Ζωή Σαμαρά: Ωδή στο Καρπάθιο Πέλαγος, Α΄

Ζωή Σαμαρά: Ωδή στο Καρπάθιο Πέλαγος, Α΄

Ζωή Σαμαρά

Ποιητικό πεζό

Ωδή στο Καρπάθιο Πέλαγος, Α΄

 

Βράχο, βράχο τους στίχους του μετράει. Χτίζει λίθινα κάστρα με θεμέλια τα βάθη της σελίδας και δεν μεριάζει μπροστά σε κανένα κύμα.

Το βράδυ ξαποσταίνει με φόντο τον ορίζοντα. Οι αστερίες σεργιανούν με τ’ αστέρια. Ο Γαλαξίας εγκαταλείπει την Ανδρομέδα του και ψάχνει την υδροχαρή Γαλάτεια, να συμπληρώσει το άφατο εγώ του.

Οι λέξεις συνεχίζουν να σέρνουν το χορό, γκρεμίζουν την πόλη, χτίζουν το ποίημα. Είναι εγωίστριες οι λέξεις, ανεξάρτητες, ανεξέλεγκτες. Πώς αλλιώς; Ευτυχούν να λένε «εγώ», ακόμη και όταν μιλούν εν ονόματι όλων.

Εγώ. Το πάθος και ο τρόμος των δειλών. Και όμως. Εγώ, γιατί σε αγαπώ, σε θέλω πλάι μου, να σε στηρίξω να γίνεις ένα εγώ πιο δυνατό από εμένα.

Το κύμα άργησε να ’ρθει. Πιο πέρα το καλούσε το δελφίνι. Παρέα να θαυμάσουν τη μαρίδα που κολυμπούσε άφοβα. Να αγνοείς τον κίνδυνο. Αυτή είναι η σοφία του μικρού.

Κι ο βράχος; Ύμνος στο σύμπαν, περιμένει αδιάφορος. Τον λούζει ο ήλιος ο υγρός. Του χαϊδεύει τα μαλλιά, με ανταύγειες ολόξανθες. Κι η άμμος: Ωδή στην αιωνιότητα, παραμένει νωχελής. Χαμογελούν οι νιφάδες αλατιού, στρώνουν λευκό χαλί να σεργιανίσει ο Απόλλωνας. Κι οι Μούσες έφυγαν κρυφά να συναντήσουν τον Διόνυσο, να αναζωογονηθούν με το χορό, πριν τραγουδήσουν πάνω σε λυρική σκηνή αόρατη.

Έλα. Μαζί. Ας σκαρφαλώσουμε το βράχο τον ψηλό, τη θάλασσα ας δούμε να χαίρεται τον άνεμο στο ουράνιο κορμί της. Ένα το σύμπαν. Αδιαίρετο. Κι εμείς, ιδού, κόκκοι στην άμμο, που ανεβαίνουν ατελεύτητα τη σκάλα του Ιακώβ, να κατακτήσουν της ζωής τα βάθη. Το μέλλον βλέπουμε από εκεί ψηλά. Αβέβαιο, μα πιο κοντά στου ουρανού την αύρα. Τα βαρεθήκαμε της γης τα πανηγύρια. Και είναι η ποίηση κραυγή, φτάνει στον έβδομο ουρανό, αντιλαλεί τη μουσική που κρύβεται ανάμεσα στους στίχους.

Μη διστάζεις, έλα. Ο βράχος είναι ουρανός και γη. Φωτιά και θάλασσα και κύμα μαγικό. Είναι η αρχή, για να πετάξουμε στ’ αστέρια∙ το τέλος, για να γευτούμε την αλμύρα του νερού στο ηλιόλουστο κορμί μας.

Έναστρη νύχτα, πέρασε ο Διόνυσος από την κορυφή του βράχου. Παλάτι έχτισε στο φως της Αφροδίτης, κάλεσε τον Απόλλωνα να αντικρίσουνε μαζί το πάθος του πελάγου. Μα εκείνος προτίμησε να χτίσει την καλύβα του στο φως του φεγγαριού. Να ξαποστάσει. Να κρατήσει την ισορροπία τού ουρανού. Για ποιον; Θεό ή άνθρωπο; Δεν είπε.

Ατάραχο το σεληνόφως ανοίγει δίοδο στο βράχο. Αρχίζουν τα θαύματα του ταξιδιού στο χώρο του μελλοντικού μας χρόνου. Στην άλλη άκρη της γραμμής ένα ουράνιο δελφίνι περιμένει. Να μας πάει ακόμη πιο ψηλά. Να διασχίσει ζωντανά το μέλλον.

Το φως του φεγγαριού λούζει το βράχο τον γιγάντειο, τον θαλασσοδαρμένο. Τα πόδια του στον Άδη σταθερά, με τα μαλλιά να ανεμίζουν ως τ’ αστέρια. Κομμάτι από αστέρι μακρινό ο ίδιος ή μήπως μετεωρίτης που ξέφυγε από άλλους γαλαξίες κι αγκάλιασε τα σύννεφα, για να κατέβουνε μαζί στη γη, να της κρατάνε συντροφιά με τους αέρινους ρυθμούς των γλάρων. Βλέπω το βράχο. Δεν μεριάζει. Γίνεται το πρώτο σκαλί για να τον ξεπεράσω. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια που άφησαν πίσω τους τα σύννεφα. Για σένα, μου είπαν. Οφειλή στην πιο πιστή του φίλη. Φτιαγμένη από την ύλη τη διάφανη, αυτήν που εγκατέλειψε ο βράχος, όταν κατέβηκε στη γη να ζήσει μες την άλλη, την αλμυρή και στέρεα, εξίσου άγια, ύλη.

Φεύγω μακριά για να γνωρίσω κι άλλους τόπους. Σέρνω μαζί μου τη σκιά του. Χρέος και μοίρα αμείλικτη.

Ποιο δρόμο να πάρω για να πετάξω όσο πιο ψηλά μπορώ, ίσα ίσα όσο μου επιτρέψουν οι δυνάμεις μου; Ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ, διπλή υποχρέωση. Γονατιστή με δέος μπροστά στα δώρα που μου δόθηκαν.

Ο βράχος βλέπει το νησί. Δεξιά του το κοιμητήρι με εκπρόσωπο του ουρανού την εκκλησία του Άι-Νικόλα. Τα πόδια του Άγιου στον Άδη, παρέα με νεκρούς που κάποτε του άναβαν καντήλια. Η θάλασσα κάτω από τα πόδια του. Το Καρπάθιο Πέλαγος, ανελέητο πριν μια στιγμή, να περιμένει τώρα τις άγιες εντολές του. Να σώσει για χάρη του τους ναυτικούς από τα άγρια-άγια κύματα που ήταν η διπλή δική του φύση.

Πήρα τη βάρκα που μου χάρισαν οι θεοί κι άρχισα το ταξίδι μου στα μήκη του νερού. Κυλούσε το Καρπάθιο Πέλαγος, ήρεμα, απαλά, εκείνη την ημέρα. Σαν να μην ήταν το πέλαγος που όλοι καλά γνωρίζαμε.

 

Αιγαίο

Χάντσον

Σηκουάνας

Θερμαϊκός

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη θάλασσα.

Όλα τα κρυφά περάσματα μας οδηγούν στην πατρίδα.

Δεν είναι μόνο η πατρίδα μαγική, είναι και η ίδια η λέξη∙ μεταμορφώνεται σε ουσιαστικό και επίθετο, άδει την περι-ουσία, την υπερ-ουσία. Πατρίς πόλις, Πατρίς γαία. Πηγάδια, πατρίδα άβυσσος ατέρμονη στο χώρο και το χρόνο. Ποσείδι την έλεγαν παλιά∙ πόλις  πατρίς του Ποσειδώνος. Βάθη της γης ή της θάλασσας. Ιθαγένεια που δεν απόλλυται.

Ειπέ δε μοι γαίαν τε τεήν δήμον τε πόλιν τε

(Οδύσσεια θ 555)

 

(Θευθ, τεύχος 1, Σεπτέμβριος 2015)

 

14.8.2025

Καρπαθιακά Νέα