Το «Ιντερμέτζο» του Jean Giraudoux και η μεταφραστική ιδιοσυγκρασία της Ζωής Σαμαρά – γράφει η Ζωή Βερβεροπούλου

Το «Ιντερμέτζο» του Jean Giraudoux και η μεταφραστική ιδιοσυγκρασία της Ζωής Σαμαρά – γράφει η Ζωή Βερβεροπούλου

 

05/07/2024, περιοδικό Φρέαρ

Jean Giraudoux, Ιντερμέτζο, μτφρ. Ζωή Σαμαρά, Εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2024.

γράφει η Ζωή Βερβεροπούλου

Το Ιντερμέτζο του Jean Giraudoux δεν είναι η πρώτη θεατρική μετάφραση που καταθέτει η ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ Ζωή Σαμαρά. Προηγήθηκαν τρία έργα του Marivaux (Το Νησί των Σκλάβων, 1995, Το Παιχνίδι του Έρωτα και της Τύχης, 1996 και Ο Θρίαμβος του Έρωτα, 2010), το εμβληματικό Κεκλεισμένων των θυρών του Σαρτρ το 2011, καθώς και Η γοητεία της αποτυχίας, του Giraudoux και πάλι, το 2018. Από αυτά, Το Νησί των Σκλάβων, Ο Θρίαμβος του Έρωτα και το Κεκλεισμένων των θυρών παραστάθηκαν από το «Θέατρο Τέχνης Ακτίς Αελίου», μια ομάδα με σημαντική και επιτυχημένη παρουσία στη θεατρική ζωή της Θεσσαλονίκης. Αν και δεν αναφέρεται στην εργογραφία της, προσωπικά θυμάμαι την εξαιρετική, αδημοσίευτη προς το παρόν, μετάφρασή της για το έργο του Alfred Jarry Ubu roi, μέρος του οποίου είχε χρησιμοποιηθεί στην ομώνυμη παράσταση της ίδιας ομάδας το 2003. Εκεί, η Σαμαρά είχε διακρίνει την αντιστοιχία του γαλλικού τίτλου με τον Οιδίποδα Τύραννο και εύστοχα είχε μεταφράσει το Ubu roi, όχι Βασιλιάς Υμπύ, αλλά Υμπύ Τύραννος.

Η μετάφραση μοιάζει επομένως να αποτελεί σημαντική και αναγνωρισμένη συνιστώσα του συνολικού προφίλ της συγγραφέως, καθώς σε αυτήν συμπλέκονται η υψηλή επιστημονική της εξειδίκευση στο θέατρο και μάλιστα στο γαλλικό, με τις ειδικές δεξιότητες και τις δημιουργικές πρακτικές που προϋποθέτει η μεταφορά ενός έντεχνου κειμένου από την αρχική του γλώσσα σε μια άλλη.

Για να επιστρέψουμε όμως στον Giraudoux, ο οποίος υπήρξε μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, αν και στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε κυρίως από τη θεατρική Τρελή του Σαγιό (1946): Το Ιντερμέτζο του παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1933 στο θέατρο του περίφημου ηθοποιού και σκηνοθέτη Louis Jouvet. Στα ελληνικά υπάρχει επίσης μια παλαιότερη μετάφραση του Άγγελου Τερζάκη, ο οποίος το μετέφρασε για το Εθνικό Θέατρο τη δεκαετία του 1960, είναι όμως μια μάλλον δυσεύρετη σήμερα έκδοση.

Πρόκειται για μια τρίπρακτη κωμωδία, η οποία πρακτικά παίρνει τη θέση της ανάμεσα σε δυο τραγωδίες: την Ιουδήθ που συνέγραψε ο Giraudoux το 1931 και την Τέσσα που γράφτηκε το 1934. Η έννοια του «ενδιάμεσου» μοιάζει άλλωστε να βρίσκεται στον πυρήνα της σύλληψης του έργου, πράγμα σαφές ήδη από τον τίτλο: «Ιντερμέτζο» (Intermezzo) είναι το μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται στην εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης, αλλά και το ιντερμέδιο, δηλαδή το εμβόλιμο μικροθέαμα, συνήθως με τραγούδι ή και χορό, που διαχωρίζει ενίοτε τις πράξεις ενός θεατρικού έργου. Και ειδολογικά, όμως, το κείμενο κινείται στον αστερισμό του

ανάμεσα: Μπορεί σε πρώτο επίπεδο να καταλείπει την εντύπωση μιας «ρομαντικής ονειροπόλησης» (rêverie romantique), είναι όμως στην ουσία υβρίδιο, αφού αντλεί τόσο από την Commedia dell’arte, όπως δήλωνε ο ίδιος ο Giraudoux, όσο και από τη μυθοπλασία αστυνομικού τύπου ή ακόμη από τις ιστορίες φαντασμάτων. Αξιοποιεί, επιπλέον, ένα σουρεαλιστικά καυστικό χιούμορ, που εντούτοις αποπνέει στα σημεία μια μελαγχολία και μια υπόκωφη τραγικότητα. Ο όρος «ιντερμέτζο» σηματοδοτεί επίσης κάτι σαν διάλειμμα, μια διακοπή της κανονικής, της κύριας ροής. Με αυτή την έννοια, η πλοκή του έργου αναπαριστά μια παρένθεση, μια παράδοξη ανατροπή στη συνηθισμένη ζωή μιας κοπέλας, αλλά και σε αυτήν μιας ολόκληρης πόλης.

Πιο συγκεκριμένα, κύριος χαρακτήρας του έργου είναι η Ισαβέλλα, μια νεαρή δασκάλα που ισχυρίζεται ότι συζητά καθημερινά με το φάντασμα ενός άντρα. Τούτα τα «χθόνια ραντεβού» της κοπέλας αναστατώνουν τον καθωσπρέπει κοινωνικό της περίγυρο και σταδιακά επηρεάζουν την καθημερινότητα όλων των κατοίκων της πόλης, που αρχίζουν να συμπεριφέρονται παράξενα. Οι αρχές της περιοχής, θορυβημένες, πιθανολογούν ότι πρόκειται για ζωντανό, νεαρό άντρα που ερωτοτροπεί με την Ισαβέλλα, ενώ οι ηλικιωμένες αδερφές Mangebois την κατηγορούν ως υπεύθυνη για αλλόκοτα συμβάντα. Οι συντηρητικοί και οι υποκριτές της πόλης βλέπουν τις βεβαιότητές τους να αποσταθεροποιούνται επικίνδυνα από τη «συλλογική φρεναπάτη» και η αστική ηθική έρχεται τα πάνω κάτω. Ένας Επιθεωρητής θα προσπαθήσει να δώσει λύση στο πρόβλημα και δυο δήμιοι θα κληθούν να δολοφονήσουν το υποτιθέμενο φάντασμα στη δεύτερη πράξη. Έτσι λοιπόν θα τελειώσουν όλα; Όχι, αφού μέχρι την επιστροφή στην κανονικότητα και τη σταδιακή απομάγευση της Ισαβέλλας οι περιπέτειες δεν θα λείψουν…

Αν και το έργο συμπληρώνει σε λίγα χρόνια έναν αιώνα ζωής, η μετάφραση της Ζωής Σαμαρά του δίνει νέα, σφύζουσα υπόσταση, επειδή ακριβώς υιοθετεί τους φυσικούς ρυθμούς τού σήμερα και μια γλώσσα διαυγή, ρέουσα και στιβαρή. Ακόμη και οι πιο σύνθετες έννοιες με την πολύπλοκη σύνταξη της γαλλικής γίνονται προσιτές και εύληπτες, καθώς ξετυλίγονται με απόλυτη σαφήνεια στα ελληνικά. Είναι φανερή η βαθιά γνώση της ξένης γλώσσας που επιτρέπει στη μεταφράστρια να διαβάζει όχι μόνο την επιφάνειά της, αλλά και τους πυρήνες της, και τις αμφισημίες της, και τα λογοπαίγνιά της, ισορροπώντας μελετημένα ανάμεσα στην αυτολεξεί και την ερμηνευτική απόδοση των λέξεων και των υπονοημάτων τους. Φυσικά, αυτό οφείλεται και στην άλλη της ιδιότητα: με τη στέρεη παιδεία της στις Λογοτεχνικές και Θεατρικές Σπουδές, και με τη μακρά, ακαδημαϊκή εντρύφηση τόσο στη θεωρία όσο και στον εφαρμοσμένο, αναλυτικό σχολιασμό των έντεχνων κειμένων, δεν λειτουργεί μόνο ως απλή αναγνώστρια του συγγραφέα της, αλλά, αναπόφευκτα και ευτυχώς, και ως μελετήτριά του. Ευστοχεί δηλαδή στις μεταφραστικές της επιλογές, επειδή τον κατέχει πλήρως και άρα ξέρει πώς να τον αποκωδικοποιεί και ακολούθως πώς να ανακωδικοποιεί στη γλώσσα άφιξης τους δημιουργικούς μηχανισμούς, τις τεχνικές και τις προθέσεις του.

Στο ίδιο πνεύμα, το ύφος και οι τονικότητες της μετάφρασης αποδεικνύουν ότι η Σαμαρά διακρίνει ολοκάθαρα τη διακαλλιτεχνική φύση του κειμένου, δηλαδή την ποιητική φαντασία, τη μουσική έμπνευση και την εμφατική θεατρικότητα που καθορίζουν την εις βάθος δομή του. Με άλλα λόγια, ποίηση, μουσική και θέατρο αιμοδοτούν ταυτόχρονα και από κοινού τον κομψό λόγο του Giraudoux.

Φροντίζει λοιπόν να διασώσει αυτό το τρίπτυχο στο μετάφρασμά της και νομίζω ότι το καταφέρνει απολύτως, μεταφέροντας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό εκείνην ακριβώς τη γλωσσική και αισθητική ιδιοτυπία που αποπνέει και το γαλλικό πρωτότυπο. Καθιστά επίσης η Σαμαρά με τις επιλογές της εντελώς ξεκάθαρη την εγγενή δυϊκότητα του Ιντερμέτζο και τα πολλαπλά θεματικά δίπολα πάνω στα οποία ακροβατεί ως σύλληψη: μεταφυσική και πραγματικότητα, εξαιρετικό-καθημερινό, λογική-παράλογο, ζωή-θάνατος… Μεταφράζει, δηλαδή, και ταυτόχρονα, έχω την αίσθηση, εξηγεί και διδάσκει κείμενο. Σταθερό μέλημά της; Να σεβαστεί και να αναδείξει και τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, και την ουσία και το δέρμα του λόγου.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι, τελικά, η Ζωή Σαμαρά κινείται με τόση άνεση στη «σκηνή του λόγου» που στήνει ο Giraudoux, επειδή έχει πλήρη επίγνωση της ιδιοσυγκρασίας του συγγραφέα της, αλλά και του τι σημαίνει θεατρική μετάφραση: σαφώς λοιπόν την σκέφτεται σαν ζωντανή, προφορική επιτέλεση στο πλαίσιο μιας παράστασης, ταυτόχρονα όμως δεν θυσιάζει τίποτε από την πρωτογενή λογοτεχνική ποιότητα του κειμένου. Αυτή, θεωρώ, είναι και η αξία μιας καλής θεατρικής μετάφρασης: να τη χαίρεται κανείς εξίσου επί σκηνής όσο και στη σελίδα. Μέχρι λοιπόν να βρει το Ιντερμέτζο τον δρόμο του στο ελληνικό θέατρο, αξίζει σίγουρα να διαβαστεί σαν απολαυστική λογοτεχνία.

⸙⸙⸙

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Ko Kaung.

6.7.2024

Καρπαθιακά Νέα