Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, χωρίς τα σημερινά ψυγεία-βιτρίνες να προβάλλονται και να συντηρούνται τα ευπαθή γλυκίσματα, στα Πηγάδια, γλυκά προς κατανάλωση τι νομίζετε πως ήταν; Οι καραμέλες, τα λουκούμια και τα παστέλια. Δεν υπήρχε καφενείο χωρίς βάζα γεμάτα από δαύτα στον πάγκο δίπλα στη βανίλια το «υποβρύχιο!» τη βυσσινάδα ή την αφρόζα. Το ζαχαροπλαστείο του Ρουμελιώτη με μια μικρή πρέσα έφτιαχνε κάθε λογής και γεύσης καραμέλες από πορτοκάλι, λεμόνι, φράουλα, μέντα, είτε τυλιγμένες σε σελοφάν με τυπωμένη σε εσώκλειστο χαρτάκι από μια μαντινάδα. Οι περισσότερες ήταν ερωτικές(2), κάποιες ρομαντικές(3), άλλες γουστέζικα περιπαικτικές(4).
Αρκετοί αγόραζαν τις καραμέλες με τη χούφτα, τις τσέπωναν να γλυκάνουν το στόμα, να ξεγελάσουν προσωρινά και την πείνα. Τα πιτσιρίκια ιδιαίτερα, τρελαίνονταν με τη γεύση τους. Αυτό το εμπέδωσε πολύ καλά το 1926 ο Petros Fais, o Ιταλός Μaresciallo της Φινάνζα(5) από τη Σαρδηνία, ένας θεοσεβούμενος πονετικός αξιωματικός. Όπως εξομολογούταν στο φιλικό του περιβάλλον, διακαής του πόθος ήταν να χειροτονηθεί Φρέρης (καθολικός ιερέας) και να αφοσιωθεί στον Θεό -άλλωστε παρέμενε ανύπαντρος- και να απαλλαγεί από τα βαρετά όπως τα χαρακτήριζε καθήκοντα του λιμενάρχη, τελώνη, εφοριακού.
Μια μέρα λοιπόν, ένα τσούρμο Πηγαδιωτάκια καυγάδιζαν χοντρά στη «Σκάλα», έξω από το Τελωνείο. Έριχναν μπουνιές, έπεφταν κλωτσοπατινάδες. Τα παλιόπαιδα με γηπεδικά χυδαιολογήματα, απρεπείς χειρονομίες και απαξιωτικές μούντζες αντάλλαζαν τις γνωστές ελληνοπρεπείς απειλές π.χ, «Θα σε απαυτώσω… ρε», ή την άλλη ας πούμε: «άι…» προτροπή προς αλλήλους σ..ουσία. Βλέπετε το γνωστό σήμερα μ… λ… κ… με τα τρία άλφα, δεν ήταν ακόμη… πασατέμπος.
Παιδιά θα μου πείτε, αλλά για τον Τελωνειακό Maresciallo Fais το θέαμα ήταν ελεεινό. Μα τι λέω; Φριχτό! Υπήρχε έκδηλη απογοήτευση στο πρόσωπο του. Δεν το άντεχε η έμφυτη στον χαρακτήρα του λεπτότητα, η χριστιανική του ψυχή, η ανιδιοτελής αγάπη για το πλησίον. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να χωρίσει τους μόρτηδες. Εις μάτην όμως κάθε παρεμβολή ανάμεσα τους και να σκεφθείτε ότι φορούσε την υπηρεσιακή στολή του Ιταλού αξιωματικού!
Ευρωπαίος ήταν ο άνθρωπος, αισθαντικός Ιταλός, βαθύς γνώστης της παιδικής ψυχολογίας έτρεξε αμέσως και αγόρασε μισό κιλό καραμέλες και περπατώντας αθόρυβα παρεισέφρησε, τρύπωσε (πείτε το όπως θέλετε) μέσα στο τσούρμο. Ξαφνικά, χωρίς να υποψιαστούν τις προθέσεις του πέταξε ψηλά μια ντουζίνα από δαύτες. Η «τσογλανοπαρέα» -που λέει και ο Σαββόπουλος- βλέποντας τον ουρανό να βρέχει καραμέλες(!) παράτησαν τον μεταξύ τους καυγά και «πατείς με, πατώ σε» πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, ρίχτηκαν στον… αγώνα ποιος θα μαζέψει τις περισσότερες. Και μην ρωτάτε τι πανδαιμόνιο έγινε. Όχι, παίζουμε!… Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο για τον Ιταλό και τα «Μπαλουξάκια»(6).
Εφεξής, ο Τελώνης ήθελε ειρηνική συνύπαρξη των πιτσιρικάδων; Έμαθε το κόλπo. Tα πιτσιρίκια σε χρόνια στέρησης, πείνας λιγουρεύονταν τις καραμέλες; Ήξεραν που βρίσκεται το δωρεάν «περίπτερο». Την άλλη μέρα κιόλας τα κωθώνια, έκαναν μπούγιο για το μπούγιο και πλακωθήκανε επίτηδες στις χαστουκογροθιές μπροστά στο Τελωνείο, βέβαιοι πως ο Μαρισάλλος θα αντιδρούσε με βροχή καραμέλες να τα καλμάρει. Το οποίο φυσικά και έγινε.
Η ιστορία πάντως τράβηξε μακριά με τα παμπόνηρα Πηγαδιωτάκια -ξυπόλητα τα περισσότερα- να εκμεταλλεύονται τον περιστασιακό ευεργέτη, Μαρισάλλο τoν «καραμελά» όπως οι άθλιοι τον αποκαλούσαν.
Μερικά όμως πιτσιρίκια εύπορης οικογένειας είχαν άλλους τρόπους να προμηθεύονται καραμέλες και σοκολάτες. Την ώρα του απογευματινού ύπνου ακροπατώντας έμπαιναν ανάλαφρα στο υπνοδωμάτιο των γονιών και αφαιρούσαν κρυφά από τις τσέπες του κρεμασμένου πανταλονιού του πατέρα τα αναγκαία «μαϊδιά»(7) και σφαίρα στα καφενεία. Κάποτε όμως συνέβη το αναπάντεχο. Το μοιραίο λάθος έγινε. Ο καφετζής, όνομα και μη χωριό περιέργως πως, μπερδεύτηκε -επίτηδες ή όχι δεν έχει σημασία- με αποτέλεσμα να δώσει σε γιόκα επώνυμου γείτονα «καθαρτικές» σοκολάτες.
Ο μικρός Χατζηγιώργης Ανδρέα Χιωτάκης, – ο γνωστός ιατρός- παθολόγος της Ρόδου, πρόσφατα αποβιώσας σε ηλικία 99 χρόνων- στο δρόμο για το απογευματινό δημοτικό σχολείο ανυποψίαστος την έτρωγε λαίμαργα. Έδωσε από ένα κομμάτι και στους συμμαθητές του: Γιάννη (Αλεξίου), Κώστα (Λαμπρίδη), Θεοχάρη (Γαλανάκη) και Νίκο (Σταματάκη) που την λιγουρεύονταν και σε λίγο η «σοκολάτα» άρχισε να επενεργεί. Οι μικροί μαθητές εντός της σχολικής αιθούσης και εν ώρα διδασκαλίας δεν προλάβαιναν να κρατούν την κοιλιά τους από τους αφόρητους πόνους και να τρέχουν έξω ομαδικά να κρυφθούν στο πλησιέστερο λιόδεντρο στο γειτονικό χωράφι του Παπά Χρήστου. Να απελευθερωθούν τέλος πάντων. Η διάρροια τους είχε αποτελειώσει…
Ο πατέρας του «δράστη» το βράδυ έμαθε τα καθέκαστα. Καίτοι ο Χατζηγιώργης μοναχογιός και σε κακή ψυχολογία, δεν του χαρίσθηκε. Τον περιποιήθηκε δεόντως. Σοκολάτες ήθελε; Έβγαλε τη λούρα και να!… Ναι, καλά διαβάσατε.
Από το βιβλίο μου «ΠΟΤΙΔΑΙΕΩΝ! ΕΥΘΥΜΑ, ΣΟΒΑΡΑ & ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ»