Θαυμαστά και αλλόκοτα στο Καρπάθιο πέλαγος με τα μάτια ενός Ευρωπαίου περιηγητή*

Θαυμαστά και αλλόκοτα στο Καρπάθιο πέλαγος με τα μάτια ενός Ευρωπαίου περιηγητή*
γράφει ο Μηνάς Χουβαρδάς,**
φιλόλογος
Ένας περιηγητής που το περιηγητικό του ταξίδι συνδέεται με το νησί της Καρπάθου, ήταν ο Mikalojus Kristupas Radvila Našlaitėlis (1549-1616) ή λατινιστί Nicolaus Christophorus Radzivil, από τους πιο ισχυρούς και πλουσιότερους ευγενείς της Λιθουανίας και της Πολωνίας. Έχοντας προβλήματα υγείας έκανε όρκους να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Κατά συνέπεια, τον Σεπτέμβριο του 1582 ξεκίνησε για ένα προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, επισκέφθηκε τα περίφημα μέρη της χριστιανικής λατρείας και στη συνέχεια πήρε ένα πλοίο για την Αίγυπτο. Εκεί παρέμεινε δύο μήνες και επέστρεψε στην Ιταλία, απ’ όπου το 1584 επέστρεψε στην πατρίδα του. Το ταξίδι διήρκεσε δύο χρόνια. Το περιηγητικό του έργο Ierosolymitana Peregrinatio («Προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ») δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα Λατινικά το 1601 και έγινε ένα από τα πιο διάσημα ευρωπαϊκά περιηγητικά κείμενα της εποχής του.
Ενώ βρισκόταν στο Κάιρο, ο Radvila Našlaitėlis αγόρασε δύο μούμιες για επιστημονικούς σκοπούς και, έχοντάς τες συσκευάσει σε κιβώτια, τις φόρτωσε στη «Σαΐτια», το πλοίο του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την Αλεξάνδρεια προς την Κρήτη, στις 17 Οκτωβρίου του 1583, βρέθηκε εν μέσω μιας ισχυρής καταιγίδας στη θαλάσσια περιοχή του Καρπαθίου πελάγους, στις βραχονησίδες Διβούνια. Το πλοίο και το πλήρωμά του κινδύνεψε και σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο ιερέας του πλοίου άρχισε να διαμαρτύρεται ισχυριζόμενος πως έβλεπε δύο φαντάσματα κάθε βράδυ, ο Radvila Našlaitėlis κατέληξε πως όλα αυτά συνέβαιναν από τις μούμιες, τις οποίες θεώρησε παγανιστικά σώματα και αναγκάστηκε τελικά να τις ρίξει στη θάλασσα. Το ίδιο βράδυ και τα δύο επόμενα, παρατήρησε ένα σπάνιο καιρικό φαινόμενο, τη φωτιά του «Αγίου Έλμου», γνωστή στους Έλληνες ως «Αγιονικόληδες», φαινόμενο το οποίο οφείλεται σε αποφόρτιση κορώνας που δημιουργεί φωτεινό πλάσμα από ένα αιχμηρό αντικείμενο κατά τη διάρκεια έντονου ηλεκτρικού πεδίου στην ατμόσφαιρα, όπως κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας. Ο ίδιος ονομάζει τη «φωτιά» αυτή «αστέρι του Αγίου Γερμανού» (Sanctus Germani sidus). Η παρακάτω αφήγηση αποτελεί μια εξαιρετική καταγραφή των πεποιθήσεων και των συγκρούσεων μεταξύ της επιστημονικής παρατήρησης και της δεισιδαιμονίας στην αυγή των νεότερων χρόνων με αφορμή το νησί της Καρπάθου:
Στις 15 Οκτωβρίου [1583], περίπου στις 10:00 το βράδυ, μια σφοδρή καταιγίδα που ξέσπασε παρέσυρε αυτές τις τέσσερις γαλέρες, οι οποίες έπρεπε να ακολουθούν την ίδια πορεία, ρίχνοντας τες εδώ κι εκεί στο πέλαγος. Ειδικά τη δική μας, τη «Σαΐτια», που ήταν η μικρότερη από τις υπόλοιπες, την ταλάντευε με φρικτό τρόπο ο άνεμος· την επόμενη ημέρα, μάλιστα, ενώ είχε ήδη νυχτώσει, ένας πολύ δυνατός άνεμος που ενέσκηψε, μας έριξε σε μέγιστο κίνδυνο καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη 17η ημέρα [του Οκτώβρη] όμως, λίγο πριν τις 10:00 το βράδυ, ένας τόσο θυελλώδης ανεμοστρόβιλος μας κλόνιζε,
ώστε χάσαμε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Διότι δύο αντίθετοι άνεμοι, ο νοτιοδυτικός και ο βορειοανατολικός —στην ιταλική γλώσσα ο γαρμπής και ο γρέγος—μάχονταν μεταξύ τους με φρικτό τρόπο, καθώς με το ισχυρότατο φύσημα και τη βροχή στροβίλιζαν το πλοίο παρασέρνοντάς το προς τα κάτω, με αποτέλεσμα τα κύματα να φτάνουν ψηλά, ώστε να αγγίζουν το ανώτερο μέρος του ιστού. Αδειάζαμε το πλοίο όσο μας ήταν δυνατόν, πετώντας δηλαδή έξω πέτρες [έρμα], καθώς δεν είχαμε εμπορεύματα. Αλλά ούτε αυτή η ενέργεια μας βοήθησε, λόγω της δύναμης του ανεμοστρόβιλου, αφού τα κύματα έμπαιναν στο πλοίο με τέτοια ορμή που φαινόταν ότι θα βυθιστούμε από εκείνα. Και ενώ η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή και οι βροντές και οι αστραπές έλαμπαν κατά διαστήματα με φρικτό τρόπο, οι ναύτες είδαν ένα νησί να υψώνεται στο βάθος με δύο δίδυμους βράχους: βλέποντάς το, οι ναύτες υπέθεσαν ότι είχαμε παρασυρθεί στο Αρχιπέλαγος, σε δύο έρημα νησιά, τα οποία, μην απέχοντας πολύ μεταξύ τους, Διβούνια ονομάζονται […]Στο μεταξύ, περασμένα μεσάνυχτα, είδαμε το αστέρι του Αγίου Γερμανού, κι αμέσως έπεσε σημαντικά η ένταση του γρέγου· προηγουμένως ο δυνατότερος γαρμπής έσπρωχνε τη «Σαΐτια», η οποία με αυτόν τον τρόπο είχε περάσει δίπλα από το νησί [από τα Διβούνια]Επτά φορές εμφανίστηκε ο Άγιος Γερμανός κι ωστόσο η ορμή του γρέγου ολοένα και χαλάρωνε […].  
Αν σε κάποιον φαίνονται παράξενα ή ακόμη και αδύνατα όσα γράφονται από εμένα εδώ για τον Άγιο Γερμανό, οποιοσδήποτε έχει πέσει σε επικίνδυνες καταιγίδες κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με πλοίο θα επιβεβαιώσει αυτά που διηγούμαι. Διότι δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος, ευρισκόμενος στον έσχατο κίνδυνο των ορμητικών καταιγίδων, να μη βλέπει αυτά με τα μάτια του. Επομένως, εάν ο Άγιος Γερμανός εμφανίζεται σε αυτούς που κινδυνεύουν, όπως πολλοί πιστεύουν, ή εάν η εξήγηση για το φως του προέρχεται από φυσική αιτία, όπως οι περισσότεροι υποθέτουν, εγώ δεν τολμώ να το διαβεβαιώσω απερίσκεπτα. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι αυτό το φως στους ναυτιλομένους είναι φανερό· κάτι που όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι ήταν μαζί μου στο πλοίο, είδαμε τόσες φορές, όσες σημείωσα παραπάνω ότι είδα. Εμφανίζεται δε με μορφή λαμπερού άστρου ή αναμμένης δάδας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αστραφτερό. Συμβαίνει μερικές φορές η λάμψη του να είναι εντελώς φωτεινή και λευκή σαν αστέρι. Συχνά κάθεται είτε στη μέση του ιστού είτε αλλού, πάντοτε όμως σε υψηλότερο σημείο. Εάν κάποιος θελήσει να το αγγίξει, αμέσως υψώνεται και φεύγει. Πιο συχνά, όμως, κάθεται ακριβώς στην κορυφή του ιστού και στον σταυρό που συνήθως τοποθετείται εκεί, παραμένοντας στο ίδιο σημείο για όσον χρόνο χρειάζεται κανείς να απαγγείλει την Κυριακή Προσευχή [το Πάτερ Ημών]· μερικές φορές διαρκεί επτά-οκτώ λεπτά της ώρας, μερικές φορές ανάβει για ένα ολόκληρο τέταρτο [της ώρας]. Όμως στη μεγάλη εκείνη καταιγίδα διήρκεσε μισή ώρα, καίγοντας σαν αναμμένο κερί. Όπου εμφανιστεί, είναι βέβαιο και αναμφισβήτητο ότι ο άνεμος ηρεμεί αισθητά· και όσο πιο συχνά λάμπει, τόσο περισσότερο μειώνεται η θύελλα. Εξαιτίας δε της εμφάνισής του, οι άνθρωποι, έχοντας διασωθεί από τον θάνατο, αποκτούν βέβαιη ελπίδα σωτηρίας· κάτι που θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί με πολλά παραδείγματα. Αυτό επίσης που επιβεβαίωναν οι ναυτικοί είναι ότι σε αρκετά πλοία που βρίσκονταν ταυτόχρονα στην ίδια καταιγίδα, όσα είδαν ένα τέτοιο άστρο διασώθηκαν, ενώ εκείνα που δεν το είδαν, ναυάγησαν. Διηγήθηκαν οι ίδιοι, επίσης, ότι όταν εμφανίζονται δύο άστρα μαζί, πράγμα που συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια, το πλοίο θα χαθεί ολότελα. Σε αυτή την περίπτωση λένε ότι είναι φαντάσματα ή δαίμονες, οι οποίοι ποτέ δεν διατηρούν ενιαία, αλλά διπλή όψη κατά την εμφάνισή τους. Όσα αφηγούνται οι Εθνικοί συγγραφείς για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, δεν τα θίγω: όσα όμως προσέθεσα εδώ, τα έλαβα από την αξιόπιστη διήγηση εκείνων που ήταν παρόντες σε τέτοια ναυάγια.  
Αλλά ούτε κι αυτό δεν θεώρησα ότι έπρεπε να παραλείψω εδώ, το οποίο οι ναυτικοί διαβεβαίωναν ότι το είχαν μάθει με βεβαιότητα· σε όποιο πλοίο έχει μεταφερθεί μούμια, αυτό είτε το οδηγούσε στον μέγιστο κίνδυνο, είτε στη βεβαιότατη καταστροφή. Γι’ αυτό και εμείς, όσοι μεταφέρουμε πράγματα σε πλοίο, προειδοποιούμαστε επιμελώς να μην παίρνουμε μαζί μας μούμια· και δίνεται γι’ αυτό η εξής εξήγηση: επειδή οι μούμιες είναι σώματα εθνικών, μέσα στα οποία —όπως ειπώθηκε παραπάνω— τοποθετούνται είδωλα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι βρίσκονται υπό τη φροντίδα και την εξουσία των δαιμόνων, όπως και οι ψυχές των ίδιων των νεκρών· και οι δαίμονες αυτοί δεν συνηθίζουν ποτέ να τα εγκαταλείπουν, ακόμη κι αν μεταφέρονται από τόπο σε τόπο. Όταν κατέβηκα στο Κάιρο, στον τάφο όπου φυλάσσονται τέτοιοι σοροί, αγόρασα και πήρα, έναντι τιμήματος, δύο ολόκληρα σώματα, όπως ήδη είπαμε, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, τυλιγμένα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που φυλάσσονταν εκεί· και για να μπορέσουν να μεταφερθούν πιο εύκολα, φρόντισα το καθένα να χωριστεί σε τρία μέρη και να τοποθετηθεί σε μεγαλύτερα κιβώτια φτιαγμένα από αποξηραμένους φλοιούς δέντρων. Έτσι είχα έξι τέτοια κιβώτια γεμάτα με μούμιες· στο έβδομο δε, υπήρχαν πήλινα είδωλα που συνήθως συνόδευαν αυτά τα σώματα.
Όταν λοιπόν από τους ναύτες έμαθα για τον κίνδυνο της μεταφοράς, συμβουλεύτηκα εμπόρους που μου ήταν γνωστοί, ζητώντας να μου πουν τι με συμβούλευαν να κάνω και αν όσα έλεγαν οι ναύτες ήταν αληθινά. Πολλοί διαβεβαίωναν ότι τα πράγματα έχουν πράγματι έτσι· άλλοι όμως τα θεωρούσαν παραμύθια, λέγοντας ότι οι ίδιοι είχαν μεταφέρει πάμπολλες φορές μούμιες δια θαλάσσης στην Ιταλία και παρ’ όλα αυτά δεν είχαν περιπέσει σε κανέναν κίνδυνο εξαιτίας τους. Επηρεασμένος λοιπόν από τη γνώμη τους, αποφάσισα να πάρω τα σώματα μαζί μου, για να διαπιστώσω στην Ευρώπη με ποιον τρόπο είναι διατηρημένα, ιδίως επειδή δεν είχα ακούσει ποτέ προηγουμένως ότι κάποιος είχε μεταφέρει ακέραια τέτοια σώματα στις δικές μας χώρες. Γι’ αυτό, χωρίς να πω τίποτε στον κυβερνήτη του πλοίου, διέταξα να φορτωθούν στο πλοίο εκείνες οι επτά κάσες με τις μούμιες μαζί με τα υπόλοιπα πράγματά μου. Αλλά παρ’ ολίγον να πέσω αμέσως σε μεγάλους μπελάδες. Διότι, όταν οι Τούρκοι ήρθαν να ελέγξουν τα πράγματά μου στην Αλεξάνδρεια, για να εισπράξουν τον τελωνειακό δασμό, είχαν μαζί τους έναν Εβραίο, ο οποίος ήταν ο διερμηνέας και γραμματέας τους. Αυτός, επειδή είχε κάποια εξοικείωση με τους Χριστιανούς λόγω του ότι διαχειριζόταν συχνά εμπορεύματά τους, εισέπραττε από εκείνους μεγάλα κέρδη και συχνότερες αμοιβές. Όταν λοιπόν παρατήρησε ότι υπήρχε μούμια τοποθετημένη στα κιβώτια, αμέσως διέταξε να κλείσουν και να δεθούν τα ίδια κιβώτια με σχοινιά και ανέφερε στους Τούρκους, στους οποίους προσφέραμε κρασί, ότι δεν είχαμε τίποτα άλλο μέσα σ’ αυτά τα κιβώτια παρά όστρακα σαλιγκαριών και κοχύλια, τέτοια που συλλέγονται στην ακρογιαλιά. Οι Τούρκοι έδειξαν πίστη στη μαρτυρία του, επειδή αφενός ήταν υπουργός τους, και αφετέρου επειδή βιάζονταν να απομακρυνθούν από τον θάλαμο όπου έπιναν κρασί. Ο λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι απαγορεύουν τη μεταφορά μουμιών λέγεται ότι είναι ο εξής: επειδή οι ίδιοι είναι πολύ αφοσιωμένοι σε μαγικές δεισιδαιμονίες, είναι πεπεισμένοι ότι οι Χριστιανοί χρησιμοποιούν τέτοια σώματα Εθνικών για μαγεία. Φοβούνται λοιπόν μήπως με κάποιες επικλήσεις προκαλέσουν σε αυτούς και στις κυριαρχίες τους ανεπανόρθωτη ζημιά· και αυτό το προλαμβάνουν επιμελώς. Γι’ αυτό είναι δύσκολο για τους εμπόρους να εξάγουν ολόκληρη μούμια, οι οποίοι συνήθως μεταφέρουν τέτοια εμπορεύματα κρυφά και σε μικρές ποσότητες. Έτσι, έδωσα στον Εβραίο ένα καλό χρηματικό δώρο· διότι, αν είχε αποκαλύψει στους Τούρκους τις μούμιες, δεν θα ήταν μικρή η δυσκολία που θα μας απειλούσε, την οποία θα έπρεπε να εξαγοράσουμε με κάποιο τεράστιο χρηματικό ποσό.
Όταν λοιπόν στη συνέχεια μας έπληξε η προηγούμενη καταιγίδα [που περιεγράφηκε νωρίτερα], κανένας από εμάς δεν θυμήθηκε τις μούμιες. Μαζί μου στο ίδιο πλοίο ήταν ο Πολωνός ιερέας Σίμων Αλμπιμοντάνος, ο οποίος είχε ανοιχτές επιστολές του βασιλιά Στεφάνου και είχε επισκεφθεί τον Τάφο του Κυρίου. Τον είχα πρωτοδεί στην Τρίπολη, επιστρέφοντας από τα Ιεροσόλυμα, και τον είχα συναντήσει ξανά στην Κύπρο, όταν εγώ ταξίδευα για την Αίγυπτο, ενώ εκείνος πήγαινε στα Ιεροσόλυμα. Τέλος, ήρθε στην Αλεξάνδρεια το Σάββατο την εικοστή ώρα· εγώ δε την επόμενη ημέρα περίπου τη δέκατη πέμπτη ώρα είχα σπεύσει στο πλοίο. Όταν αντιλήφθηκα ότι αυτός σε λίγο θα έφτανε σε ανάγκη, και ότι, αφού ολοκλήρωσε την επίσκεψή του στον Άγιο Τάφο, δεν υπήρχε λόγος να παραμείνει στην Αίγυπτο, καθώς επέμενε να τον επιστρέψω μαζί μου στις χριστιανικές περιοχές, συμφώνησα πρόθυμα· διότι έβλεπα έναν καλό και ευσεβή ιερέα, και επίσης συμπατριώτη μου, τον οποίο δεν έπρεπε να παραμελήσω.
Αυτός δεν είχε καμία απολύτως γνώση για τα σώματα των μουμιών· διότι τα πράγματά μου είχαν φορτωθεί στο πλοίο τρεις ημέρες πριν φτάσει στην Αλεξάνδρεια, ενώ εκείνος έμενε εν τω μεταξύ στην πόλη, περιμένοντας την ευκολία του ανέμου και του ταξιδιού. Όταν λοιπόν υποφέραμε από την προηγούμενη καταιγίδα, αυτός ο ιερέας, απαγγέλλοντας τις καθιερωμένες προσευχές, παραπονιόταν ότι δύο φαντάσματα τού προκαλούσαν μεγάλη ενόχληση, και ότι τον συνόδευαν πάντα σε όποιο μέρος του πλοίου κι αν καθόταν τελικά. Όταν το ακούσαμε αυτό για πρώτη φορά, απορήσαμε· αλλά αργότερα (καθώς δεν είναι ασυνήθιστο οι άνθρωποι, σε μια κοινή συμφορά, να παρακινούνται σε γέλιο παρά σε συμπόνια για τις ατυχίες του πλησίον τους), αφού καταλάγιασε η καταιγίδα, μετατρέψαμε το ζήτημα σε αστείο, θεωρώντας ότι αυτές οι φαντασιώσεις προέρχονταν από τον φόβο, όπως συνήθως συμβαίνει στους ναυτιλομένους εν μέσω κινδύνου. Όταν όμως στη δεύτερη καταιγίδα παραπονέθηκε και πάλι σφοδρά για τέτοια φαντάσματα, ισχυριζόμενος ότι έβλεπε έναν μαύρο άνδρα και μια μαύρη γυναίκα ντυμένους με αλλόκοτες ενδυμασίες, αρχίσαμε να απορούμε πιο εντατικά, διότι εκτός από δύο υπηρέτες μου κανείς δεν είχε δει στις μούμιες αυτές, ούτε μπορούσαν να τις υποδείξουν στον ιερέα. Διότι ήταν βέβαιο ότι κανένας από τους υπηρέτες δεν γνώριζε για αυτές τις σορούς, εκτός από εκείνους τους δύο, οι οποίοι αναμφίβολα δεν είχαν αποκαλύψει αυτό το μυστικό σε κανέναν, ιδιαίτερα σε ξένο. Αλλά ούτε τότε μας ήρθαν οι μούμιες στον νου. Τελικά, ο ιερέας, εντελώς ταραγμένος, χλωμός και τρεμάμενος, έτρεξε σε μένα και μου εξέθεσε πόσο φρικτά τον βασάνιζαν, ή μάλλον τον «κομμάτιαζαν», αυτά τα φαντάσματα κατά τη διάρκεια της προσευχής. Τότε μου ήρθε στο μυαλό: ίσως αυτός να υπέφερε όλα αυτά εξαιτίας αυτών των μουμιοποιημένων σωμάτων.
Έστειλα λοιπόν στον πλοίαρχο να διατάξει να μας ανοίξει το κάτω μέρος του καταστρώματος του πλοίου, κρατώντας όμως σιγή για την αιτία· διότι ήθελα να ρίξω κρυφά στη θάλασσα εκείνα τα κιβώτια με τις μούμιες. Αλλά ο πλοίαρχος απάντησε ότι δεν μπορούσε να το κάνει λόγω των τεράστιων κυμάτων που σκέπαζαν το κατάστρωμα με τέτοιο τρόπο ώστε θα βρεχόμασταν όλοι. Να περιμένουμε λίγο, έλεγε, γιατί σύντομα θα χαθούμε όλοι, και δεν υπήρχε λόγος να κατέβουμε κάτω, αφού σύντομα θα βρισκόμασταν όλοι στον ίδιο τον βυθό. Και βλέπαμε πράγματι καθαρά ότι θα βρισκόμασταν σε μέγιστο κίνδυνο, αν ανοιγόταν το πλοίο: από την άλλη πλευρά, ο πρεσβύτερος θρηνούσε με έναν παράξενο τρόπο για τον βασανισμό από τα φαντάσματα. Δεν ξέραμε λοιπόν τι έπρεπε να κάνουμε. Όταν όμως εμφανίστηκε ο Άγιος Γερμανός και ο αντίθετος άνεμος άρχισε να καταλαγιάζει, μόλις ξημέρωσε, διέταξα να ανοίξει το αμπάρι. Και παρόλο που, όπως έγραψα λίγο πιο πάνω, όταν εμφανίζεται ένα τέτοιο άστρο, το πλοίο συνήθως βρίσκεται εκτός κινδύνου, αφού όμως τα φαντάσματα συνέχιζαν να ενοχλούν τον ιερέα, διέταξα να ριχτούν στη θάλασσα αυτά τα επτά κιβώτια. Μόλις αυτό έγινε, ο ναύαρχος έτρεξε αμέσως σε μένα και με ρώτησε τι ακριβώς είχαμε πετάξει, αν μήπως ήταν μούμια ή νεκρό σώμα. Τρομοκρατήθηκε έντονα, αλλά έπειτα συνήλθε και διαβεβαίωνε ότι δεν θα είχαμε άλλη καταιγίδα. Και πράγματι δεν μίλησε μάταια· διότι, αν και κοντά στο νησί Κάρπαθο είχε ξεσπάσει νέα κακοκαιρία, ήταν λιγότερο σφοδρή και με μία μόνο εμφάνιση του Αγίου Γερμανού υποχώρησε αμέσως. Αργότερα ο ναύαρχος μου είπε ότι, όταν τον έστελνα να ανοίξει το πλοίο, ακόμη κι αν του έλεγαν πως αυτό γινόταν εξαιτίας της μούμιας, ποτέ δεν θα το άνοιγε, λόγω της ορμής των κυμάτων, και ότι ήταν βέβαιος πως θα χαθούμε όλοι, περιμένοντας μόνο τη στιγμή της βύθισης. Ο ιερέας επίσης ρωτούσε τι ακριβώς είχε ριχτεί στη θάλασσα· και όταν του είπα, κυριεύτηκε από μεγαλύτερο φόβο και, ως εκκλησιαστικός άνδρας, άρχισε να με κατηγορεί ότι δεν φοβήθηκα να μεταφέρω σώματα εθνικών, τα οποία —κατά τη γνώμη του— ήταν η αιτία τόσων δοκιμασιών και των εμφανίσεων των φαντασμάτων.
Εγώ δέχτηκα την επίπληξη του καλού ιερέα με ευγνωμονούσα ψυχή· ωστόσο, για να μην υποπτευθεί κάτι κακό για μένα, του εξήγησα τον λόγο της πράξης μου, ότι δηλαδή ήθελα να μεταφέρω τις μούμιες, των οποίων η χρήση ήταν συχνή και απαραίτητη στην ιατρική, με σκοπό τη θεραπεία των ασθενών· ούτε δε η Εκκλησία απαγόρευε σε κανέναν να μεταφέρει μούμιες στις περιοχές των Χριστιανών. Όταν φτάσαμε στην Κρήτη, ζήτησε τη γνώμη θεολόγων σχετικά με τις μούμιες· εκείνοι δίδαξαν ότι η εισαγωγή τους δεν απαγορεύεται στους Χριστιανούς. Και έτσι επιτέλους με θεώρησε εξαγνισμένο και δικαιολογημένο. Από αυτό φάνηκε επίσης ότι δεν είχε σκεφτεί τίποτε σχετικά με εκείνα τα σώματα· για τα οποία, αν είχε κάποια γνώση, ασφαλώς δεν θα παρέλειπε —παρακινούμενος τόσο από τον φόβο του κινδύνου όσο και από το ιερατικό του καθήκον— να με νουθετήσει, ιδίως επειδή τότε πιστεύαμε πως επρόκειτο να πεθάνουμε, και ο ίδιος μάλιστα άρχιζε τις προσευχές που συνηθίζεται να απαγγέλλονται σε ώρα κινδύνου, ενώ εμείς τις επαναλαμβάναμε. Και δεν τα αναφέρω αυτά εδώ σαν να θέλω να αποδείξω με βεβαιότητα ότι, εξαιτίας των σωμάτων της μούμιας —όπως θέλουν πολλοί— προέρχονται τέτοια ναυάγια, αλλά για να δείξω ότι αυτά μας συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού.
Βεβαίως, αυτός ο ιερέας ήταν εξαιρετικά ευσεβής και είχε υποδειγματική ζωή. Διότι ταξίδεψε μαζί μου μέχρι την Κέρκυρα. Έπειτα, όταν εγώ κατευθύνθηκα προς την Ιταλία και αποβιβάστηκα στο Οτράντο, εκείνος, μαζί με τον υπηρέτη του και τα πράγματά μου, ταξίδεψε με γαλέρα στη Βενετία και περίμενε εκεί την άφιξή μου.
Αργότερα πήγε στην Κομποστέλα για να εκπληρώσει το τάμα του, και από εκεί αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρώμη και κατόπιν στην Πολωνία. Όπου κι αν έφτασε σε χριστιανικά μέρη μαζί μου, τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία με αφοσίωση, με ποταμούς δακρύων. Στο σπίτι δε, εκτελούσε και τις πιο ασήμαντες δουλειές, συνήθεις για τα παιδιά, με τόση προθυμία, ώστε χρειάστηκε να τον νουθετήσουμε, να μην υποβιβάζει τον εαυτό του στα πιο ευτελή διακονήματα της κουζίνας, όπως το πλύσιμο κατσαρολών ή τον καθαρισμό με σκούπες.
Εντύπωση προκάλεσε σε όλους η τόση ταπεινότητα αυτού του ευσεβούς ιερέα. Εδώ αξίζει τον κόπο να σημειωθεί τι είδους όραμα είχε αυτός ο ιερέας μετά τη μεγάλη εκείνη καταιγίδα που μας έπληξε κοντά στην Κάρπαθο, όταν ο Άγιος Γερμανός μάς εμφανίστηκε μόνο μία φορά: το [όραμα] αποκάλυψε αμέσως σε μένα που ήμουν δίπλα του και κατόπιν σε όλους τους άλλους. Διότι, ενώ ήταν απορροφημένος στην προσευχή, του φαινόταν πως έβλεπε τη δική μας «Σαΐτια» να έχει σπάσει σε κομμάτια και εμάς να κολυμπάμε στη θάλασσα και να βυθιζόμαστε. Στο μεταξύ, η Υπεραγία Παρθένος Μαρία, σκεπάζοντάς μας με το μανδύα της, συνέλεξε τα μικρά συντρίμμια του πλοίου και τα ένωσε πάλι σε ένα, λέγοντας: «Να σε πόσο μεγάλο κίνδυνο είχατε βρεθεί!». Και έτσι, σαν να ξύπνησε από κάποιον ύπνο, πετάχτηκε απότομα· πράγμα που είδαμε καθαρά. Διότι, σταματώντας ξαφνικά και κοιτάζοντας γύρω του από εδώ κι από εκεί, βρήκε το πλοίο και όλους εμάς σώους, ενώ στο όραμα μάς είχε ήδη θεωρήσει πνιγμένους στη θάλασσα. Αυτά τα σημειώνω εδώ παρεμπιπτόντως, ως πράγματα που τα είδε ο ίδιος με τα μάτια του και που εγώ σε μεγάλο βαθμό τα έζησα. Είναι βέβαιο ότι, αν η καταιγίδα είχε παραταθεί για δύο ώρες ακόμη, όπως είχε προηγουμένως ενεσκήψει, η «Σαΐτια» δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να αντέξει τη δύναμή της· κάτι που φάνηκε έπειτα καθαρά, όταν κοντά στο προαναφερθέν νησί Κάρπαθο αναγκαστήκαμε, επί είκοσι τέσσερις συνεχείς ώρες, να επισκευάζουμε το πλοίο και να το επικαλύπτουμε με πίσσα, διότι είχε κλονιστεί τόσο πολύ από τη σφοδρότητα των κυμάτων, ώστε οι ναύτες, εκ περιτροπής, ήταν αναγκασμένοι να αντλούν συνεχώς το νερό […].
<img “=”” id=”pi7_0″ width=”86.00116278938529″ src=”blob:https://word-view.officeapps.live.com/d1396055-4f88-4e9d-9d6b-5337c1056df9″><img “=”” id=”pi8_0″ width=”87.41557251514317″ src=”blob:https://word-view.officeapps.live.com/acd75a23-d502-48d7-a1a6-ef4a195ad7cb”>
* Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη του Αριστοτέλη και της Σοφίας Σταυράκη, καθώς και στην ανεκτίμητη προσφορά της Φραγκίσκης Σταυράκη για τη θέσπιση του βραβείου της από την Ακαδημία Αθηνών
** Ο Μηνάς Χουβαρδάς κατάγεται από την Κάρπαθο και είναι φιλόλογος καθηγητής στη Μέση εκπαίδευση. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης από όπου συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην ιστορική επιστήμη. Τα ιδιαίτερα ερευνητικά ενδιαφέροντά του επικεντρώνονται γύρω από την ιστορία των νησιών του Αιγαίου και τη νησιωτικότητα, την ιστορία της χαρτογραφίας, την ταξιδιωτική γραμματεία και τα θέματα τοπικής ιστορίας.