ζύγισμα. Οι απεργίες, οι φρουροί, οι απειλές, τα ατυχήματα. Κι όμως, πάνω από το κάρβουνο, στην επιφάνεια, οι ανθρακωρύχοι έψαχναν ακόμη την αληθινή ζωή.

Το 1932 ο Νικόλας γύρισε στο νησί καθαρός, με κουστούμι και όνειρα. Το προξενιό με τη Μαρία καρποφόρησε γρήγορα. Παντρεύτηκαν στις αρχές Μαρτίου στις Μενετές Καρπάθου.

Τρεις μήνες αργότερα, ο γαμπρός επιβιβαζόταν στο ιταλικό υπερωκεάνιο Vulcania με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Το γλέντι είχε τελειώσει· οι στοές τον περίμεναν ξανά.

Λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα του 1932 γεννήθηκε η κόρη τους, η Φραγκίτσα. Ο Νικόλας δεν την κράτησε ποτέ στην αγκαλιά του.

Τα χρόνια περνούσαν με γράμματα και προσμονή. Το σχέδιο ήταν απλό: λίγος ακόμη καιρός, ένα κομπόδεμα, και επιστροφή για πάντα στο νησί.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1935, στη τελευταία βάρδια της χρονιάς, ένα βαγονέτο φορτωμένο κάρβουνο πέρασε πάνω από το πόδι του Νικόλα. Έχασε πολύ αίμα. Μεταφέρθηκε λιπόθυμος στο νοσοκομείο.

Στις 18 Φεβρουαρίου 1936, στα σαράντα του χρόνια, ο Νικόλαος Κόρσος πέθανε. Μακριά από την πατρίδα, χωρίς να γνωρίσει την κόρη του. Ένας ακόμη μετανάστης που θάφτηκε σε ξένη γη.

Δικηγόροι, επιστολές, υποσχέσεις. Στο τέλος, μια αποζημίωση. Και σιωπή.

Όταν η μοίρα διαλέγει γιορτινές μέρες για τα χτυπήματά της, αυτές παύουν να είναι γιορτές. Μετατρέπονται σε μόνιμες, βουβές αναμνήσεις.

Ακόμη και σήμερα, τα μάτια της Φραγκίτσας το μαρτυρούν!

27.12.2025

Καρπαθιακά Νέα