Ο Αποχαιρετισμός της Αδελφότητας Ολυμπιτών Ρόδου" Βρυκούς" στην Άννα Πρωτόπαπα

Ο Αποχαιρετισμός της Αδελφότητας Ολυμπιτών Ρόδου" Βρυκούς" στην Άννα Πρωτόπαπα

‘’ Το Αφάνι του Καννιού , εν θα’ ναι πλέα το ίδιο … ‘’

… Με βαρέα ντζάλα , εμαεύτησαν όλοι … Και τούτη την βολά , όλοι ήτο στην ώρα τω …

Ο Ουρανός είχε ένα θαμπό κιτρινοκόκκινο φώς … Μερικά μαύρα χελιδονάκια , εαντζάρα , των ερίξα μνιά εμματέα κι ύστερα εσύρα φτερό και φύα…

Αμίλητοι , ήμπα μέσα από την οφλέα και κα’ί’σα γύρω από το τραπέντζι…

Ο κος Κώστας πάντα ευγενικός και λιγομίλητος , καθόταν στην ακριανή καρέκλα και κουνούσε το κεφάλι του … Στις άκρες των μακιών του ήλαμπε ο πόνος …

Στην βάντα του ο εγγονός του ο Νίκος , που είχε πάρει δίωρη από τον Στρατό για να είναι παρών , να τον κοιτά και να του χα’ι’δεύγκει την πλάτη με στοργή …

Δυό καρέκλες πιο μέσα ο Παναγιώτης , να προσπαθεί να ελαφρύνει λίγο το κλίμα αλλά να μην μπορεί να κρύψει και την δική του συγκίνηση …

Ο Μιχάλης πήγε μέχρι την βρύση …Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του , πήρε μερικές ΜΕΓΑΛΕΣ αναπνοές και έκατσε δίπλα στην Καλλιόπη …

<< Καλησπέρα σε όλους … >> είπε και ένιωσε ένα τριχαρένο κόμπο στον λαιμό του…

Κοιτούσε στην Γή … Την ένιωθε να τρέμει …

Μέσα σε λίγες μέρες , εφύα τέτσαροι ε’ι’κοί των ΑΘΘΘΡΩΠΟΙ… Το ένα χτύπημα μετά το άλλο …

Ο Νίκος , ο Βάσος , το Καννιώ κι ο Παντελής …Η Μοίρα μας ήαλε σημά’ι’ …

Σκεφτόταν … Πρίν δυό εβδομάδες , σ’ αυτό εδώ το τραπέζι , συναντήθηκε με τον ξάδερφό του , τον πατέρα – Μηνά Ερνίας που ήρθε από το Αφάνι .

<< Πρέπει να κάμομε κάτι για το Καννιώ , όσο είναι καιρός … >>

<< Το’ χομε σκοπό… Εφέτη είναι και τα πενήντα χρόνια του Συλλόγου και … >>

<< Δεν χρειάζονται πολλά . Μια φεγγαρόλουστη βραδιά , με σεμνότητα να πούμε λίγα λόγια για την προσφορά της στον τόπο μας … Να της δώσουμε μια ανθοδέσμη με κόκκινες μοσκοκαρφές…

Να δει πως δεν την ξεχάσαμε … Αλλά πρέπει να βιαστούμε , δεν έχουμε χρόνο … >>

… Δεν πρόλαβαν … Δεν πρόλαβαν ξανά …

Αυτά σκεφτόταν τούτη την ώρα … Τους τα είπε , όπως εμπόρει … Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα…

<< Το Αφάνι χωρίς το Καννιώ , δεν θα είναι ποτέ το Αφάνι που όλοι ξέομε… >>

Όλοι συφφώνησαν με το αργκό κούνημα του κεφαλιού τους …

Η Καλλιόπη είχε μουσκέψει το άσπρο κεντητό μαντήλι που κρατούσε… Ένιωθε το βλέμμα της , χωρίς να την ξαννεί … Για όλους είχε φυλαμένα βάκρυα , γιατί γνώριντζε από πόνους …

Ο Νίκος που έφυγε από την άλλη άκρη του νητσιού , κι αφού είχε ξενυχτίσει την προηγούμενη βραδιά πάνω από τη φωκιά , για να αναπληρώσει τούτη την ώρα , έπαιζε το κομπολό’ι’ του και οι χάντρες ήταν έτοιμες να γίνουν θρύψαλλα… Πολλά ήταν νωπά…

Ο Αντώνης στα δεξιά του , με μια απέραντη θλίψη απλωμένη στο πρόσωπό του , προσπαθούσε να κρατήσει σημειώσεις , αλλά το στυλό δεν γράφει στο βρεμένο χαρτί…

<< Την γνώριντζα πολλά χρόνια , εσυνέχισε χαμηλόφωνα … Από τότε που φόρου φουστάνια και γιααίνναμε στην Σαρία , τον Οχτώβρη για τις ελιές και τον Μάη για τα καρύα …

Ωσάν εγιαίνναμε εκδρομή με το Δημοτικό Σκολειό στο Αφάνι… Ωσάν εγιααίνναμε με το << Κωσταντίνος …>> και το << Νέα Ελλάς …>> στο Γυμνάσιο… Ωσάν εγιααίνναμε στον ψικασμό … Ωσάν εφεύγκαμε για τις ξενικιές … Ωσάν ε’υ’ρίντζαμε από τις ξενικιές … Εκείνες τις ΜΑΥΡΕΣ ημέρες του Κυπριακού…

Την γνώρισα όμως πλιό καλά και την εθαύμασα στις πλημμύρες …

Την βραυνή εκείνη , δεν εκλείωσε κανείς μας μάτι με κείνο τον χαλασμό… Πρωί πρωί κατεβήκαμε στο Αφάνι με τα πόγια για να ούμε τι κόσμος ήτο … Ο αερφός μου ο Αννής , ο Ασιλής του Μανωλή του Χηράκη , ο ξάδερφος ο Νίκος ο Τσαπούκης και ο φίλος μας ο Νικολής του Ασιλή του Κανάκη … Η στράτα είχε γίνει χίλια κομμάκια … Το τί αντικρύσαμε δεν περιγράφετε…

Σπίκια κγρεμισμένα , βάρκες πάνω στις ελιές , καρέκλες πάνω στα πολυέλαια , τα χνάρια της λάσπης σε ύψος τρία μέτρα απ’όλα σέλα στις παραποτάμες …

Ρούχα , ξύλα και σίερα παντού …

Όλοι είχαν αλλάξει… Και με ένα γειά , εμπόρει να παραξηγηθείς… Εκείνες τις πρωτόγνωρες ώρες , όλοι ήτο θυμωμένοι με όλους …

Το Καννιώ , ΒΡΑΧΟΣ !!! Το καφενείο της είχε γίνει ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ !!!

Δεν τα ξέχασε ποτέ και του τά συχνόλεε …<< Μόνο εσείς ήρτετε να μας βοηθήσετε …>>

Ο Μανώλης καθόταν σκυφτός κι αμίλητος … Όλα αυτά που άκουγε , τα ντζούσε … Εσηκώνετο , εγιάαιννε μέχρι την πόρτα , σκούπιζε τα μάκια του και ξαναγύριζε…

Ο Γιώργος , ο μικρότερος τούτης της παρέας που << πέταξε >> από την Κρήτη για τούτη την συνάντηση , κρατούσε ακόμα και την αναπνοή του … Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ , δεν διδάσκεται … Υπάρχει στα γονίδια …

Το Καννιώ , ήταν πάντα εκεί …Πίντα … Όρθια … Παλιά με την βοήθεια της Μητέρας της , μετά με της αδερφής της , και τελευταία μοναχή της…Να πληροφορεί τους πάντες για τον καιρό , για τα κα’ι’κια για τα παμπόρια …Να νεμαεύγκει αμανάκια , να ποάλλει αμανάκια να βοηθά όλο τον κόσμο… Να παίρει τα γράμματα και να νεμένει να’ρτου οι συχχωριανοί της από την Σαρία , από το Τρίστομο , από την Αυλώνα , να των τα ‘ώκει… Να έσει και να λύσει τον κάβο στα κα’ί’και απού’ ρκουτο άολες ώρες , χωρίς να την φωνάξει ποτέ κανείς … Γιατί εθώρει τις ανάγκες , εγνώριντζε τις ανάγκες … Να κάμνει υπομονή …

Να βάλλει το χέρι αντηλιά , να ξαννεί πάνω την Γραία και να κάμνει τον σταυρό της , μέχρι να νεφάνει η βάρκα με τον ανιψιό της και τους φίλους του …Είχε ιδιαίτερη αγάπη , για πολλούς λόγους , στον καπετάν Μανώλη που ντζούσε στην Γαλλία !!! Κάθε φορέα απού΄ρκετο από την ξενικιά , εκέρνα όλο τον καφενέ και πέτα από την χαρά της !!!

Κανένας δεν εμίλει , αμμ΄όλοι ελέα τα ίδια λόγια από μέσα τω…

<< Το Αφάνι του Καννιού , δεν θά’ ναι πλέα το ίδιο… >>

Το Καννιώ… Να μην φοάται ποτέ να πεί την γνώμη της … Να ακούει πολλά και να λέει ελία … Να κάμνει όλες τις όξω ύρου ουλειές , να κραεί σπίτι , καφενέ και να ποάλλει κάθε , μμά κάθε καράβι , αποσίμια στην Ρώ … Κάθε φορέα απού΄ρκετο καράβι από το Αφάνι , ο Γιάννης ο Χατζήπαπας ήταν στο λιμάνι κι ανέμενε … >>

Είχε στεγνώσει ο λαιμός του … Δεν μπορούσε να βγάλει κουβέντα … Η Καλλιόπη , σηκώθηκε και μοίρασε κρύο νερό σε όλους … Μόνο μνιά γουλλιά ήπιαν , όσοι ήπιαν… Ούτε νερό δεν πήγαιννε κάτω τον κάρυα , με τόσο πόνο , απ’όλα τούτα τα απανωτά χτυπήματα της Μοίρας …

Εσηκώθησα να φύου… Καλό βράυ …Ντζωή σε μας …

*******

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ αγαπητή Καννιώ !!!

Κι ωσάν μαευττού οι συγγενείς κι οι φίλοι μας εκεί στον καφενέ του Παραδείσου για να σε καλωσορίσου , βώκε σε όλους πολλούς χαιρετισμούς … Πέ τω , πώς δεν των ξεχάννομε καθέλου και πώς τους ανεθθιάλλομε όσες ώρες έχει ο χρόνος ..

Αδελφότητας Ολυμπιτών Ρόδου” Βρυκούς”