Ένα ζεστό πρωινό του Ιούνη. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, που ξεπρόβαλε πάνω από τη Φλέ(β)α νερού, γλύκαναν την πρωινή παγωνιά που ένιωθε η Αν.
«Μετά τις εννιά δεν θα τον αντέχω, αλλά τώρα θέλω τη θαλπωρή του. Νιώθω εξαντλημένη», παραμίλησε.
Καθώς κατέβαινε στον κήπο από το δύσκολο πέρασμα, για να ποτίσει τα κηπευτικά, βλέπει το φάντασμα της Φρρ[1]. Της φάνηκε πως ήταν ντυμένη με διαφανές λευκό φόρεμα από γάζα και οι αχτίδες του ήλιου που την αγκάλιαζαν, αστραφτοκοπούσαν πάνω της. Άκουσε καθαρά τη φωνή της. Τσακωνόταν με τα ζιζάνια, την αγριάδα και την κύπερη, που παραβγαίνανε ποιο θα ανέβει πρώτο στα βλίτα.
«Μα, δεν βλέπετε τα κηπευτικά; Θα τα πνίξετε. Η Αν έκανε τόσο κόπο, να μην δει καρπούς να ωριμάζουν;»
«Μπα, τι θέλεις εσύ εδώ; Εσύ ταξίδεψες πριν πολλά χρόνια κι από τότε διαφεντεύουμε εμείς τον κήπο σου. Έχουμε απλωθεί και περνάμε δημιουργικά. Τρώμε καλά και πολλαπλασιαζόμαστε! Οι βερβελίες[2] που έριξες από τότε, μας θρέφουν ακόμη. Άσε που το χτύπημα τσάπας δεν το έχουμε ακούσει εδώ και χρόνια», μίλησαν τα ζιζάνια.
Η Φρρ χλόμιασε.
«Ξεριζωθείτε και στα τσακίδια. Πάντα με βασανίζατε», είπε.
«Όχι, εμείς εδώ θα είμαστε, θα κάνουμε τη δουλειά που ξέρουμε και να είσαι σίγουρη πως πάντα θα βγαίνουμε νικητές».
«Μην ανησυχείς, Αν, εγώ θα τα χαϊδεύω και θα ναρκώνονται. Έτσι, θα ξεχνιούνται και θα αδυνατίζουν οι ρίζες τους», άκουσε τη φωνή της Φρρ.
Η Αν την έχασε ξαφνικά, αλλά τα ζιζάνια συνέχιζαν να τσακώνονται με τα φυτά της.
«Ζιζάνια, αφήστε τα λόγια. Όσο λείπω να κάνετε οικονομία στο νερό, για να μεγαλώσουν και να καρπίσουν τα φυτά μου», τα συμβούλεψε.
Την επόμενη μέρα και πριν φουντώσει η κάψα η Αν βρισκόταν στο νοσοκομείο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος.
«Ήρθα για τα εξανθήματα», είπε.
Η γιατρός μέτρησε 1,2,3,4,5…
«Μπα, δεν βλέπω λόγο να ανησυχούμε γι’ αυτά, αλλά ας κάνουμε μερικές εξετάσεις μια που έχετε το στίγμα».
Ο καθετήρας μπήκε αμέσως στη φλέβα της και οι εξετάσεις έδειξαν αναιμία.
Μια κουρτίνα χώριζε την Αν από το γραφείο επειγόντων περιστατικών και από τον διπλανό της, που βογκούσε από πόνο. Ήταν ανήσυχη, ψύχραιμη όμως. Μπορεί και τολμηρή. Έστησε αυτί, ενδιαφερόταν.
«Βαριά αναιμία, κίνδυνος για τη ζωή, ελικόπτερο, αεροδιακομιδή, τραυματίας, Νοσοκομείο Τζάνειο», άκουγε σκόρπιες λέξεις.
«Ελάτε, περάστε έξω, σας περιμένει το ΕΚΑΒ», άκουσε τον γιατρό.
Η Αν έβγαλε φτερά, πετάχτηκε από το κρεββάτι, κόντεψε να σπαστεί από χαρά.
Ανεβαίνοντας στο ελικόπτερο της Πολεμικής Αεροπορίας άκουσε τις οδηγίες της γιατρού.
«Δέστε τους, συνδέστε τον ορό, το οξυγόνο και το καρδιογράφημα στο μόνιτορ».
Στο Τζάνειο υπήρχε συνωστισμός φορείων και ασθενών. Η Αν μαζί με τα κορίτσια της έμειναν εκεί υπομονετικά πολλές ώρες περιμένοντας τη σειρά της.
«Χαλαρά, δεν έχει νόημα να αγχωθούμε», συμφώνησαν με το βλέμμα.
Μετά από καιρό η Αν πάτησε ξανά το χώμα της Καρπάθου. Βρήκε τα φυτά της ποτισμένα.
«Ε, εδώ είμαι, ήρθες;», άκουσε την Φρρ καθώς κατέβαινε στον κήπο.
«Γεια σου, Φρρ. Φουσκωμένη και λαμπερή σε βλέπω, γιατί;» ρώτησε.
«Έτσι ήμουν. Σε περίμενα. Όσο έλειπες, τα πότιζα. Θυμήθηκα τη ζήση μου, έκοψα φασολάκια, άνθη κολοκυθιάς, βλίτα, γλιστρίδα, δυόσμο. Τα μαγείρεψα, τα έφαγα κι ευχαριστήθηκα».
«Μα… Πώς;» απόρησε η Αν.
«Πήγαινα στη Φλέ(β)α κάθε πρωί, γέμιζα το σώμα μου με νερό κι ερχόμουν για πότισμα. Πόσο τα βοήθησα!»
«Και σε μένα άρεσε, ξεχνούσα την αδυναμία μου. Μεγάλη παρηγοριά η ασχολία με τη γη».
Κάρπαθος, Ιούνης 2024,
Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη
[1] η αείμνηστη κι αγαπημένη θεία Φραγκούλα
[2] κοπριές κατσίκας
14.9.2024
Καρπαθιακά Νέα