Εχτές συνοδεύσαμε τον ξάδελφό μου Γιάννη Γ. Διακολιό στην τελευταία του κατοικία. Τα παρακάτω λόγια και τα δίστιχα είναι ελάχιστος φόρος τιμής για εκείνον, που μας έφυγε τόσο νωρίς….
——————————————————————-
Στον απόηχο της πρωτοχρονιάς, το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου 2021, ένα τηλεφώνημα άνοιξε μια βαθιά ρωγμή στον χρόνο και στην καρδιά. Ήταν η είδηση του θανάτου του ξαδέρφου μου Γιάννη, που αποτέλεσε τους τίτλους του τέλους στην τιτάνια μάχη που έδινε αλλά και στις ελπίδες μας να γίνει ένα θαύμα και να σωθεί.
Για εμάς πλέον, τα φώτα της γιορτής μετατράπηκαν σε σκοτάδι που το μόνο άστρο που το φωτίζει είναι η ανάμνησή του, η εικόνα του.
Γιάννη, το μόνο που φέγγει στην άβυσσο της απουσίας σου είναι το χαμόγελό σου. Ήσουν πάντα χαμογελαστός, πάντα καλομίλητος, πάντα ευγενικός. Γι αυτό όσοι σε γνώριζαν σε αγαπούσαν. Γι’ αυτό στη ζωή σου είχες μόνο φίλους.
Πρώτος μερακλής στο παραδοσιακό καρπάθικο γλέντι, τιμούσες με τη λύρα σου τις χαρές συγγενών και φίλων, και πρόσφερες έτσι το λιθαράκι σου στον τοπικό πολιτισμό, διαφυλάττοντας την παράδοση και τα πατροπαράδοτα έθιμά μας, που είχαν γίνει δεύτερη φύση σου.
Οι μαντινάδες σου αμίμητες και απαράμιλλες, μέσα από τις οποίες με ακρίβεια και ομορφιά εξέφραζες όχι μόνο τα συναισθήματά σου, ανάλογα με τη στιγμή, αλλά το ίδιο το συλλογικό ασυνείδητο της μικρής μας ιδιαίτερης πατρίδας, της Καρπάθου.
Γιάννη, μέσα στην οικογένειά σου ήσουν υπεύθυνος, ευαίσθητος και στοργικός πατέρας. Η πιο σπαρακτική στιγμή την ημέρα του θανάτου σου, πάνω από το θρήνο των αδερφών, πάνω από τον καημό της συζύγου, πάνω ακόμη και από τον οδυρμό της μάνας, ήταν η φωνή της μικρής σου κόρης που, στην αθωότητα της παιδικής ψυχής των δύο ετών της, σα να αισθανόταν τη συμφορά που ήρθε, σε φώναζε κρατώντας τη φωτογραφία σου. «Μπαμπά, μπαμπά!» ήταν τα λογάκια της κι έκοβαν σαν ξυράφι τις καρδιές μας, γιατί ξέρουμε ότι εκείνη θα μεγαλώσει χωρίς να ξαναδεί τη μορφή σου και γιατί ξέρουμε ότι εκείνη είναι ό,τι έμεινε από εσένα.
Η οικογένειά σου ήταν ο φάρος και ο οδηγός σου. Οι γονείς σου σε μεγάλωσαν κυριολεκτικά σαν άρχοντα και «άρχοντα» σε αποκαλούσαν. Καλοαναθρεμμένος, ο χαϊδεμένος μοναχογιός, ο λατρεμένος αδερφός, ο αγαπημένος θείος, που ποτέ δεν του έλειψε τίποτα, που ποτέ δεν του επέτρεψαν να περάσει φόβο και αγωνία. Αναστήθηκες μες την αγάπη, σε ένα περιβάλλον που η επιθυμία σου ήταν νόμος. Γι αυτό κι εσύ έμαθες να δίνεις αγάπη. Ανταπέδιδες με κάθε ευκαιρία την καλοσύνη και τη φροντίδα που πήρες, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη που κάθε καλός γιος δίνει στους γονείς του. Μόνο καλά έχουν να θυμούνται η μητέρα κι ο πατέρας σου από εσένα. Πρώτος να τους εξυπηρετήσεις σε ό,τι χρειάζονταν, πρώτος να τους εκφράσεις δημόσια την αγάπη σου με λόγια και με γλυκιές μαντινάδες.
Δικαίως αισθάνονταν περήφανοι για το βλαστάρι τους και δίκαια πονούν που τόσο άσπλαχνα το έκοψε η μοίρα.
Η πορεία σου σ’ αυτή τη γη, αν και σύντομη, χαρακτηρίζεται από ανθρωπιά, ειλικρίνεια, αξιοπρέπεια, οξεία αντίληψη και ευαισθησία.
Θείε Γιώργο, θεία Σοφία, αγαπητές μου εξαδέλφες Εύη, Μαρία και Κωνσταντίνα, δεν υπάρχουν λόγια παρηγοριάς για τον δικαιολογημένο σπαραγμό σας. Ο Γιάννης μας βιάστηκε να συναντήσει στη χώρα των Ζώντων, τον άλλο αδικοχαμένο ξάδελφό μας Γιάννη Β. Διακολιό, το θείο μας Βασίλη και τους παππούδες του. Τώρα θα γλεντάει μαζί τους και θα έρχεται για πάντα με τη λύρα και τα γλυκά τραγούδια του να μας γεμίζει τα όνειρα.
Έφυγε από κοντά μας νέος, ωραίος, ακέραιος και γελαστός.
Τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις μας από εκείνον θα παραμείνουν ανεξίτηλα μέσα στον χρόνο και δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει…
——————————————————————
Άστρο λαμπρό που έπεσε στο μεσουράνημά του
κι έσβησε ο ουρανός μεμιάς και το στερέωμά του
Ήλιε που πρόωρα έδυσες στη μέση της ημέρας
Αφοσιωμένος ήσουν γιος και στοργικός πατέρας
Ακέραιος κι ευγενικός, και καλαναθρεμμένος
Στο γλέντι το καρπάθικο πρωτολογαριασμένος
Λύρα και γλέντι έθεσες στο κέντρο της ζωής σου
Με μαντινάδες έκφραζες τα μύχια της ψυχής σου
Χωρίς καμιάν επιστροφή το τελευταίο ταξίδι
Πώς τη μοναχοκόρη σου άφησες κι έχεις φύγει;
Πώς την αθώα της ψυχή να την παρηγορήσεις,
Πού θα σαι με τη λύρα σου, νύφη να τη λαλήσεις;
Παιδί αφήνεις ορφανό μα δε θα μείνει μόνο
Σύμμαχοι θα στεκόμαστε στον ακριβό σου κλώνο.
Χαμόγελο σε στόλιζε, φώτιζε τη θωριά σου
Και όσοι σε γνωρίζανε, ήθελαν να σου μοιάσου
Άσπλαχνα οι μοίρες έκοψαν το νήμα της ζωής σου
Στους κήπους του παράδεισου ειρηνικά κοιμήσου
Άγγελοι με τις λύρες τους θα σε προϋπαντήσουν
Παππούδες, θείος, ξάδελφος θα σε καλωσορίσουν
Να προσκυνήσεις το Χριστό θε να σε οδηγήσουν
Και θέση δίπλα Του θα βρουν να σε καλοκαθίσουν
Δεν άξιζες τόσο μικρό να σε νεκροφιλήσουν
Μα οι μοίρες, απ’ τα νιάτα σου θέλησαν να τρυγήσου(ν)
Ναν’ απαλό και ελαφρύ της Κάρπαθου το χώμα
που θ’αναπαύσει Γιάννη μας το άψυχό σου σώμα.
Θα μένεις αλησμόνητος και ας περάσουν χρόνια
Γιάννη καλό παράδεισο κι η μνήμη σου αιώνια