ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ - Μαντινάδες που έκαναν πάταγο!...

ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ - Μαντινάδες που έκαναν πάταγο!...

Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής

Η μαντινάδα, λένε οι μουσικολόγοι είναι ποίημα από δύο στίχους, συνήθως δεκαπεντασύλλαβοι με ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια, τα οποία όμως, δεν ομοιοκαταληκτούν. Στο είδος αυτό της λαϊκής ποίησης είναι παροιμιώδης η ικανότητα και το ταλέντο των Καρπαθίων(1). Αυθόρμητα αυτοσχεδιάζουν και έμμετρα ανταλλάσσουν ύμνους στον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, αναφέρονται στην ξενιτιά -συχνά με λυγμούς- ενώ δοθείσης ευκαιρίας, όταν το επιτρέπει το «momentum» αυτοσαρκάζονται ανηλεώς.

Ο εγκέφαλος βέβαια του κάθε μαντιναδόρου για να εμπνευσθεί, να κατεβάσει ρίμες χρειάζεται τη συγχορδία παραδοσιακού οργανοπαίκτη λύρας, βιολιού, με λαούτο για «ακομπανιαμέντο» να ανάψουν τα… αίματα. Έ, μετά οι μαντινάδες κυλούν σαν γάργαρα νερά.

Σε γάμους και αρραβώνες ιδιαίτερα, αφού έχει προηγηθεί χωρίς μέτρο η οινοτελεστεία της κούπας της «Μονεβασιάς», οι Μαγγιώροι μαντιναδόροι γλεντοκοπούν μερόνυχτα βολεμένοι στην ίδια «τάβλα» και ανταλλάσσουν σε ρυθμό ταχυβόλου όπλου «παντός καιρού» αυτοσχέδιες μαντινάδες. Στοχευμένα παινέματα, υπολογιστικές μαλαγανιές (κοινώς γαλιφιές), μέχρι δακρύβρεχτες αναφορές σε τεθνεόντες. Στα θρησκευτικά πανηγύρια μάλιστα, σε κλίμα γενικευμένης ευθυμίας και ελευθεριότητας, οι αιχμηρές μαντινάδες κάνουν πάταγο.

————————————
Κάποτε λένε, Χριστούγεννα του 1960 σ’ ένα πολύκροτο γλέντι που έγινε στην ανατολική πολιτεία Connecticut της Αμερικής γιόρταζε, ο εκεί καλά εγκατεστημένος Μανώλης Μακρής του Κωστή. Στο σπίτι του έτυχε να συνεορτάζουν και τα πρώτα του ξαδέλφια και συνονόματοι Μανώλης Μακρής του Γιώργη και Μανώλης Μακρής του Πέρου.

Παρευρίσκονται επίσης οι αξέχαστοι γλεντζέδες-οργανοπαίκτες Γιάννης Μακρής του Βασίλη με το λαούτο του και Βασίλης Νικ. Λαχανάς με την λύρα. Φυσικά μαζί και ο «Υψηλός», ο μεγάλος μαντιναδόρος της Καρπάθου Μιχάλης Ι. Αναγνωστόπουλος πλέον, όλοι τους απόντες.

Την παρέα συμπλήρωσαν τα αδέλφια του οικοδεσπότη Γιώργης, Ηλίας και Νίκος με τις οικογένειες τους, αρκετοί συγχωριανοί και το προσωπικό των επιχειρήσεων τους. Οι μεζέδες πλούσιοι, ο οίνος άφθονος να ρέει, οι συγκινήσεις της ξενιτιάς ατέλειωτες, με τις μαντινάδες να «δίνουν και να παίρνουν» σε όλους τους μερακλήδικους σκοπούς.

Έ, κάποια στιγμή ο «Υψηλός» συγκινείται από τις έντεχνες δοξαριές της λίρας και τις γλυκόηχες πενιές του λαούτου. Παίρνει μπροστά, σηκώνεται όρθιος αγκαλιάζει τον εορτάζοντα -όπως το συνήθιζε- και μεταξύ πολλών ευχετήριων μαντινάδων προτρέπει έμμετρα τα δύο συνονόματα και συνεορτάζοντα πρωτεξαδέλφια του οικοδεσπόπτη να κεράσουν την παρέα, και να πιούν στην υγειά του «Αμφιτρύωνα» της βραδιάς, με τούτη την ευρηματική μαντινάδα των πολλών εκατονταδόλαρων που άφησε πράγματι εντυπώσεις, η χρήση δύο όμοιων λέξεων σε κάθε αράδα:

– Κέρνα Μανώλη του Μακρή, (του Γιώργη)
– και σύ Μακρή Μανώλη, (του Πέρου)
– για τον Μανώλη του Μακρή, (του Κωστή)
– πιείτε Μακρήδες όλοι!

«God! Bless America» έγινε «το σώσε». Η κρασοκατάνυξη και ο καρπάθικος χορός πήραν ξέφρενους ρυθμούς. Τα «μαρς» άναψαν το γλέντι για καλά. Οι πειραχτικές, ακόμα αλληγορικές μαντινάδες αλληλοεκτοξεύονταν ασταμάτητα. Ξημερώματα πια, αποκαμωμένοι αλλά τρισευτυχισμένοι όλοι τους, πήγαν για ύπνο σχεδόν σηκωτοί…

Μια άλλη φορά, στις 27 Ιουλίου στο Κατώδιο γιορτή τ’ Άη-Παντελέ(η)μονα, μια παρέα Ελληνοαμερικάνοι γλεντοκοπούσαν μερόνυχτα υπό τους ήχους λυρολαούτων. Τύφλα από την ποταμηδόν κατανάλωση μεθυστικού «λαστίτικου» κρασιού και την αγρύπνια που συνεπάγεται, οι περισσότεροι είχαν πια γείρει την κεφαλή πάνω στα τραπέζια παραδομένοι σε νιρβάνα. Ο μισοξύπνιος όμως της παρέας αποτόλμησε μια μαντινάδα αλλά, κόμπλαρε. Αδυνατούσε να την αποτελειώσει. Έλεγε και ξαναέλεγε:

«Άη μου Παντελέ(η)μονα, γιατρέ των πονεμάτων!…»
και δώστου τα ίδια:
«΄Αη μου Παντελέ(η)μονα γιατρέ των πονεμάτων!…»

Γνωστός βάστακας του Κατωδιού που κοιμόταν στο δώμα τ’ αμπελόσπιτου, σφόδρα ενοχλημένος από τις μεταμεσονύχτιες μονότονες επαναλήψεις του άσχετου μαντιναδόρου, μέχρι τα μπούνια φουρκισμένος που έχασε ο άνθρωπος τον ύπνο του, ολοκλήρωσε την κολοβή μαντινάδα αλλά πώς; Βρίζοντάς τον ατζαμή μαντιναδόρο:

Στο… «’Αη μου Παντελέ(η)μονα, γιατρέ των πονεμάτων…», πρόσθεσε:
«… Σκάσετε πιο να κοιμηθεί, ο κόσμος των… «δωμάτων»(2)».

Ως δια μαγείας έπεσε σιωπητήριο. Καθεστώς ετεροδικίας για τους κατόχους αμερικάνικου διαβατηρίου δεν ίσχυε. Επομένως η τήρηση της κοινής ησυχίας ήταν αδιαπραγμάτευτη. Αυτόφωρος η διαδικασία και μπαλαούρο(3).
______________________________________
1.- Μεγάλοι Καρπάθιοι μαντιναδόροι:
+Μιχάλης Αναγνωστόπουλος-Υψηλός, +Μηνάς Ι. Παπαδάκης , +Μανώλης Κωνσταντινίδης, + Μήτρος Μιχ. Τσαγκάρης, +Ευριπίδης Καπετανάκης, +Γιάννης Ν. Λυριστάκης Απερίου), +Εμμανουήλ Σπανίδης & +Ιωάννης Μαρής, +Αριστείδης Παπουτσάκης (Μενετών),+Θεοχάρης Γ. Κομνηνάκης & +Σοφία Σαρρή -Αναγνώσταινα (Βολάδος),+Αχιλλέας Γ. Βασιλαράκης, Ηλίας Γ. Βασιλαράκης (‘Οθος),+Βάσος Χρυσουλάκης-Νταβέλης. +Γεώργιος Χρυσούλης, (Πηλών),+Μανώλης Λαθουράκης, +Βαγγέλης Εμμ. Γεργατσούλης, +Μανώλης Χριστοδουλάκης (Πηγάδια),+Νικολής Μπαλάνος & +Γιάννης Παυλίδης (Ολύμπου),+Κώστας Λιορεϊσης
(Διαφανίου), Ηλίας Εμμ. Βασιλαράς (Σπόων), +Παπά Γιώργης Ι. Κωνσταντινίδης & +Θεοχούρης (Αρκάσας). Πολλά υποσχόμενοι, οι νέοι: Μάνος Ι.Παναγιώτου & Μανώλης Κ. Λαμπρίδης.
2.- Το Κατώδιο από την προπαραμονή ήδη του Αγίου Παντελέ(η)μονα σφίζει από κόσμο. Εξ ανάγκης, οι προσκυνητές φιλοξενούνται στρωματσάδα στα Αμπελόσπιτα υπό τον έναστρο ουράνιο θόλο με μια κουβέρτα σε… δώματα και… ταράτσες.
Πράγματι, τα «Πανδοχεία μυριάδων αστέρων» είναι αλησμόνητα. Kαι τα σμήνη όμως κουνουπιών “καθέτου εφορμήσεως” παραμένουν αξέχαστα!
3.- Κρατητήριο.

Από το υπό έκδοση βιβλίο μου: «ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ».