Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Κάποτε, αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Καρπάθου & Κάσου Απόστολος Παπαϊωάννου προγραμμάτισε να τελέσει Αρχιερατική Θεία λειτουργία στον Άη Νικόλα Σπόων. Δια ξηράς τότε, ήταν «βουνό» να το διαβείς με υποζύγια. Η μετάβαση μέσω θαλάσσης με πλοιάριο όμως της προκοπής, ήταν μια κάποια λύση. Με γαληνεμένη ευτυχώς θάλασσα, επιβιβάσθηκε τελικά στα Πηγάδια στη μικρή «Μέδουσα», γνωστή μαούνα που ανήκε στον Μανωλή του Χαλκιά.
Ο νεαρός Πηγαδιώτης και μαθητής του εξατάξιου (τότε) Γυμνασίου Απερίου Νίκος Γιάννη Ιωαννίδης (αργότερα εμποροπλοίαρχος) στις ελεύθερες ώρες έτσι για χαρτζιλίκι, σε απλούστερα “ελληνικά” pocket money!.. εκτελούσε χρέη μηχανικού της μαούνας με ναύτη, τον συμμαθητή του Γιώργο μικρό γιο του Μανωλή, πιο γνωστός όμως στην πιάτσα με το παιδικό του παρατσούκλι1…
Με τα χίλια ζόρια, πήρε μπροστά η βενζινομηχανή, απομεινάρι κάποιου γερμανικού θωρακισμένου Τανκ της πάλαι ποτέ Χιτλερικής Γερμανίας από το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, εγκαταλειμμένου κάπου στην Κάρπαθο που πλέον, ανήκε στον Λαζάρο Κοσμά.
Τούκου-τούκου λοιπόν η μηχανή, έ, κάποια στιγμή αριβάρισε η μαούνα στα νερά του Βρόντη αλλά αιφνίδια, κλάταρε η μηχανή, έπαθε έμφραγμα!… Η βάρκα σταμάτησε κάτω ακριβώς από το ομώνυμο εξωκλήσι τ’ Άη Νικόλα, όχι μακριά από τη γνωστή στους «Μπαλουξήδες2» στεριανή ξέρα που ελάχιστα προεξέχει της θάλασσας.
Στην απελπισία τους πάνω οι δύο νεαροί Πηγαδιώτες και υπό το βάρος των ευθυνών, δεν θα ήθελαν να το ρισκάρουν περισσότερο και ταλαιπωρήσουν άδικα τον Μητροπολίτη. Με την άδεια του, τον αφήσανε πάνω στη μικρή ξέρα με ένα Προσκοπικό παγούρι νερό και με κουπιά τώρα πρόσω ολοταχώς και με τις ευλογίες του, πήραν το γυρισμό για τα Πηγάδια προκειμένου να στείλουν άλλο τώρα «γκαζολίνο» να συνεχίσει ο Μητροπολίτης την αποστολή του.
Τι συνέβη όμως στο μεσοδιάστημα. Λίγο πιο πέρα, στην «Ξετρυπητή Καμάρα», ο γέρο Φουνταλής Παπαδόπουλος χωμένος μέχρι τη μέση στο «μπουκί» της ψαρόβαρκας του, με το πρόσωπο σκυμμένο συνέχεια στο γυαλί ψάρευε κάτι λαχταριστούς κοκκινόσκαρους που άσκεφτα οι… μελλοθάνατοι, τσιμπολογούσανε τα δολοφονικά του αγκίστρια, με τον Αναστάση τον πρωτογιό του στα κουπιά.
Ξαφνικά όπως έλαμνε βαριεστημένα ο Αναστάσης, πήρε το μάτι του ένα ρασοφόρο, ολόρθο πού όμως, αν έχετε τον Θεό σας; Πάνω στη μικρή στεριανή ξέρα, καταμεσής της θάλασσας! Ο μικρός κωπηλάτης στη θέα του και μόνο, έμεινε άναυδος, σύξυλος και με το στόμα ανοιχτό. Ολοφάνερο πως σαν αστραπή του πέρασε από το μυαλό ότι επρόκειτο να γίνει μάρτυρας θαυματουργής ζωντανής παρουσίας τ’ Άη Νικόλα, του προστάτη των ναυτικών μας και μάλιστα, στο στοιχείο του τη θάλασσα.
Παράτησε τα κουπιά μοναστραπίς. Η βάρκα έπαψε να αργοσαλεύει κι έπιασε τον εαυτόν του να σταυροκοπιέται και ψιθυριστά να επαναλαμβάνει:
«Ο Άης Νικόλας!.. Ο Άης Νικόλας!…»
Ο γέρο Φουνταλής με τη βάρκα ξαφνικά ακίνητη, υποψιάστηκε ότι κάτι απρόοπτο συμβαίνει πίσω από την πλάτη του. Εννοώ, επί… του καταστρώματος. Κάνει πάνω το κεφάλι και βλέπει τον Αναστάση του εκστασιασμένο, να σταυροκοπιέται και να σιγοψιθυρίζει…
«Ο ‘Αης Νικόλας!… Ο Άης Νικόλας!…»
-Ο γέρο-Φουνταλής έρριξε γύρω μια πρώτη ματιά βάζοντας το χέρι να καλύπτει τα μάτια από την έντονη αντηλιά, ψύχραιμα και γρήγορα αναγνώρισε τη σιλουέτα του Μητροπολίτη μας και προσπάθησε να συναιτήσει τον Αναστάση του:
«Ελωλάθηκες βρε Αναστάση τσαι κάνεις σία3… τη βάρκα;»
Αυτός όμως εξακολουθούσε να παραμένει στήλη άλατος και να δείχνει με το δάκτυλο στη μεριά της ξέρας. Ο πατέρας του ξαναπροσπάθησε να τον καθησυχάσει τώρα:
«Αυτός βρε Αναστάση παι(δ)ί μου, είναι ο… Δεσπότης!»
Όμως, στο τέλος για να είναι σίγουρος εκατό τοις εκατό και ο ίδιος, ή θέλεις από περιέργεια, παράτησε τους σκάρους, έπιασε τα κουπιά και πλησίασε την ξέρα. Πράγματι αντίκρυσε ένα ολοφάνερά καταπονημένο από την απίστευτη περιπέτεια Μητροπολίτη μας κι έπιασαν την κουβέντα:
«Μαθές Δεσπότη μου, πως τσαι ξέμεινες ετουά4… τσ’ ολομόναχος;»
Ο γέρο-Φουνταλής μέχρι να καταλεύσει το νέο γκαζολίνο, άκουσε καταλεπτώς την οδύσσεια από τα ίδια τα χείλη του Μητροπολίτη. Το απόβραδο βέβαια στον καφενέ του Μανώλη Ορφανού και στο «Καφεζυθεστιατόριο» του Γιάννη και Δέσποινας Χαρατσοχάρτη κάτω στη Σκάλα, δεν έπαψε ούτε λεπτό να διηγείται στο συνάφι του το ανήκουστο περιστατικό με τον Δεσπότη και τον Αναστάση τον γιό του.
___________________________________
1-Μαδούτα!…»
2-Παλιό περιπαικτικό προσωνύμιο Πηγαδιωτών. Ξυπόλητος,
άνθρωπος της θάλασσας, ψαράς, ναυτικός.
3-Κράτει… στη γλώσσα των ψαράδων.
4-Εδώ.
Από το βιβλίο μου”Ενθυμήματα”