Καλλιόπη Εξάρχου
Εισαγωγικό κείμενο
«Στο πιο όμορφο νησί της πιο γαλάζιας θάλασσας»
(Ζωή Σαμαρά, «Χαρταετός», Το Πέρασμα της Ευρυδίκης)
Όταν βλέπεις το πρώτο φως της ζωής περιτριγυρισμένη από την ατελεύτητη θάλασσα που ανοίγει ορίζοντες χωρίς όρια, όταν έχεις μάτια και αυτιά που σιωπούν για να αφουγκραστούν καλύτερα το θαύμα του κόσμου, όταν η ανάγνωση και η γραφή σού παραδίδονται ασύνορες για να συντελεστεί η δική σου παρουσία, πώς να μην λάβει χώρα η πλέον αγαστή συνύπαρξη των δώρων εκ Θεού, με το πρωτοκύτταρο της ύπαρξης ως υπογραφή του πεπρωμένου;
Αυτή είναι η πρώτη εικόνα που σχηματίζεται εντός μου για την ποιητική φωνή της Ζωής Σαμαρά. Για τη φωνή που μοιάζει να έρχεται από τα βάθη των αιώνων, την έσωθεν, την εκ βαθέων, ανασύροντας στο φως τα πολυδαίδαλα τοπία του στοχασμού και συσπειρώνοντας το οπλοστάσιο της γλώσσας, ούτως ώστε να μιλήσει στο ύψος της αλήθειας.
Η φωνή της ποιήτριας Σαμαρά επικαλείται την ιστορία του ανθρώπου εν οδύνη, επινοώντας ύφος και ήθος ποιητικό, με κέντρο βάρους τον Άνθρωπο ως Ποιητή, που δεν καθησυχάζει, δεν αρκείται, δεν εκπίπτει, δεν έχει ασυλία. Πάντα με την απορία στα χείλη, ως σπαραγμό ιερό και θνητό. Έτσι, συντελείται η κρυφή προέλευση και η νοηματική αναγωγή του ανθρώπινου Πάθους που στοιχειώνει την ποίησή της οριζοντίως και καθέτως.
Υπό τη σκέπη της γραφής, η Σαμαρά διαστέλλει και συστέλλει τις λέξεις, τις κάνει θραύσματα και τις ανασυσταίνει από τις ανεξάντλητες αρθρώσεις της σιωπής και του διαφεύγοντος απόηχου, μέσα σε ένα περικείμενο τελετουργίας, με κορυφαία τη διεκδίκηση του ανθρωπισμού ως υπέρβασης της ζωής.
Αυτό είναι, εξάλλου, και το μεγαλειώδες έργο της φωνής. Να διακατέχεται από την ευεργεσία της α-τελούς παρουσίας της, να διεισδύει διαφωτιστικά και συγκινητικά στο συμπαντικό, να συνεγείρει πνεύμα και σώμα, να οικοδομεί νέους ορίζοντες, δαπανώντας τον οβολό της μέχρι ύστατης ρανίδας αίματος. Τέτοια ποιότητα και μέγεθος χαρακτηρίζουν τη φωνή της Σαμαρά ως κομβικό σημείο αναφοράς στη χορεία των εκλεκτών της ποίησης.
Συνέντευξη Ζωής Σαμαρά
στην Καλλιόπη Εξάρχου,
- Οι αρχαίοι μύθοι, η Αγία Γραφή και οι ήρωές τους γονιμοποιούν πολύ συχνά την ποιητική σας έμπνευση. Πρόκειται για ένα ταξίδι του Λόγου σας με αλλεπάλληλους και παράλληλους σταθμούς στο τότε και το τώρα. Μπορείτε να μας το περιγράψετε ως διαδικασία σύλληψης;
– Οι μύθοι, αν τα παιδιά τούς βλέπουν μέσα από την έμφυτη ποιητική τους κοσμοαντίληψη ή τη φιλοσοφική τους ελάχιστη έστω παιδεία, ζωογονούν το παιδικό τους πνεύμα, το εμπνέουν και το βοηθούν να ανταποδώσει στην ποίηση και στη φιλοσοφία τα δώρα τους ανανεωμένα.
Στο σχολείο πήγα ενώ οι Ιταλοί του Μουσολίνι παρέμεναν κατακτητές των Δωδεκανήσων – των δώδεκα θεών του Αιγαίου, όπως τα αποκαλώ σε ποίημά μου. Δύο πράγματα απαγόρευαν: την ελληνική γλώσσα και την ορθοδοξία. Ήταν σαν να μου έλεγαν ότι όλα τα κακά μάς δίνονται για να αποκτήσουμε το σθένος να τα συντρίψουμε. Όταν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί είχαν φύγει, πήγαινα Τετάρτη Δημοτικού και έζησα μια αναπάντεχη αλλαγή στη ζωή μου – θέατρο του παραλόγου, πριν ακόμη συγκροτηθεί σε νέα μορφή θεάτρου. Υπήρχαν τρεις δασκάλες. Ποιος θα δίδασκε τη δική μας τάξη; Υπήρχαν επίσης μόνο τρεις αίθουσες διδασκαλίας. Το τρία του Χριστού πάλευε με το τέσσερα του Πυθαγόρα. Ο εφημέριος της εκκλησίας μας, ευτυχής που είχε επιτέλους εκκλησία και μπορούσε να βοηθήσει, μας πρότεινε τον γυναικωνίτη για αίθουσα. Επέλεξαν δάσκαλο τον πιο μορφωμένο, είχε σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και ήταν λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν αντιστασιακός από μικρό παιδί. Άρχισε το πρώτο μάθημα απαγγέλλοντας ένα μύθο του Αισώπου στο πρωτότυπο. Από εκείνη τη στιγμή αγάπησα με πάθος την αρχαιοελληνική γραμματεία.
Στο διάλειμμα κοιτούσα τις εικόνες από ψηλά, και το μυαλό μου ταξίδευε πίσω στο χρόνο. Αναμφιβόλως, όπως η γλώσσα μας, η θρησκεία μας είχε επίσης το ένδοξο παρελθόν της, σκεφτόμουν. Έτσι έμαθα για τις Γραφές. Διάβαζα και ζούσα σ’ έναν κόσμο ονειρικό, δημιουργικό, με τη βιβλική έννοια της λέξης. Δεν χρειαζόμουν να ψάξω ήρωες και ανδραγαθήματα. Η ποίηση γραφόταν μόνη της. Χρειαζόμουν μια μεγάλη αγκαλιά για να μη χάσω ούτε ένα στίχο. Κι αυτή μου την έδινε το Καρπάθιο Πέλαγος που έλουζε την αυλή της εκκλησίας.
- Έτσι όπως ακολουθώ τη Φωνή σας από τόπο σε τόπο, από χρόνο σε χρόνο, με καταλαμβάνει συν-κίνηση βαθιά για το ταξίδι «εκείνο που δεν έκανε ποτέ/ Το είχε αφήσει χαραγμένο στα όνειρα/των παιδικών της χρόνων/». Μήπως, τελικά, είναι το α-πραγματοποίητο, το αν-έκφραστο, το αν-είπωτο που δίνει νόημα στη ζωή του ανθρώπου και ψηλώνει την ποίηση; Κι ας είναι ο δρόμος ένας διαρκής «λαβύρινθος»; («Αριάδνη»)
– Όταν καθόμαστε μπροστά σε λευκή σελίδα ή οθόνη του υπολογιστή, το αν-έκφραστο και το αν-είπωτο είναι η πρώτη μας αντίδραση στη γραφή – το πραγματοποιήσιμο, αλλά αποκλειστικά αν έχουμε την τύχη να μας διαβάσουν μια μέρα αναγνώστες δήλιοι κολυμβητές, όπως αποκαλούσαν οι Αρχαίοι τους οπαδούς του Ηράκλειτου. Πρέπει να περάσουμε μέσα από λαβυρίνθους νοημάτων, που αναπαριστούν τη ζωή μας, για να βρεθούμε μπροστά σε μια σελίδα γεμάτη ταξίδια που δεν κάναμε ποτέ, γεννημένα από λέξεις με εικόνες και σημαίνοντα, για να ξεπεράσουμε, με τη δύναμη του λόγου, όλα τα εμπόδια και να φτάσουμε στο ποίημα-όραμα, στη Γη της Επαγγελίας.
- «Η άβυσσος μας περιμένει/ Ξεκινήσαμε για κήπους κρεμαστούς/ Ανάμεσα στη θάλασσα και στα βάθη της αιωνιότητας/ η φωνή μας έσπασε τα κλαδιά της» («Ταξίδι»).
Το ανθρώπινο Πάθος και η οδύνη του διαπερνά την ποίησή σας. Σας τρομάζει, σας απελπίζει η αιωνιότητα της αθανασίας του;
– Με απασχολεί η στιγμή και όχι η αιωνιότητα ή η αθανασία, φτιαγμένες από ανεξάντλητες στιγμές, που κραυγάζουν από χαρά ή οδύνη. Όταν ο πόνος είναι αφόρητος, σκέφτομαι τα παιδιά μου –το γιο μου, Μαργαρίτη, τη γυναίκα του, Φωτεινή, το γιο τους, Γιώργο– και βλέπω άπειρες στιγμές του παρόντος και του μέλλοντος που θα γεμίσουν με τις δικές τους πράξεις στοργής. Και τότε το άλγος εξατμίζεται. Όταν σκέφτομαι την κόρη μου, τη Μαρία, θρηνώ, ακόμη και τώρα μετά από πολλές δεκαετίες, γιατί δεν πρόλαβε να ζήσει, και την ακούω να τραγουδά όλες τις άριες που δεν είχε την ευκαιρία να τραγουδήσει μπροστά σε κοινό, να μοιραστεί με τον συνάνθρωπό της τη μοναδική μελωδία της φωνής ενός πραγματικού αγγέλου.
- Στην «Επίκληση» απευθύνεστε σε γυναίκες μυθικές (Άγαρ, Λητώ, Κλυταιμνήστρα, Νιόβη) για να Συναντηθείτε : «Είμαι όλες εσείς ενωμένες/ Είμαι αυτή που βρήκε και έχασε […]/που έγινε θεατής και δρων/ πέτρα και νερό/ βιβλίο και μύθος.»
Πιστεύετε ότι το σημείο συνάντησης των γυναικών ανά τους αιώνες είναι η θυσιαστική εκχώρηση τους στο σύμπαν;
– Έχω προσέξει ότι πάρα πολλές ηρωικές γυναίκες είναι πρόθυμες να κάνουν μεγάλες θυσίες για την οικογένειά τους – των γονιών τους, τη δική τους, όπως στους πολέμους για την πατρίδα μας. Αυτό τους δίνει ασύλληπτη δύναμη, και κάποια στιγμή κατορθώνουν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, που όμως τότε αποκτούν ιδιαίτερη αξία. Οι άνδρες δεν είναι λιγότερο συναισθηματικοί. Τείνουν να αναλαμβάνουν ευθύνες ακόμη και για λάθη που δεν είναι δικά τους, να βρουν τρόπο να τα διορθώσουν. Δεν ξέρω αν είναι εκχώρηση στο σύμπαν ή στην κοινωνία εκ μέρους των γυναικών ή και όλων των συνανθρώπων μας. Ίσως μια πρόθεση –όπως τα Τίμια Δώρα– αλληλεγγύης με τα αδέλφια μας, για να δημιουργηθεί ξανά η αρμονία του σύμπαντος, για να ξαναζήσουμε σε μια ανθρώπινη κοινωνία, αν ζήσαμε ποτέ.
- «Πώς έγινες αγνώριστος λαέ» («Άμπελος η αλλοτρία», 1993 και «Αμφίπολις, 2015») είναι ο στίχος που επισκέφθηκε δυο φορές την ποίηση σας. Τελικά, η τραγωδία της Ιστορίας είναι ότι δεν μας μαθαίνει τίποτα;
– Ίσως η τραγωδία του Ανθρώπου είναι ότι ο ίδιος περνά μέσα από την Ιστορία, του παρελθόντος και ακόμη περισσότερο του παρόντος, με τα μάτια κλειστά, ανίκανος να δει το έργο που γράφτηκε χάρη στο δικό του μεγαλείο, ενισχυμένο από τη σοφία και την οδύνη των λαών γύρω μας και ενταγμένο στο σύνολο της ανθρωπότητας. Συχνά, όταν περπατώ πάνω στο ελληνικό χώμα, νιώθω ότι πετάω ψηλά, γιατί κάτω από τα πόδια μου βρίσκεται ένας κορυφαίος πολιτισμός που οφείλουμε να συντηρούμε και να διευρύνουμε καθημερινά με τα λίγα έστω εφόδια που μας έχουν απομείνει.
- «Καιρός να γράψω/ Αρκετά ζύμωσα/ αρκετά περπάτησα/» («Καιρός να γράψω»). «παλεύω την αιωνιότητα της γραφής/ με τη δική μου φευγαλέα υπόσταση» («Γράφω»). Γραφή, θνητότητα, αιωνιότητα. Είναι υπαρξιακή η σχέση σας με τη γραφή;
– Η γραφή μου –αυτή που ίσως μείνει, όταν θα έχω φύγει «με τα σύννεφα του Νότου»– θα είναι ο καθρέφτης της ανθρώπινης ζωής, η καθημερινότητα και η συνεχώς επικείμενη ανατροπή της, κυρίως το μεγαλείο που κρύβει κάθε μας σκέψη για το καλό του πλανήτη και των κατοίκων του, όλων όσων χρειάζονται τη συμπαράστασή μας. Ο ποιητής μεταφράζει τον κόσμο στη δική του γλώσσα, τον αποκρυπτογραφεί, μία από τις καίριες επισημάνσεις του Baudelaire. Μας επικουρεί στην προσπάθειά μας να συλλάβουμε τα μυστικά του σύμπαντος. Και στη συνέχεια της ψυχής μας.
- «Είσαι στο έλεός μου/ Λέξη», γράφετε στο ποίημα σας «Η φωνή του ποιητή». Είναι οι λέξεις στο έλεος του ποιητή ή ο ποιητής στο έλεος τους;
– Υπάρχει μια σκόπιμη σύγχυση. Η λέξη όντως βρίσκεται στο έλεος του ποιητή, αλλά ο ποιητής, πιο αδύναμος από τη λέξη, δίνει αντικρουόμενες εντολές. Τρέμει στη σκέψη ότι η λέξη, αντί να αποκαλύψει το βάθος τής κοσμοαντίληψής του, να τον φέρει πιο κοντά στους συνανθρώπους του, θα προδώσει τον εαυτό της, θα μένει εγκλωβισμένη στην ίδια την πολυσημία της.
- «Είχε γράψει μονάχα ένα ποίημα/ Το έλεγε Ποίημα/» («Το Ποίημα»). Πιστεύετε ότι είναι ένα το Ποίημα που γράφει ο ποιητής; Και ότι όλα τα υπόλοιπα μιλούνε αλλιώς για το ίδιο πράγμα;
– Αν όχι ακριβώς το ίδιο πράγμα, υπάρχει ένα αρχέτυπο που κρύβεται πίσω από τους ήχους και τις εικόνες, την κοσμοθεωρία, που μας χαρίζει το νέο ποίημα. Ο Shelley έλεγε ότι η ανθρωπότητα ολόκληρη είχε γράψει μονάχα ένα ποίημα. Εμείς προφανώς κερδίζουμε αν προσθέσουμε τους στίχους μας σε αυτό. Γινόμαστε ένα κομμάτι του μεγάλου ποιητικού συνόλου και το ποίημά μας ταξιδεύει προς την αθανασία.
- Μια ποιητική συλλογή σας έχει τον τίτλο Είδα τις λέξεις να χορεύουν. Άραγε ποιο χορό επιλέγουν οι λέξεις ώστε να γίνουν ποίημα; Και η ενέργεια που εκλύουν είναι απολλώνια ή διονυσιακή;
– Μικρή, μπροστά στο χαρτί, με το μολύβι στο χέρι, έβλεπα τις λέξεις, πριν δεχθούν να γίνουν χρήσιμες για επικοινωνία, να χορεύουν όπως φανταζόμουν τις μπαλαρίνες. Με τα χρόνια, ενώ διατηρούσαν την αρμονία τους με χάρη, προσκαλούσαν σε έκφραση πάθους. Το ποίημα είναι αναμφιβόλως το πάντρεμα των δύο ενεργειών, της αρμονίας και του πάθους, με το ένα να υπερέχει κάθε φορά.
- Όταν διατυπώνετε μια σκέψη σαν αυτή «κι η ποίηση είναι κόρη της σιωπής» («Καιρός του σιγάν»), σε ποια σιωπή αναφέρεστε;
– Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, πριν από τη Δημιουργία υπήρχε μια απόλυτη σιωπή που προετοίμασε τη γένεση του φωτός και στη συνέχεια του σύμπαντος. Πριν από το ποίημα, κλείνομαι στον εαυτό μου και ζω μέσα στο σκοτάδι, για να δω ξαφνικά μια λέξη-λάμψη να χορεύει και να με προσκαλεί να γράψω. Τρεις δεκαετίες μετά τη σύλληψη του συγκεκριμένου ποιήματος, μπορώ να δω αντικειμενικά τον εαυτό μου και να μιλήσω για την απόλυτη σιωπή που χρειαζόμουν για να αντιμετωπίσω μια μη αντιμετωπίσιμη απώλεια.
- Σήμερα που έχετε πια «επινοήσει την προσωπική [σας] αλφαβήτα» («Η γραμμή και το γράμμα»), πώς θα περιγράφατε το πολύτροπο ταξίδι της Φωνής σας, που ξεκίνησε στα τέσσερά σας με ένα τετράδιο κι ένα μαύρο μολύβι;
– Κάποτε σε συνέντευξη με ρώτησαν ποιο είναι το αγαπημένο μου ποίημα, ελληνικό ή ξένο, της εποχής μας ή του παρελθόντος. Απάντησα τα «Τείχη» του μεγάλου Καβάφη, χωρίς κανένα σχόλιο.
Ωστόσο, πάντα αναρωτιόμουν γιατί; Πώς μπορεί να είναι το αγαπημένο μου ένα ποίημα που δεν μιλά για μένα; Μιλά, προφανώς, σε μένα.
Η πορεία μου συμπυκνώνεται στις εξής λέξεις: Όχι, δεν άφησα να χτίσουν τείχη γύρω μου. Έχτιζα, κάθε μέρα από την αρχή, τα δικά μου αόρατα τείχη που με προστάτευαν από τα αλλότρια. Έπρεπε να επαναστατώ κάθε στιγμή, να απαντώ, όχι με λέξεις αλλά με τη συμπεριφορά μου, στις ερωτήσεις: γιατί έγραφα; γιατί πήγαινα σχολείο; Αδιανόητες ασχολίες τότε για κορίτσια.
Το ποίημα αυτό είναι τόσο δυνατό που σε κάνει να βγαίνεις από τον εαυτό σου, από τα τείχη τα δικά σου, να γίνεσαι Ο άνθρωπος, να συμμετέχεις στα πάθη και τα δεινά της ανθρωπότητας. Να τα αναδημιουργείς σε πίνακα αν είσαι ζωγράφος, σε κείμενο αν είσαι συγγραφέας…
Να προσθέσω ότι ανακάλυψα και κάτι άλλο. Αρκεί να απαγγείλεις ή έστω να διαβάσεις δυνατά το ποίημα και νιώθεις σαν να το έγραψες εσύ. Αυτό είναι ποίημα. Το ποίημα που σε κάνει ποιητή ή, έστω, σε βαφτίζει μέσα στην κολυμβήθρα της ποιητικότητας και σου δίνει μια έντονη ψευδαίσθηση ότι είσαι ποιητής.
Ευχαριστώ θερμά για τις ευαίσθητες και δημιουργικές ερωτήσεις.
«Ποίηση. Όμως δεν γράφω εγώ. Μόνη της γράφει για χάρη μας η μελωδία της θάλασσας. Μακριά από το πέλαγο η ποίηση εξατμίζεται, χάνεται.» («Ωδή στο Καρπάθιο Πέλαγος, Β΄»). Αυτή τη συγκλονιστική εικόνα της Ποίησης, με τα κύματα του γενέθλιου πελάγους μελωδούς ολόγυρά της, καταθέτω ως επίλογο της συνέντευξής μας.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς
πηγή: Δίοδος, Περίοδος Β΄, Τεύχος 27, Φεβρουάριος 2025
1.3.2025
Καρπαθιακά Νέα