Γιάννης Κόκκινος (†) Στον ουρανό ο τελευταίος σφουγγαράς της Καρπάθου

Γιάννης Κόκκινος (†) Στον ουρανό ο τελευταίος σφουγγαράς της Καρπάθου

Ο τελευταίος σφουγγαράς της Καρπάθου

Γιάννης Κόκκινος (†)

Κοίταζε την κάφτρα σαν μαγνητισμένος.
Χανόταν. Ταξίδευε.
Πάνω στον ψιλόλιγνο καπνό της.

Δεν ήταν ενσταντανέ. Ήταν μια ανάμνηση!
Ήταν ο σφουγγαράς Γιάννης Κόκκινος. Και η ζωή του δεν ήταν ιστορία παίξε-γέλασε.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Κάθε φορά που ξεκινούσαν τα καΐκια, σταυροκοπιόταν όλη η φαμίλια. Πρώτα η μάνα. Ύστερα η γυναίκα του, η μισοκαρπαθιά Θοδώρα. Μαθημένη κι εκείνη στους αποχωρισμούς και στα κλάματα. Κόρη του Γιώργη Σμαλιού, δεινού σφουγγαρά, μύθου του πελάγους.
Κάθε καλοκαίρι το ίδιο καρδιοχτύπι. Κεριά, λιβάνια, εικόνες. Όχι από πίστη μόνο – από ανάγκη. Γιατί οι βουτιές ήταν αληθινά βαθιές. Και το αντάλλαγμα, ψωμί. Ψωμοχορτασμένα στόματα.

Ο Γιάννης δεν διάλεξε τη θάλασσα.
Η ανάγκη τον έσπρωξε.

Πρωτοβούτηξε πριν κλείσει τα δεκαοχτώ. Τσιτσίδι. Πέδιλα και μάσκα. Ανάσα κρατημένη και μέτρημα ανάποδα: οργιές. Βυθός. Σιωπή. Χέρια που ξεριζώνουν σφουγγάρια.
Η ανάγκη δεν «μπορεί» τους ανθρώπους. Τους κάνει πυραύλους.

Το πρώτο καλοκαίρι, το 1966, γύριζε τις Κυκλάδες με καΐκι. Τέσσερις μήνες. Λίγο φαΐ. Νερό με το σταγονόμετρο. Σφουγγαρομαζέματα. Και πληρωμή; Ένα τσουβάλι αλεύρι.
Με αυτό γύρισε στο σπίτι της μάνας του.
Και έτσι πήρε το βάφτισμα του σφουγγαρά.

Ακολούθησε το σχολειό του βυθού.
Έμαθε να ξεχωρίζει τον καλό από τον κακό σπόγκο. Να κάνει κρυφές ανάσες. Μυστικές προετοιμασίες. Να πέφτει βαθύτερα.
Με τα καλοκαίρια «έσπασε η χολή του». Δεν τον τρόμαζαν πια ούτε οι γαλέοι – μεγάλα σαν βουβάλια ψάρια – ούτε ο μαύρος, σαν πίσσα, βυθός. Εκεί όπου δεν βλέπεις τίποτα, μόνο φαντάζεσαι. Κι εκεί σκιάζεται η ψυχή.

Στα πρώτα χρόνια έπεφτε ολόγυμνος.
Ο καπετάνιος πρώτος, με μακρύ καμάκι, έβρισκε το σφουγγάρι. Μετρούσε οργιές.
Ο Γιάννης έπαιρνε μια ανάσα – και δώστου μέσα.
Σε μια στιγμή ήταν πάνω. Με το λάφυρο.

Τα σφουγγάρια μοσχοπουλιόνταν. Καθημερινό εργαλείο στο μπάνιο. Στολίδι σε ξενικά σαλόνια. Καμάρωναν για το σχήμα και τις τρύπες τους. Κανείς δεν έβλεπε τον ιδρώτα. Τον φόβο. Την ανάσα που έλειπε.

Ύστερα ήρθε η σκανταλόπετρα.
Δώδεκα οκάδες βάρος. Τον έστελνε σαν σφαίρα στον πάτο. Περισσότερος χρόνος. Περισσότερη δουλειά. Περισσότερος κίνδυνος.

Έκανε και ένα φεγγάρι με το σκάφανδρο.
Η μουσαμαδιά. Τα μολυβένια παπούτσια. Η βαριά περικεφαλαία.
Σαν αστροναύτης της θάλασσας.
Στα 30 και 40 οργιές περπατούσε. Δεν κολυμπούσε. Περπατούσε.

Ο μαρκουτσέρης μετρούσε γράδα και ματζαρόλια. Βάθος και χρόνο.
Ο κολαουζιέρης κρατούσε το σκαντάλι, το σκοινί της ζωής.
Όλα ζύγιζαν την ψυχή.

Ύστερα ήρθε το κομπρεσέρ. Αυτονομία. Μαζί κι ο μεγαλύτερος εχθρός: η νόσος των δυτών. Φυσαλίδες αζώτου στο αίμα. Κουσούρια. Παράλυση. Θάνατος.

Το 1983 τον χτύπησε. Ελαφρά. Στάθηκε τυχερός.
Θυμόταν πάντα τον φίλο και σωτήρα του, τον μακαρίτη Ηλία Ζερβουδάκη.
Από τότε σταμάτησε τα βουτήματα.
Όχι όμως τη θάλασσα μέσα του.

Δεν έκοψε ούτε το τσιγάρο. Πώς να το κόψει;
Ήταν διάγνωση.
Με κάθε ανάδυση, πριν βγάλει τη στολή, του έμπηγαν ένα αναμμένο στριφτό στο στόμα. Αν άντεχε την πρώτη ρουφηξιά, ήταν καλά. Αν όχι…
Ή θάλαμος αποσυμπίεσης. Ή ξανά στη θάλασσα, μπας και η πίεση κάνει το θαύμα που δεν προλάβαινε η στεριά.

Ξέχασε τους πολλούς γαλέους.
Δεν ξέχασε όμως τον «γλυκαμένο» σκύλο που όρμησε στον θείο του, τον Νίκο Κουτσουράη. Ίσα που πρόλαβε να σαλτάρει στη βάρκα. Τα πέδιλα έγιναν κομμάτια.

Ούτε εκείνο το θεόρατο σκυλόψαρο με τα δυο πτερύγια, σε μια άκρη της Καρπάθου. Το άκουσε πριν το δει. Στα 20 οργιές. Τα δόντια που τρίβονταν.
Δεν του άρεσε να μιλά γι’ αυτά. Τρόμαζαν οι στεριανοί. Κι οι στεριανοί, όταν τρομάζουν, αλλάζουν ρότα. Αγνοούν. Μέχρι να εξολοθρεύσουν.

Η εποχή των σκανταλόπετρων για μεροκάματο έσβησε.
Σήμερα η άπνοια είναι σπορ. Ρεκόρ. Φωτογραφίες.
Τότε ήταν ψωμί.

Και με τον θάνατο του Γιάννη Κόκκινου, η Κάρπαθος δεν έχασε απλώς έναν άνθρωπο.
Έχασε τον τελευταίο σφουγγαρά της.

Όχι σύμβολο.
Τον τελευταίο που το έζησε.

Τώρα κοιτά αλλού.
Ίσως τον καπνό.
Ίσως τον βυθό που δεν χρειάζεται πια ανάσα.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν έζησαν απλώς την ιστορία.
Βούτηξαν και την άρπαξαν από τα μαλλιά!

29.12.2025

Καρπαθιακά Νέα