Του Μανώλη Δημελλά
Το 12ο στη σειρά βιβλίο του ιστορικού συγγραφέα της Καρπάθου Μανώλη Κασσώτη, έχει το τίτλο «Αναπολώντας τα παλιά Πηγάδια με τα μάτια ενός παιδιού», σε έκδοση της «καρπαθιακής λέσχης». Πρόκειται για έναν μη κερδοσκοπικό σύλλογο που συστάθηκε πρόσφατα, μόλις το 2015 κι όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου, αποτελείται μια «ομάδα παραγόντων της κοινωνίας των Πηγαδίων με αναγνωρισμένη διαδρομή σε πολλούς επαγγελματικούς τομείς χωρίς πολιτικές φιλοδοξίες» με στόχο «την ορθολογική ανάπτυξη των Πηγαδίων κατ΄επέκταση και της νήσου μας σε θέματα πανκαρπαθιακής εμβέλειας».
Συμιακής καταγωγής, ο Μανώλης Κασσώτης γεννήθηκε το 1936, έζησε την Ιταλική Κάρπαθο, τον μεγάλο πόλεμο, τους Εγγλέζους και την πολυπόθητη απελευθέρωση.
Σπούδασε στο φυσικομαθηματικό του πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1959 ταξίδεψε μετανάστης για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Έφτασε στην Νέα Υόρκη φορτωμένος όνειρα, όμως οι τσέπες του ήταν άδειες. Η αγάπη του στην επιστήμη των μαθηματικών τον έκανε ξεχωριστό, έτσι δεν άργησαν οι απανωτές υποτροφίες σε σπουδαία κολέγια, το μεταπτυχιακό και οι εξειδικεύσεις στην επιστήμη του. Μα πέρα από την επαγγελματική του σταδιοδρομία πάντοτε στεκόταν και προσέφερε στην ομογένεια με γνώση και υπευθυνότητα.
Όπου υπάρχει μνήμη στα σίγουρα υπάρχει ελπίδα. Κι αυτό το βιβλίο του Μανώλη Κασσώτη αξίζει όχι μόνο να διαβαστεί, αλλά να βρεθεί στις πρώτες θέσεις κάθε καρπάθικου σπιτιού.
Είναι εκείνες οι γλυκιές, άλλες φορές πολύ φτωχές, πεινασμένες και πικρές, σίγουρα απίστευτες εικόνες, για τη ζωή στην Κάρπαθο μόλις πριν από 50-70 χρόνια.
Ο Μανώλης χειρίζεται άψογα τον γραπτό λόγο, στέκει μακριά από μακρόσυρτες μελοδραματικές περιγραφές και επιλέγει να μην κάνει «χάρες» ούτε έχει βάλει στόχο να «χαϊδέψει» το υπερεγώ των Καρπάθιων.
Έζησε την εποχή που όλοι μας μνημονεύουμε, όμως μέχρι σήμερα μας έλειπαν όλα αυτά τα μικρούτσικα στοιχεία, οι λεπτομέρειες για να νιώσουμε, να μυρίσουμε με τη φαντασία μας την παλιά Κάρπαθο.
Αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του, που αφορά τα αδέσποτα σκυλιά και την τραγική τους τύχη:
«Μετά την αποχώρηση των Γερμανών η Κάρπαθος, κυρίως τα Πηγάδια, γέμισε από αδέσποτα σκυλιά, που η αστυνομία ανέλαβε να τα εξολοθρεύσει. Όπου έβλεπαν αδέσποτο σκυλί το πυροβολούσαν, αλλά πολλές φορές το σκυλί δεν σκοτωνόταν αμέσως και περιφερόταν αιμόφυρτο. Το μέτρο κρίθηκε απάνθρωπο και αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν τα σκυλιά με φόλες. Αλλά τα σκυλιά λύσσαζαν και δάγκωναν τα οικόσιτα ζώα μεταδίδοντάς τους το δηλητήριο. ( ένα πρωι βρήκαμε δυο μερωτάρια δαγκωμένα και ψοφισμένα μέσα στο χωράφι μας). Ξανασκέφθηκαν και απεφάσισαν να συλλαμβάνουν τα σκυλιά, να τους δένουν με ένα σκοινί μια πέτρα στο λαιμό και να τα ρίχνουν στη θάλασσα από του Παντελή το στέμμα. Επειδή όμως πολλά περίεργα παιδιά παρακολουθούσαν τη διαδικασία, κρίθηκε και αυτή η λύση απάνθρωπη. Μη βρίσκοντας άλλη πιο ανθρώπινη λύση, έβαζαν τα σκυλιά σε μια βάρκα, τα έπαιρναν κοντά στο Δεσποτικό νησί και μακριά από τα παιδικά μάτια τα φούνταραν στη θάλασσα». (Σελίδα 81)
(Ευτυχώς σήμερα δε δίνονται τέτοιες «λύσεις», όμως τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς της Καρπάθου παραμένουν άγνωστα κι αόρατα για τους υπεύθυνους του τόπου, που επιλέγουν όταν πρόκειται ακόμη και για το φαγητό τους να σιωπούν και να κρύβονται πίσω από τις καρέκλες τους).
Τα βιβλία έτσι κι αλλιώς είναι ζωντανοί οργανισμοί, μοιάζουν με μικρά πλεούμενα, που με την έκδοση τους ξανοίγονται στο πέλαγος και ψάχνουν τη τύχη τους.
Όμως ετούτο είναι διαφορετικό, στις 400 του σελίδες ζωντανεύουν τα στοιχειά της Καρπάθου. Ιταλοί, Γερμανοί, Έλληνες πατριώτες, αγωνιστές της ζωής μα ακόμη και οι βασανιστές τους έχουν ονοματεπώνυμο. Και η πιο μικρή πέτρα των Πηγαδίων ακούει στο όνομα της κι ο συγγραφέας μας δίνει δώρο ετούτη την θαυμάσια γνώση, μια κληρονομιά που δεν της πρέπει να σβήσει!
Εκεί που λες πως έχουν χαθεί οι παλιές συνήθειες, αρκεί να κάνεις μια βόλτα σε μια γειτονιά των Πηγαδίων, ας πούμε στη Σίσαμο ή να μπλεχτείς σε ένα καφενεδάκι, ενός χωριού και σχεδόν αυτόματα συναντάς τους αληθινούς νησιώτες. Οι φιλότιμες γενναίες ψυχές ήταν και εξακολουθεί να είναι χαρακτηριστικό του μικρού τόπου.
Λένε πως τους συγγραφείς δεν είναι σωστό να τους γνωρίζεις από κοντά, είναι καλύτερα να αφήνεις το έργο τους και τη φαντασία να κάνει τη δουλειά της.
Για τον Μανώλη Κασσώτη θα σας πρότεινα, όταν επιστρέψει στην Κάρπαθο, να χασομερήσετε μια στιγμή και να βρεθείτε μαζί του, διότι στη μνήμη του κρατά εκείνη τη λατρεμένη Κάρπαθο που όλοι μας αναζητούμε! Μα ποιος μπορεί να ξέρει, ίσως η μελέτη αυτού του βιβλίου να μας βοηθήσει, να αφήσουμε πίσω στενότητες μας και πέρα από τα ζόρικα άλυτα προβλήματα, να δούμε το σημερινό μεγαλείο του νησιού.