του Μανώλη Δημελλά
Αυτός δεν είναι ο παλαιστής που κατέβηκε στην Κάρπαθο και έγινε ξεφτίλα;Η άγνωστη δυνατή φωνή έκοψε την παράσταση που έδινε ο τεράστιος Τζίμης Αρμάος στο Μαντράκι της Ρόδου και σκόρπισε αναστάτωση στο κοινό.
Ήταν κατακαλόκαιρο του 1963, ο μασίστας ζάωνε μαντέμια, όταν άκουσε το παλικαράκι που τόλμησε να ξεστομίσει αυτή τη κουβέντα και δεν έχασε καιρό. Πλησίασε τον άγνωστο και ρώτησε, είναι αλήθεια ευγενικά, που πέφτει αυτός ο τόπος, που είναι αυτή η…Κάρπαθος;
Την επόμενη μέρα μάζεψε τη στολή, έβαλε τα εργαλεία στο μπαούλο και μπήκε στον ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ.
Επόμενος σταθμός για τον παλαιστή σύμβολο της εποχής, για το δίποδο θεριό που τον χειροκροτούσε ολάκερη η Ελλάδα, ήταν τα Πηγάδια της Καρπάθου.
Αμέσως μόλις βγήκε στο λιμάνι δεν έχασε καιρό, έπιασε ένα μικρό κανόνι, που τόχε για να ενημερώνει τους υποψήφιους θεατές του, το γέμισε μπαρούτι και άρχισε τις κανονιές.
Το ήσυχο λιμανάκι αναστατώθηκε, αμάθητοι σε φασαρίες νόμισαν ότι πρόκειται για ξεχασμένες νάρκες και τρομαγμένοι βγήκαν από τα σπίτια, τα μαγαζιά και τα καφενεία.
Τότε οι Καρπάθιοι πρωτοείδαν τον θρύλο Τζίμη στο νησί και εκείνος τους φώναζε πως τους επισκέφθηκε ο αληθινός παλαιστής Αρμάος και τους προσκαλούσε στην παράσταση του.
Σχεδόν αυτόματα γέμισε το λιμάνι, λίγα μέτρα από το λιμεναρχείο μαζεύτηκε κόσμος, λίγο η περιέργεια, λίγο η απραξία των νεαρών και η απορία των μεγάλων, έτσι έκαμαν ένα κύκλο γύρω από τον παράξενο γενειοφόρο με το ζηλευτό κορμί.
Ο παλαιστής στην αρχή έκανε γυμναστική για να ζεσταθεί, έπειτα φώναξε έναν θεατή, πρώτος πετάχτηκε ο Γιάννης Κασσώτης και τον έβαλε να καθίσει σε μια ξύλινη καρέκλα, ο Αρμάος πέρασε ένα δερμάτινο λουρί κάτω από το κάθισμα, τον σήκωσε με τα δόντια του και τον γύριζε γύρω-γύρω!
Αμέσως μετά φώναξε ακόμη έναν, ήταν ήδη ο Γιάννης και ο Μαργέτη, κάθισαν στην καρέκλα και τους σήκωσε ψηλά.
Δεν σταμάτησε εκεί, έβαλε και έναν τρίτο άντρα πάνω στην καρέκλα! Τώρα ήταν ο Καβουκλής, ο Μαργέτης και ο Γιάννης Κασσώτης και τους σήκωσε στον αέρα.
Στη συνέχεια ξάπλωσε στο δρόμο, έδωσε ένα βαρέλι πετρελαίου και το πετούσαν στο στήθος του.
Σε κάθε νούμερο το κοινό χειροκροτούσε και τον αποθέωνε! Εκείνα τα χρόνια, το 1963, εκτός από το ποδόσφαιρο και τα γλέντια στις εκκλησιές και τα ξομονάστηρα, δεν υπήρχαν πολλές αφορμές για να διασκεδάσει και να ψυχαγωγηθεί κάποιος στο νησί.
Ο Τζίμης Αρμάος ήταν σπουδαίο νέο, ένα ανεπανάληπτο γεγονός της Καρπάθου. Έμεινε μια βδομάδα και κάθε μέρα έδινε τουλάχιστον μια παράσταση.
Σε μια από αυτές, που έγινε στο συντριβάνι, φώναξε έναν θεατή και βγήκε μπροστά ένας νεαρός, ο παλαιστής είχε βγάλει τη μπλούζα και το παλικάρι πετούσε ένα μαχαίρι πάνω στη κοιλιά του που έμοιαζε να είναι από σίδερο, το κοφτερό μαχαίρι ούτε που την ενοχλούσε.
Μετά φώναξε τον πιο δυνατό από τους θεατές, τότε ο Αρμάος έπιασε μια μεγάλη πέτρα και την κρατούσε με τα δυο χέρια πάνω στο κεφάλι του, ενώ το νεαρός έσπασε την πέτρα με ένα σφυρί.
Δεν παρέλειψε να κάνει τα αγαπημένα του νούμερα, όπως να τραβήξει ένα αυτοκίνητο με τα δόντια του. Επίσης πήρε ένα βαρύ αλογίσιο πέταλο και το λύγισε σα να ήταν πλαστικό, έπιασε μια χοντρή σιδερένια βέργα και τη χτυπούσε στο σώμα του μέχρι που τη λύγισε.
Έπειτα τράβηξε και στο χωριό Απέρι, εκεί έβαλε ένα δυνατό νέο να του κρατά μια σκάλα και κείνος πέρασε, σα να ήταν φίδι, μέσα από τα ξύλινα σκαλοπάτια.
Ένας από τους νεαρούς Καρπάθιους ήταν ο Γιάννης Κασσώτης, η οικογένεια του ήταν ήδη στην Αμερική και εκείνος μόνος στην Κάρπαθο, γνωρίστηκε με τον Τζίμη Αρμάο, συχνά έτρωγαν μαζί σε ένα ταβερνάκι στα Πηγάδια και έμαθε λεπτομέρειες από την ιστορία του.
Έλεγαν πως ήταν ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου, μάλιστα τον φώναζαν
«Νέο Ηρακλή» όμως, όπως θυμάται ο Γιάννης Κασσώτης, ο Αρμάος είχε ζήσει μεγάλα βάσανα, πίκρες, από εκείνες που δε γίνεται να ξεχαστούν.
Ο παλαιστής γεννήθηκε στον Βόλο το 1933 κι ήταν μωρό, μόλις ενός έτους, όταν έμεινε ορφανός από μάνα και πατέρα, έτσι κατέληξε σε ένα ορφανοτροφείο της Αθήνας.
Ξεκίνησε από την ελεύθερα πάλη, μετά από πολλές διακρίσεις συνέχισε την καριέρα του στην Γερμανία κατακτώντας συνολικά 183 τίτλους!
Ταξίδεψε και πάλεψε ακόμη και στην Αμερική, μπήκε στα δύσκολα επαγγελματικά ρινγκ όπου έδωσε πολλούς αγώνες κατς, διακρίθηκε και ήταν τέτοια η φήμη του που λέγεται ότι ο Φράνκ Σινάτρα του ζήτησε να μείνει και να δουλέψει!
Όμως διάλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα, βγήκε στο δρόμο και έκανε μεγάλη καριέρα σαν πλανόδιος μασίστας (τον θεωρούσαν διασκεδαστή). Ο Τζίμης ήταν ο αθλητής που γύριζε με το φορτηγάκι του σε πόλεις και χωριά κι έδινε παραστάσεις αφήνοντας άφωνους τους θεατές του.
Όμως όταν ερχόταν η ώρα να βγει ο δίσκος, για να κερδίσει το μεροκάματο του, πάντοτε του κακοφαινόταν.
Ο δοξασμένος Αρμάος είχε τραγική μοίρα, το 1984 τον χτύπησε αυτοκίνητο, από το σοβαρό ατύχημα άλλαξε τη ζωή του, από τότε σταμάτησε να αγωνίζεται.
Ο «Νέος Ηρακλής» αναγκάστηκε να πουλήσει όλα τα μετάλλια και κύπελλα του. Επισκευάζοντας παλιά ραδιόφωνα κέρδιζε λίγα χρήματα, δεν είχε οικογένεια κι ο μοναχικός αθλητής που έκανε την κοινωνία να χειροκροτά και να υποκλίνεται άφωνη στο χάρισμα του ζούσε από τη βοήθεια των λιγοστών φίλων του.
Έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 1999, σε ηλικία 66 χρόνων, για τους πολλούς αυτός ο τίγρης είχε ήδη ξεχαστεί.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Γιάννης Κασσώτης δεν έσβησε από τη μνήμη του το πέρασμα του σπουδαίου Τζίμη Αρμάου από την Κάρπαθο.
Εκείνα τα χρόνια σήμερα μοιάζει να είναι αιώνες μακριά μας, είναι σίγουρο πως ήταν πιο δύσκολα από τα σημερινά, όμως είχαν κάτι από το μεγαλείο, την αυθεντικότητα μα και τη μπέσα του Τζίμη…
(φωτογραφία από το αρχείο του κ. Γιάννη Κασσώτη).