Ο Ψηλός μαέστρος άνοιξε σήμερα τα τεράστια χέρια του και πέταξε να διευθύνει την ορχήστρα του ουρανού.

Ο Ψηλός μαέστρος άνοιξε σήμερα τα τεράστια χέρια του και πέταξε να διευθύνει την ορχήστρα του ουρανού.

γράφει ο Δημήτρης Γάκης

Αναχώρησε από τη γη αφήνοντας πίσω του ένα βαθύ αποτύπωμα αρχών, ιδεών και μουσικής. Παγκόσμιας εμβέλειας συνόδευσε και ταυτίστηκε με τους αγώνες των λαών. Έμπνευση επανάστασης. Έσπασε τα τείχη του φόβου και της βίας στη μετεμφυλιακή περίοδο, στην περίοδο του αστυνομικού κράτους και της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ποτέ δεν δείλιασε στα δύσκολα, δεν έκανε ποτέ πίσω από τις ιδέες του. Είχε την πολιτική τόλμη, το θάρρος ή και θράσος να ακολουθεί τις λογική που του πρόσταγε η καρδιά του. Πολλές αποφάσεις του δεν ήταν συμβατές, δεν έγιναν αποδέκτες από όλους. Πάντα όμως είχε το θάρρος να κάνει αυτό που πίστευε αποδεικνύοντας ότι ο Μίκης δεν μπορούσε να χωρέσει παντού.

Ο Μίκης κληρονόμησε την Κρητική λεβεντιά και κουζουλάδα και την εμπλούτισε και την Μικρασιατική κουλτούρα. Ένα εκρηκτικό μείγμα επαναστατικότητας, αγωνιστικότητας και ευαισθησίας.

Την τέχνη του, στην τεράστια μουσική του προσφορά, την έθεσε στην υπηρεσία των λαών. “Εγώ τη μουσική την έγραφα για να συνομίλω με τον Ελληνικό λαό” έλεγε. Και τα κατάφερε. Κατάφερε να κάνει ένα λαό να πολεμάει με τα τραγούδια του.

“Μικρός λαός και πολεμά

δίχως σπάθια και βόλια

για όλου του κόσμου το ψωμί

το φως και το τραγούδι”

είναι το μελοποιημένο από τον Μίκη ποίημα του Γιάννη Ρίτσου.

Τυχεροί αυτοί που απολαύσαμε βράδια ολόκληρα, ονειρευτήκαμε την αλλαγή του κόσμου με τη μουσική του. Αλλά και το πρωί όταν περπατούσαμε στο δρόμο πηγαίνοντας για το πανεπιστήμιο, τα συλλαλητήρια ή τις συναυλίες, ξεπήδαγε από μέσα μας το τραγούδι “οταν σφίγγουν το χέρι”, σφίγγαμε τη γροθιά του αριστερού χεριού και την σηκώνουμε ψηλά με πάθος αποφασιστικότητα και με όνειρο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την συναυλία στο Καυτατζόγλειο. Ένα γήπεδο ασφυκτικά γεμάτο με 30 χιλιάδες θεατές έμενε καθηλωμένο από τον νότες του Μίκη. Οταν ξεκίναγε ένα τραγούδι και ένα χαρτί να έσκιζες, όπως λέει ο ίδιος, ακουγόταν ο θόρυβος του, αλλά όταν τελείωνε ένα πάθος επαναστατικότητας και αγωνιστικότητας πλημμύριζε όλο το στάδιο.

Με τα τεράστια χέρια του ο μαέστρος δεν διηύθυνε την ορχήστρα, διηύθυνε την ψυχή μας και μας έκανε να τον ακολουθήσουμε στο πέταγμα του αετού.

Αυτό το πέταγμα δεν πρόκειται να το ξεχάσει όποιος το έζησε, γι’αυτό ο Μίκης μπορεί υλιστικά έφυγε αλλά πνευματικά μένει αθάνατος.

Την ρωμιοσύνη δεν την κλαις γιατί γεννάει τέτοια παλικάρια, τέτοιες παγκόσμιες αξίες.